Κάθε φορά που συναντάω ένα παιδί με ειδικές ικανότητες, συνειδητοποιώ πόσο δειλός άνθρωπος είμαι.
Πως είμαι μια μάνα με ειδική ανικανότητα στο να συμπεριφερθώ σε αυτό το παιδί όπως του αξίζει: ισότιμα.
Κάθε φορά που συναντάω ένα τέτοιο παιδί, ο τακτοποιημένος εσωτερικός κόσμος μου απειλείται και τα χάνω. Η ατσαλένια δύναμη της μάνας, του πατέρα ή της γιαγιάς που του κρατάει το χέρι, με κάνει να ντρέπομαι.
Προσποιούμαι ότι δεν τρέχει τίποτα και με πιάνει μια ακατάσχετη πολυλογία που προσπαθεί να κουκουλώσει το δέος μου απέναντι στην γενναιότητά τους και την εμφανή αδυναμία μου: το μυαλό που σταματά σε αυτό που βλέπουν τα μάτια και την καρδιά μου που εκπέμπει σε χαμηλή συχνότητα. Τόσο χαμηλή, που δεν μπορεί να συναντήσει αυτή την καθαρή ψυχή και να τη μολύνει με την πεπερασμένη αγάπη της.
Σε μια κρίση κάλπικης ανετίλας, σχεδόν επιτακτικά, προτρέπω την κόρη μου να παίξει μαζί του και εκείνη για να μου κάνει το χατίρι ασχολείται για 10 λεπτά και μετά βαριέται και φεύγει.
Το παιδί ούτε νοιάζεται. Όχι γιατί δεν καταλαβαίνει. Αλλά γιατί ο κόσμος του είναι γεμάτος πεταλούδες που η παρουσία των ξένων τις τρομάζει και πετούν μακριά αλαφιασμένες.
Κάθε φορά που οι εκδηλώσεις για παιδιά με ειδικές ανάγκες μεταμορφώνονται σε κοσμική φιέστα, δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω τον εαυτό μου από τις κυρίες που συνωστίζονται στις εξέδρες για να τις δουν.
Κοινός μας παρανομαστής η επόμενη μέρα, όπου το μόνο που επιμελώς θα φροντίσω να θυμάμαι, θα είναι τα βεγγαλικά και ο γκουρμέ μπουφές στο after party.
Κάθε φορά που συναντάω ένα παιδί με ειδικές ικανότητες, αδυνατώ να κατανοήσω το θαύμα πίσω από τα προφανή, να το αφουγκραστώ μέσα από τις λαχανιασμένες του λεξούλες.
Να καταφέρω έστω για μια φορά, να πνίξω αυτή τη φωνή μέσα μου, που ουρλιάζει: «ευτυχώς που δεν συνέβη σε εμάς»…
Διαβάστε επίσης:
Στα δύσκολα, το «γιατί να τύχει σε μας» δεν βοηθά
Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω «γνωστή»