Αλκυονίδες μέρες – Η μέρα που έμαθα να λέω “μαμά”

Θυμάμαι παλιά που όλα ήταν σκοτεινά και υγρά.

Κολυμπούσα συνέχεια αλλά με τον καιρό ο χώρος έμοιαζε να μικραίνει.

Θυμάμαι ένα ρυθμικό ήχο, τη μόνη μου παρέα εκεί. Ερχόταν από ένα μακρύ σωλήνα που τυλιγόταν γύρω καθώς κολυμπούσα. Έμαθα να τον αποφεύγω και να τον ξεμπλέκω από τα πόδια μου όποτε μπερδευόταν.

Κάποτε η λίμνη μου έγινε τόσο μικρή που τα πόδια μου έφταναν στην άκρη. Δεν μπορούσα να κινηθώ σε τόσο στενό χώρο και άρχισα να χτυπάω με τα πόδια μου για να ανοίξω διέξοδο. Φυσικά δεν ήξερα τι υπήρχε πέρα από τον τοίχο, αλλά ήθελα να μάθω. Όταν κουραζόμουν ξάπλωνα ανάσκελα και άφηνα το κύμα να με νανουρίσει.

Ξαφνικά μια αχτίδα φωτός τρύπωσε στην λίμνη από μία μικρή σχισμή. Τα νερά άρχισαν να κινούνται προς τα εκεί, η σχισμή μεγάλωσε και το φως κατέκλυσε τα πάντα. Ακολούθησαν έντονες δονήσεις και ένιωσα να με σπρώχνουν. Ανυπομονώντας να δω τι υπήρχε έξω έβαλα το κεφάλι μου στην τρύπα και έσπρωξα κι εγώ όσο μπορούσα […]

Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου ήμουν τυλιγμένος σε μια άσπρη μαλακή πετσέτα στην αγκαλιά της μαμάς μου. Ακούμπησα στο στήθος της και σύντομα αναγνώρισα τον ήχο που μου κρατούσε παρέα τόσο καιρό. Χάρηκα τόσο πολύ που ούρλιαξα. Η αγκαλιά έγινε πιο σφιχτή.

Όταν με ξάπλωσαν στο κρεβάτι μου προσπάθησα να πιάσω το σωλήνα, αλλά η έκπληξη που με περίμενε ήταν διπλή. Δεν μπορούσα να κινήσω το χέρι μου και ο σωλήνας δεν ήταν πια εκεί. Αρχικά τρόμαξα περισσότερο με την απουσία του σωλήνα, δεν ήξερα ότι το χέρι μου δεν θα το κινήσω ποτέ.

Το έμαθα μερικές μέρες αργότερα όταν μια νοσοκόμα μιλούσε με τους γονείς μου μπροστά μου. Έλεγε ότι ο εγκέφαλός μου έπαθε κάποια ζημιά πάνω στη γέννα και πως δεν θα μπορώ να κινηθώ εύκολα, ίσως και ποτέ. Δεν ήξερα τι άλλο είχε πάθει ζημιά αλλά δεν την άκουσα πολύ αισιόδοξη.

Θυμάμαι παλιά που όλα ήταν σκοτεινά και υγρά.

Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δυο μάτια, τα μάτια της μαμάς μου, θα ήταν τόσο υγρά συνέχεια και η μορφή της τόσο σκοτεινή. Από κείνη τη μέρα την έβλεπα πάντα κλαμένη. Ακόμα και όταν κοιμόμουν άκουγα το χτύπο της καρδιάς της και από τον άστατο ρυθμό του καταλάβαινα ότι έκλαιγε.

Έτσι άρχισα να κλαίω κι εγώ μαζί της. Έκλαιγα όταν ξύπναγα, έκλαιγα όταν ήθελα να φάω, έκλαιγα όταν ήθελα να κοιμηθώ, έκλαιγα κάθε φορά που ήθελα να την αγκαλιάσω και κανένα χέρι μου δεν μπορούσε να κινηθεί. Μόλις άκουγε το κλάμα μου άφηνε ότι κι αν έκανε και με έπαιρνε αγκαλιά. Με χάιδευε στην πλάτη και μου ψιθύριζε γλυκόλογα στο αυτί […].

Θυμάμαι παλιά που όλα ήταν σκοτεινά και υγρά.

Στο σπίτι που πήγαμε μετά το νοσοκομείο γνώρισα τον μπαμπά και τον αδελφό μου. Ο μπαμπάς ήταν ζεστός και τρυφερός σαν τη μαμά, ενώ ο Γιαννάκης – έξι χρονών τότε – ήταν κουμπωμένος και διστακτικός. Με έβαλαν σε δικό μου δωμάτιο, που συνδεόταν με εσωτερική πόρτα με το δωμάτιο της μαμάς και του μπαμπά […].

Ο Γιαννάκης δεν ερχόταν συχνά στο δωμάτιό μου, δεν τον άφηναν να με σηκώνει αγκαλιά. Μια μέρα όμως που ο μπαμπάς έλειπε και η μαμά ήταν στο μπάνιο ήρθε κρυφά. Έβγαλε το κάγκελο από το κρεβάτι και κουλουριάστηκε δίπλα μου. Έβαλε το μικρό μου χέρι μέσα στην χούφτα του και με σοβαρό ύφος μου είπε: «Γεια σου μωρό, είμαι ο μεγάλος σου αδελφός. Θα σε προσέχω». Πρόλαβε να φύγει προτού τον καταλάβει η μαμά.

Έκτοτε με κοιτούσε με συνωμοτικό ύφος και έβρισκε ευκαιρίες να ξανάρθει στο κρεβάτι μου. Άλλοτε αρκουδάκια, άλλοτε κάποιο στρατιωτάκι, πάντα έφερνε κάτι μαζί του. Τα έκρυβε επιμελώς, αλλά τακτοποιώντας τα σεντόνια η μαμά τα ανακάλυψε. Παραδόξως δεν τον μάλωσε καθόλου. Μας πήρε και τους δυο αγκαλιά και έκλαιγε σιωπηλά ώσπου ήρθε ο μπαμπάς και μας αγκάλιασε όλους μαζί.

Θυμάμαι παλιά που όλα ήταν σκοτεινά και υγρά.

Όταν έκλεισα τα δυο μου χρόνια δεν είχα σταθεί ούτε για μια στιγμή στα πόδια μου. Τότε άρχισε να μας επισκέπτεται ένας ψηλός και ξανθός κύριος που φορούσε άσπρη μπλούζα. Ερχόταν με τη μαμά και με ξάπλωναν στο μεγάλο κρεβάτι. Με απαλές κινήσεις κουνούσε τα χέρια και τα πόδια μου, ασκώντας πίεση σε μερικά σημεία. Εγώ δεν αντιδρούσα καθόλου καθώς δεν ένιωθα τίποτα. Εκείνος δεν έδειξε να πτοείται και προσπαθούσε να πείσει τη μητέρα μου ότι με τον καιρό θα είχαμε αποτέλεσμα.

Έχω αρχίσει να βαραίνω και η μαμά μου δυσκολεύεται να με πάρει αγκαλιά. Την πονάει η μέση της, ο μπαμπάς συχνά την τρίβει για να χαλαρώσει. Κρυφάκουσα μια μέρα που της έλεγε να μην κουράζεται τόσο πολύ με τις αγκαλιές. Εκείνη αντέδρασε και του είπε ότι όσο αντέχει θα με παίρνει αγκαλιά. Ήθελα να σηκωθώ να της πω ότι δε θέλω να την κουράζω, αλλά δεν μπορούσα. Αποφάσισα να κλαίω λιγότερα για να μη με παίρνει αγκαλιά συνέχεια […].

Σε μερικές μέρες η μαμά μου έχει γενέθλια. Εδώ και τέσσερα χρόνια δεν τα έχει γιορτάσει ποτέ. Εξαιτίας μου. Κι αυτό εξαιτίας μου. Θέλω να της κάνω ένα δώρο, κάτι μοναδικό, κάτι που πραγματικά θα την κάνει ευτυχισμένη. Για αυτό έχω το μυστικό μου. Το φυλάω με πολλή προσοχή. Κατάφερα να κρύψω από τον κύριο με τα ξανθά μαλλιά ότι κουνάω λίγο το αριστερό μου χέρι. Λίγο, αλλά αρκετά για να αγγίξω τα μαλλιά της μαμάς μου και να τα χαϊδέψω κι εγώ. Το έχω δοκιμάσει με το μαξιλάρι μου και σχεδόν πάντα τα κατάφερα.

Σήμερα μίλησα! Κουράστηκα πολύ αλλά έμαθα να λέω «μαμά» και «σ’ αγαπώ». Ευτυχώς δεν με άκουσε κανείς. Έχω λίγες μέρες ακόμα να κάνω πρόβα ώστε όταν έρθει η ώρα να μην κομπιάσω.

Θα περιμένω να με σηκώσει αγκαλιά, και όταν με ακουμπήσει στον ώμο της θα χαϊδέψω τα μαλλιά της και θα της ψιθυρίσω στο αυτί «μαμά σ’ αγαπώ».

Θυμάμαι παλιά που όλα ήταν σκοτεινά και υγρά.

Αύριο είναι τα γενέθλιά της. Είμαι πανέτοιμος.

Αύριο τα μάτια της θα στεγνώσουν και το χαμόγελό της θα φωτίσει όλο τον κόσμο.

Απόσπασμα από το κείμενο «Αλκυονίδες Μέρες», του Γιώργου Βακαλόπουλου

Διαβάστε επίσης:
«Είναι δύσκολο να σε προσέχω μαμά»
Μαμά πότε θα πεθάνεις;

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network