Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι μητέρες που πρόσφατα μολύνθηκαν από τον κορονοϊό τον μεταδίδουν στα μωρά τους μέσω του θηλασμού, σύμφωνα με μία νέα μικρή αμερικανική επιστημονική έρευνα. Η μελέτη βρήκε ότι μολονότι ένα χαμηλό ποσοστό του μητρικού γάλακτος περιέχει γενετικό υλικό του κορονοϊού, αυτό δεν «μεταφράζεται» σε παρουσία λοιμογόνων σωματιδίων του ιού που μπορούν να αναπαραχθούν ούτε σε λοίμωξη Covid-19 στα μωρά που θηλάζουν.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Πολ Κρόγκσταντ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο παιδιατρικό περιοδικό «Pediatric Research», ανέλυσαν δείγματα μητρικού γάλακτος από 110 θηλάζουσες μητέρες, εκ των οποίων οι 65 είχαν προηγουμένως θετικό διαγνωστικό τεστ κορονοϊού, ενώ εννέα είχαν ύποπτα συμπτώματα αλλά με αρνητικό τεστ και οι υπόλοιπες είχαν επίσης συμπτώματα αλλά δεν είχαν κάνει τεστ.
Γενετικό υλικό (RNA) του κορονοϊού ανιχνεύθηκε στο μητρικό γάλα επτά γυναικών (6%), ενώ ένα δεύτερο δείγμα που ελήφθη από τις ίδιες μητέρες μετά από ημέρες δεν ανίχνευσε πια το RNA του ιού. Οι επιστήμονες δεν βρήκαν, όμως, καθόλου ενδείξεις για παρουσία μολυσματικού κορονοϊού ούτε κλινικές ενδείξεις λοίμωξης Covid-19 στα βρέφη των επτά γυναικών.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι το δείγμα της μελέτης τους ήταν σχετικά μικρό, αν και πρόκειται για τη μεγαλύτερη μελέτη μέχρι σήμερα που αναλύει το μητρικό γάλα και συμπεραίνει ότι ο θηλασμός από μητέρες με διαγνωσμένο ή ύποπτο κορονοϊό δεν οδηγεί σε μόλυνση Covid-19 τα μωρά τους.
«Το μητρικό γάλα αποτελεί πολύτιμη πηγή διατροφής για τα βρέφη. Στη μελέτη μας δεν βρήκαμε την παραμικρή ένδειξη ότι το γάλα της μητέρας που έχει μολυνθεί με Covid-19 περιέχει λοιμογόνο γενετικό υλικό ούτε κάποια κλινική ένδειξη ότι τα ίδια τα μωρά μολύνονται, κάτι που δείχνει ότι ο θηλασμός πιθανότατα δεν συνιστά κίνδυνο»δήλωσε ο Κρόγκσταντ. Με άλλα λόγια, οι θηλάζουσες μητέρες με λοίμωξη Covid-19 δεν αποτελούν κίνδυνο για τα νεογνά τους.
Μία άλλη μικρή αμερικανική έρευνα του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας Παιδιών και Ανθρώπινης Ανάπτυξης (NICHD) των ΗΠΑ, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Communications», δείχνει ότι η μόλυνση της εγκύου με κορονοϊό μπορεί να προκαλέσει φλεγμονώδεις ανοσιακές αντιδράσεις στο έμβρυο, ακόμη κι αν ο ιός δεν έχει μολύνει τον πλακούντα.
Οι έγκυες κινδυνεύουν περισσότερο από σοβαρή Covid-19 σε σύγκριση με τις μη έγκυες γυναίκες. Επίσης, η Covid-19 στη διάρκεια της εγκυμοσύνης αυξάνει τον κίνδυνο για πρόωρο τοκετό, θνησιγένεια και προεκλαμψία.
Η νέα έρευνα μελέτησε 23 έγκυες, εκ των οποίων οι 12 είχαν κορονοϊό (οι οκτώ χωρίς συμπτώματα, μία με ήπια και τρεις με σοβαρά). Οι βασικές διαπιστώσεις των επιστημόνων ήταν οι εξής:
– Οι έγκυες με κορονοϊό έχουν λιγότερα Τ-λεμφοκύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, άρα και χαμηλότερη άμυνα κατά του ιού.
– Οι μητέρες με κορονοϊό αναπτύσσουν αντισώματα κατά του ιού είτε έχουν συμπτώματα είτε όχι και μερικά από αυτά τα αντισώματα ανιχνεύονται στο αίμα του ομφάλιου λώρου.
– Οι μητέρες με κορονοϊό έχουν στο αίμα τους υψηλότερο επίπεδο δεικτών φλεγμονής και ανοσιακής αντίδρασης, άσχετα από τα συμπτώματά τους (οι αυξημένες κυτταροκίνες είναι οι ιντερλευκίνες 8, 10 και 15).
– Τα μωρά από μολυσμένες με κορονοϊό μητέρες (ακόμη και ασυμπτωματικές) εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα ιντερλευκίνης-8, ακόμη κι αν δεν έχουν Covid-19.
– Ενώ ο κορονοϊός δεν ανιχνεύεται στον πλακούντα, οι πλακούντες των μητέρων με κορονοϊό έχουν διαφορετικό «προφίλ» ανοσιακών κυττάρων, μία ένδειξη ότι το ανοσοποιητικό σύστημα του μωρού επηρεάζεται από τη μητρική λοίμωξη Covid-19, ακόμη κι αν ο ιός δεν έχει παρουσία στον πλακούντα.
ΑΠΕ-ΜΠΕ