Η Καμίλα Βαλίεβα.
Ετών 15.
Όσο η κόρη μου, ανατριχιάζω που το λέω αυτό.
Έβλεπα την Βαλίεβα, λοιπόν, το 15χρονο που πήγε στο Πεκίνο και μας άφησε όλους με το στόμα ανοιχτό και μετά το πιάσανε ντοπέ κι άντε πάλι με το στόμα ανοιχτό όλοι.
Η Βαλίεβα, που -κακώς για την ίδια- της επέτρεψαν να αγωνιστεί μετά το σκάνδαλο, στο ατομικό, βγήκε κουρέλι στον πάγο και έγινε θέαμα.
Κακό θέαμα. Τραγικό θέαμα.
Έπεφτε, έκλαιγε, τάισε την αρένα με όλα εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν μια τέλεια ιστορία πόνου, πάθους, σκανδάλου, αποθέωσης και απαξίωσης στο καπάκι, τα δομικά στοιχεία μιας ναρκισσιστικής κοινωνίας δηλαδή.
Τόσο ναρκισσιστικής που στέλνει ένα 15χρονο στα θηρία χωρίς δεύτερη σκέψη, με στόχο ένα μετάλλιο. ‘Η το θέαμα-σκάνδαλο, whichever comes first.
Τη δόξα και την τιμή, που δεν θα πάρει η ίδια παρά μόνο πρόσκαιρα. Το όφελος μακροπρόθεσμα είναι της ομοσπονδίας της, της χώρας της, των προπονητών της, πιθανώς και των γονιών της. Αυτοί μαζεύουν δάφνες.
Η ίδια ίσως πάρει κάποια χρήματα, τα οποία η εμπειρία έχει δείξει ότι δεν θα κρατήσουν πολύ.
Η ιστορία των αθλητών που ξεκίνησαν πολύ πιτσιρίκια, μπήκαν στην κρεατομηχανή του Πρωταθλητισμού και βγήκαν κιμάς λίγο αργότερα, είναι μακριά και πολύ ενδιαφέρουσα.
Η προπονήτρια της Βαλίεβα έχει αναδείξει πολλές Ολυμπιονίκες, είναι περιζήτητη.
Τις βάζει και προπονούνται 12 ώρες τη μέρα -το έχει πει η ίδια πολύ περήφανη- και μετά τις στέλνει στους αγώνες.
Καμία δεν συνέχισε την καριέρα της πάνω από τα 18-19. Η μία έπαθε νευρική ανορεξία, η άλλη έμεινε σχεδόν ανάπηρη από τους τραυματισμούς, ή παράλλη απλώς τα παράτησε και πάει λέγοντας.
Και, μην βιαστείτε, δεν συμβαίνουν μόνο στη Ρωσία αυτά, οκ, ίσως εκεί να συμβαίνουν πιο συχνά ή ίσως να τα μαθαίνουμε πιο συχνά, παίζει κι αυτό το ενδεχόμενο.
Πώς μπορείς να το κάνεις, γαμώτο, αυτό σε ένα παιδί 15 χρονών;
Σε οποιοδήποτε σπορ.
Σε ο,τιδήποτε βασικά.
Γεμάτος ο κόσμος από πικραμένους ενήλικες που κάποτε υπήρξαν παιδιά-θαύματα, που αφιέρωσαν τα καλύτερά τους χρόνια σε καποιανού τις προσδοκίες και μόλις έκαναν το πρώτο στραβοπάτημα, ο κόσμος -στον οποίον ήταν εντελώς αψύλιαστοι- τους πέταξε στην άκρη.
Συνέχεια τα διαβάζουμε αυτά: Ποδοσφαιριστές, μπασκετμπολίστες, στιβίστες, μουσικοί, ηθοποιοί, μαθηματικά τζίνιους, τα πάντα όλα.
Τι κάνει σε αυτούς τους ανθρώπους, που μεγάλωσαν σαν καλοκουρδισμένα άλογα κούρσας, η αποτυχία, όταν νομοτελειακά έρχεται κι αυτή κάποια στιγμή;
Τι συμβαίνει μεσα στο μυαλό και την ψυχή ενός ανθρώπου που μεγάλωσε με μονοδιάστατο στόχο την απόλυτη επιτυχία;
Πώς θα πάει σπίτι της η Βαλίεβα, πώς θα ζήσει, πόσους εφιαλτες θα βλέπει ξανά και ξανά και ξανά, πόσο μηδενικό θα αισθάνεται, πόση αυτομομφή θα κουβαλήσει στο υπόλοιπο της ζωής της;
Πόσο θα προσπαθήσει να αποδείξει και σε πόσους;
Το ρωτάω πάλι και πάλι. Τι στο κέρατο κάνουμε στα παιδιά μας;
Και η απάντηση είναι απλή: Τα εργαλειοποιούμε για να καλύψουμε τα δικά μας κενά.
Τα κανουμε άλογα -της οποιασδήποτε- κούρσας, επειδή έτσι εμείς αισθανόμαστε πιο ολοκληρωμένοι.
Τα παιδιά, που είναι αυτόνομοι άνθρωποι, αντί για να τα μεγαλώνουμε για να γίνουν ακριβώς αυτό, τα κάνουμε ένα τεχνητό μέλος στο δικό μας ανάπηρο σώμα.
Πρέπει να κοιτάμε την πεσμένη Βαλίεβα και να φτυνόμαστε όλοι στον καθρέπτη.
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είναι το παιδί μας.
Ακόμη κι αν δεν έχουμε παιδιά. Είναι παιδί του κόσμου μας.
Κείμενο: Maria Dedoussi