Τα δεδομένα για την παραλλαγή Όμικρον του κορωνοϊού και τα παιδιά ανέλυσε στην τελευταία του ανάρτηση στο facebook ο καθηγητής Πολιτικής και Διοίκησης της Υγείας στην Ιατρική Σχολή του Imperial College London Ηλίας Μόσιαλος.
«Πολλοί γονείς ανησυχούν για τα παιδιά με την επέλαση της παραλλαγής όμικρον, είτε γιατί δεν έχουν εμβολιαστεί γιατί είναι μικρά (κάτω των 5), είτε γιατί οι γονείς διαβάζουν ότι ακόμη και αρκετοί εμβολιασμένοι μπορεί να νοσήσουν αν κολλήσουν την όμικρον.
Καταρχάς, να διευκρινίσουμε πως το να κολλήσεις την όμικρον ως εμβολιασμένος, δεν σημαίνει απαραίτητα πως αυτό θα εξελιχθεί σε σοβαρή νόσηση. Αυτό δείχνουν τα επιδημιολογικά στοιχεία από τις χώρες που κυκλοφόρησε νωρίτερα ευρέως η παραλλαγή όμικρον. Η πλειονότητα αυτών που θα νοσήσουν θα έχουν ήπια συμπτώματα ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (30% με βάση μελέτες στη Ν. Αφρική) θα είναι ασυμπτωματικοί» σημειώνει ο καθηγητής που εστιάζει στα στοιχεία για τον αντίκτυπο της όμικρον στα παιδιά.
Όπως λέει, αρκετές χώρες αναφέρουν υψηλότερα ποσοστά παιδιών που νοσηλεύονται καθώς η όμικρον εξαπλώνεται, σε σύγκριση με την παραλλαγή δέλτα. Τα στοιχεία δείχνουν πως μπορεί επίσης να εισαχθούν στο νοσοκομείο και τα μωρά.
Η ανάλυση όμως των βρετανικών δεδομένων, και σε σύγκριση με προηγούμενες παραλλαγές, δείχνει πως η όμικρον προκαλεί λιγότερο σοβαρή ασθένεια στα παιδιά που θα κολλήσουν. Αυτό υποστηρίζεται περαιτέρω από μια νέα Ν. Αφρικανική ανάλυση των νοσηλειών των παιδιών (doi.org/10.1101/2021.12.21.21268108).
«Ίσως είναι καλό να εξηγήσουμε την διαφορά στην κλίμακα των εισαγωγών. Δηλαδή, καθώς έχουμε πολύ υψηλό αριθμό μολύνσεων λόγω της πολύ υψηλής μεταδοτικότητας της όμικρον, είναι λογικό να έχουμε και υψηλότερο αριθμό εισαγωγών. Η αύξηση δηλαδή στις εισαγωγές περιγράφει απλά την τρέχουσα επιβάρυνση στα νοσοκομεία, και όχι απαραίτητα την νοσηλεία παιδιών λόγω σοβαρής συμπτωματολογίας», τονίζει.
«Να θυμίσω επίσης πως και στην Αγγλία και στη Ν. Αφρική, τα παιδιά κάτω των 12 ετών δεν εμβολιάζονται. Ταυτόχρονα, να μην ξεχνάμε πως τα πολύ μικρά παιδιά έχουν εκτεθεί σε πολύ μικρότερο αριθμό λοιμώξεων. Άρα δεν έχουν ούτε υψηλά ποσοστά διασταυρούμενης ανοσοπροστασίας έχοντας νοσήσει σε προηγούμενες λοιμώξεις με άλλες παραλλαγές του κορωνοϊού.
Δεν έχει επιβεβαιωθεί επίσης πως η παραλλαγή όμικρον μπορεί να προκαλέσει σοβαρότερα συμπτώματα στα παιδιά, σε σύγκριση με τις προηγούμενες παραλλαγές. Αλλά κοιτώντας τα στοιχεία από τις εισαγωγές, τα περισσότερα παιδιά που εισάγονται στο νοσοκομείο δεν νοσούν τόσο σοβαρά όσο αυτά που εισήχθησαν κατά τα προηγούμενα κύματα.»
Τι γνωρίζουμε όμως για τον αριθμό των εισαγωγών, την ένταση και τη διάρκεια της νοσηλείας των παιδιών που κόλλησαν την όμικρον;
Μια ανάλυση από περίπου 140 νοσοκομεία σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο, δείχνει ότι από όσους νοσηλεύτηκαν με όμικρον και ήταν ηλικίας κάτω των 17 ετών, περίπου το 42% ήταν ηλικίας κάτω του 1 έτους, σε σύγκριση με το 30% κατά τα προηγούμενα κύματα (στοιχεία από Isaric/Co-CIN study/SΑGE https://assets.publishing.service.gov.uk/…/S1483_CO-CIN…). Το 42% αναφέρεται σε εισαγωγές από μέσα Δεκέμβρη μέχρι και μέσα Ιανουαρίου. Όπως και στην Ν. Αφρική, έτσι και στο Ηνωμένο Βασίλειο παρατήρησαν πως τα παιδιά που νοσηλευτήκαν χρειάστηκαν οξυγόνο λιγότερο συχνά σε σύγκριση με τα παιδιά που είχαν κολλήσει την παραλλαγή δέλτα.
Όμως, από τα στοιχεία από την Αγγλία, επίσης μαθαίνουμε πως στην ηλικιακή ομάδα 2-17, νοσηλεύτηκαν στην εντατική 20 παιδιά που όλα ήταν ανεμβολίαστα.
Οι παιδιατρικές εισαγωγές στην Αγγλία είχαν μικρότερη διάρκεια νοσηλείας (λιγότερο από δύο ημέρες κατά μέσο όρο) σε σύγκριση, για παράδειγμα, με το πρώτο κύμα που τα παιδιά νοσηλεύονταν για περίπου μια εβδομάδα. Επίσης, στοιχεία του NHS England, που ανέλυσαν περίπου 50 περιπτώσεων βρεφών που εισήχθησαν με κορωνοϊό, δείχνουν πως λίγες φορές χρειάστηκε οξυγόνο. Για παράδειγμα, μόνο το 11% των παιδιών κάτω του 1 έτους χρειάστηκαν οξυγόνο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στα προηγούμενα κύματα ήταν γύρω στο 20%.
Στην πραγματικότητα, πάνω από τα μισά βρέφη έμειναν στο νοσοκομείο για να παρακολουθήσουν την πορεία τους και δεν χρειάστηκαν καθόλου θεραπεία.
Οι οδηγίες για την εισαγωγή κάποιου στο νοσοκομείου είναι διαφορετικές ανά ηλικία, και πως διαφέρουν για τα βρέφη με πυρετό. Οπότε να μην ξεχνάμε πως όταν μιλάμε για αυξημένες εισαγωγές πρέπει να συγκρίνουμε και την συμπτωματολογία, και την διάρκεια νοσηλείας αλλά και το εάν χρειάστηκαν θεραπεία. Για την ώρα τα στοιχεία από την Αγγλία για τα πολύ μικρά παιδιά, δείχνουν μια ήπια συμπτωματολογία, με κάποιο ίσως πυρετό και βήχα.
«Για παράδειγμα ας δούμε τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV) ένα πολύ κοινό ιό που προσβάλει πολλά παιδιά βρεφικής και παιδικής ηλικίας. Ο ιός αυτός μπορεί να προκαλέσει υψηλότερα ποσοστά εισαγωγών στα παιδιά κάτω των 5 ετών, εάν τα συγκρίνουμε με τα ποσοστά εισαγωγών που προκαλεί επί του παρόντος η όμικρον στην Αγγλία σε αυτή την ηλικιακή ομάδα.
Η εικόνα που έχουμε για τις ήπιες λοιμώξεις στα παιδιά είναι διαφορετική στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Εκεί, έχει καταγραφεί ένας σχετικά υψηλότερος αριθμός εισαγωγών παιδιών και ειδικότερα σε αυτά κάτω των 4 ετών, σε σύγκριση με τα προηγούμενα κύματα. (https://health.ny.gov/…/pediatric_covid-19…. pdf).
Η προκαταρκτική υγειονομική έκθεση αναφέρει ότι «η πιθανώς αυξημένη σοβαρότητα της παραλλαγής όμικρον μπορεί επίσης να παίζει ρόλο στην αύξηση των ποσοστών νοσηλειών στα παιδιά ≤11 ετών, σε σχέση με τους ενήλικες και τα παιδιά 12-17 ετών».
Ωστόσο, μέχρι στιγμής αυτή η ανάλυση βασίζεται μόνο στις συνολικές εισαγωγές, όχι στο πόσα παιδιά χρειάστηκαν θεραπευτικές παρεμβάσεις, όπως για παράδειγμα αναπνευστική υποστήριξη.»
Σύμφωνα με στοιχεία από μια πρόσφατη μετα-ανάλυση με αντικείμενο το μακροχρόνιο σύνδρομο COVID (doi.org/10.1016/j.bbi.2021.12.020), φαίνεται πως τα παιδιά εάν νοσήσουν, έχουν μακροχρόνια μικρότερες επιπτώσεις όσον αφορά στην κόπωση σε σύγκριση με τους ενήλικες. Επίσης, φαίνεται πως δεν υπήρχε σημαντική επίπτωση της λοιμωξης σε γνωστικό επίπεδο στα παιδιά που νόσησαν (ενώ υπήρξε στους ενήλικες).
«Είναι σημαντικό τέλος να θυμόμαστε πως τα εμβόλια είναι ασφαλή για τις έγκυες και τις θηλάζουσες μητέρες και πως έχουμε στοιχεία πως τα αντισώματα περνάνε στα βρέφη και μέσω του θηλασμού. Ας προσπαθήσουμε όλοι να προστατεύσουμε ενεργά τους δικούς μας ανθρώπους, όλων των ηλικιών» καταλήγει ο καθηγητής Μόσιαλος.