Πρόθυμοι να κάνουν το εμβόλιο είναι όλο και περισσότεροι πολίτες, όπως προκύπτει από τα ευρήματα νέας έρευνα της διαΝΕΟσις, σε συνεργασία με την εταιρεία δημοσκοπήσεων Metron Analysis, που καταγράφει τις στάσεις και τις απόψεις των Ελλήνων, στο διάστημα 5-14 Οκτωβρίου 2021, για τους εμβολιασμούς και τις συνέπειες της πανδημίας στις ζωές τους.
Σύμφωνα με τον διευθυντή περιεχομένου της διαΝΕΟσις, Θοδωρή Γεωργακόπουλο, ποσοστό 77% του δείγματος της έρευνας (που περιλαμβάνει μόνο πολίτες ηλικίας άνω των 17 που μιλούν ελληνικά) δηλώνουν ότι έχουν κάνει έστω και μία δόση του εμβολίου (από 39% τον Μάιο του 2021) ενώ το 75% είναι πλήρως εμβολιασμένοι. Ποσοστό 81% των εμβολιασμένων δηλώνουν ότι θα κάνουν και την επαναληπτική (ή “αναμνηστική” όπως αναφέρεται συχνά) δόση του εμβολίου όταν τους δοθεί η δυνατότητα. Είναι ενδιαφέρον ότι το ποσοστό των πρόθυμων να κάνουν την επαναληπτική δόση είναι πολύ υψηλό σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες -συμπεριλαμβανομένων των 17-24 (77%). Σημειώνεται ότι την περίοδο που έτρεξε η έρευνα, ποσοστό 9% των Ελλήνων δήλωναν πως έχουν νοσήσει με Covid (από 6% το Μάιο του 2021).
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η στάση των Ελλήνων ως προς τον εμβολιασμό των παιδιών. Τον Μάιο του 2021, λίγο πριν ο ΕΜΑ εγκρίνει τη χρήση του εμβολίου για τα παιδιά ηλικίας 12 ετών και άνω στην Ευρώπη, ποσοστό 58,1% των Ελλήνων γονέων δήλωναν πως δεν θα εμβολίαζαν τα παιδιά τους. Σήμερα, όμως, 6 στους 10 γονείς παιδιών ηλικίας άνω των 12 ετών δηλώνουν ότι τα παιδιά τους είτε έχουν ήδη εμβολιαστεί (38%) είτε ότι πρόκειται να εμβολιαστούν (20%). Την ίδια στιγμή, από τους γονείς παιδιών ηλικίας κάτω των 12, μόνο 1 στους 3 δηλώνουν ότι τα παιδιά τους θα εμβολιαστούν όταν εγκριθεί το εμβόλιο και γι’ αυτά. Επίσης, 1 στους 5 δηλώνουν ότι δεν έχουν αποφασίσει ακόμη και σχεδόν οι μισοί (46%) ότι τα παιδιά τους δεν θα εμβολιαστούν. Σημειώνεται ότι το εμβόλιο για παιδιά ηλικίας 5-11 έχει εγκριθεί στις ΗΠΑ, ενώ η σχετική απόφαση του ΕΜΑ για τις χώρες της ΕΕ αναμένεται τις επόμενες εβδομάδες.
Από την έρευνα προκύπτει ότι το ποσοστό των εμβολιασμένων αυξάνεται ανάλογα με την ηλικία και με το μορφωτικό επίπεδο, ενώ χαμηλότερα του 65% ποσοστά εμβολιασμού εμφανίζουν μόνο οι αγρότες, οι άνεργοι, όσοι δηλώνουν επάγγελμα “οικιακά” και όσοι ζουν σε περιοχές με λιγότερους από 2000 κατοίκους. Από αυτούς που έχουν εμβολιαστεί, το 58% δηλώνουν ότι το αποφάσισαν μόνοι ή μόνες, ενώ 1 στους 4 δηλώνουν πως παρακινήθηκαν από το γιατρό τους. Εξάλλου, 1 στους 4 εμβολιασμένους δηλώνουν πως στην αρχή είχαν αποφασίσει να μην εμβολιαστούν, αλλά στη συνέχεια άλλαξαν γνώμη. Αντίστοιχα στους ανεμβολίαστους (που είναι το 23% του συνόλου), ίδιο ποσοστό (58%) δηλώνουν πως μόνοι ή μόνες αποφάσισαν να μην εμβολιαστούν. 1 στους 5 λένε ότι επηρεάστηκαν “από όσα έχουν διαβάσει ή ακούσει” και μόνο 1 στους 10 επειδή παρακινήθηκαν να μην εμβολιαστούν από το γιατρό τους. Από αυτό το 23%, πάντως, περίπου οι μισοί δηλώνουν ότι εξαρχής είχαν αποφασίσει να μην εμβολιαστούν, ενώ οι άλλοι μισοί ότι σκόπευαν να εμβολιαστούν, και άλλαξαν γνώμη.
Περισσότεροι από τους μισούς ανεμβολίαστους δηλώνουν σήμερα ότι δεν θα εμβολιαστούν (“μάλλον όχι” και “σίγουρα όχι”). Πρόκειται για το 15% του συνολικού δείγματος. Όταν, δε, ρωτήθηκαν αν θα εμβολιαστούν εφόσον ο εμβολιασμός γίνει υποχρεωτικός για όλους, το 41% των ανεμβολίαστων (ένα ποσοστό που αντιστοιχεί σε περίπου 800.000 πολίτες) δήλωσαν πως όχι.
Αναφορικά με την υποχρεωτικότητα και τα δικαιώματα εμβολιασμένων/ανεμβολίαστων στην κοινωνία, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών είναι υπέρ της υποχρεωτικότητας για κάποιες ομάδες του πληθυσμού. 7 στους 10 πολίτες πιστεύουν ότι ο εμβολιασμός πρέπει να είναι υποχρεωτικός για τους εκπαιδευτικούς, άλλοι 7 στους 10 πιστεύουν το ίδιο και για τους ένστολους, ενώ 3 στους 4 πιστεύουν ότι πρέπει να είναι υποχρεωτικός για τους υγειονομικούς. Ωστόσο, μόνο λίγο περισσότεροι από τους μισούς -στο συνολικό δείγμα- πιστεύουν ότι ο εμβολιασμός πρέπει να είναι υποχρεωτικός για όλους τους πολίτες. 7 στους 10 εμβολιασμένους πιστεύουν ότι οι ανεμβολίαστοι συμπολίτες τους “δεν είναι καλά πληροφορημένοι” και ότι “υπάρχουν επιτήδειοι που συνειδητά τους παραπλανούν”. 6 στους 10 υποστηρίζουν ότι “η συμπεριφορά τους είναι αντικοινωνική” και 4 στους 10 ότι “είναι επικίνδυνοι και τους αποφεύγουν”. Ταυτόχρονα, όμως, 7 στους 10 εμβολιασμένους πιστεύουν ότι το να μην εμβολιαστούν οι ανεμβολίαστοι “είναι δικαίωμά τους”. Σημειώνεται ότι οι μισοί Έλληνες πιστεύουν ότι κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να ζητά υπηρεσίες μόνο από εμβολιασμένους -οι άλλοι μισοί διαφωνούν.
Επιστροφή στην κανονική καθημερινότητα
Την ίδια ώρα μια μορφή κανονικής καθημερινότητας εξελίσσεται πλέον, σε ορισμένες πτυχές της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με την έρευνα, το 83% των εργαζομένων δουλεύουν, πια, κανονικά στο χώρο εργασίας τους και μόνο το 10% εργάζονται πλέον με τηλεργασία. Σημειώνεται ότι τον Απρίλιο του 2020 μόνο 1 στους 4 Έλληνες εργαζόταν κανονικά στο χώρο εργασίας του – άλλος 1 στους 4 εργαζόταν με τηλεργασία και οι υπόλοιποι βρίσκονταν σε κάποια μορφή αναστολής εργασίας ή άδειας.
Από τα επιμέρους ευρήματα προκύπτει ότι οι Έλληνες πολίτες είναι μοιρασμένοι σε δυο κατηγορίες: οι μισοί πιστεύουν ότι η χώρα μας πηγαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ οι υπόλοιποι πιστεύουν το αντίθετο. Ωστόσο, δεν είναι το ίδιο μοιρασμένες όλες οι υποομάδες του πληθυσμού. Ένας σημαντικός παράγοντας που διαφοροποιεί το αποτέλεσμα είναι η ηλικία: οι πολίτες ηλικίας άνω των 65 που πιστεύουν ότι πάμε προς την σωστή κατεύθυνση είναι υπερδιπλάσιοι από τους συνομηλίκους τους που πιστεύουν το αντίθετο. Στις ηλικίες 17-39, όμως, τα ποσοστά είναι ακριβώς ανάποδα. Η στάση των νεότερων είναι γενικά πιο απαισιόδοξη για σχεδόν όλα τα θέματα της πανδημίας, κάτι που επιβεβαιώνεται και από άλλες έρευνες και για άλλα θέματα, και αξίζει περαιτέρω διερεύνησης. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι οι μισοί εμβολιασμένοι πολίτες πιστεύουν ότι πάμε προς τη σωστή κατεύθυνση, ενώ 7 στους 10 ανεμβολίαστους πιστεύουν ότι πηγαίνουμε προς την λάθος.
Κυρίαρχα συναισθήματα στους Έλληνες, σύμφωνα με την έρευνα, παραμένουν σταθερά η αβεβαιότητα (40%) και η ανασφάλεια (31%) και τελευταία η ντροπή (7%) και η αυτοπεποίθηση (5%). Γενικά, όπως έχει φανεί και από τις προηγούμενες έρευνες, η πλειοψηφία των Ελλήνων αντιμετωπίζουν το φαινόμενο ως κάτι σημαντικό -από την αρχή της κρίσης, κιόλας, με τις απαντήσεις τους δείχνουν ότι παίρνουν την απειλή στα σοβαρά. Σταθερά 3 στους 4 πιστεύουν ότι η Covid-19 αποτελεί μια “σοβαρή απειλή” για την υγεία τους, ενώ μόνο 1 στους 5 νομίζουν ότι πρόκειται για μια “συνηθισμένη απλή ασθένεια”. Ποσοστό 13,5% των εμβολιασμένων πιστεύουν ότι είναι “μια απλή ασθένεια” – αλλά το αντίστοιχο ποσοστό στους ανεμβολίαστους είναι 51,2%.
Σύμφωνα με την έρευνα, ο ρεαλισμός της στάσης τους έχει προέλθει και από την διάψευση των προσδοκιών που είχαν στα πρώτα στάδια της πανδημίας, για μια γρήγορη επάνοδο στην κανονικότητα. Σημειώνεται, ότι στην αρχή της κρίσης, τον Απρίλιο του 2020, η πλειοψηφία των Ελλήνων πίστευαν ότι θα έχουμε επανέλθει σε μια “φυσιολογική καθημερινότητα” μέχρι το Σεπτέμβριο του 2020. Πλέον οι μισοί Έλληνες (47%) θεωρούν ότι θα επανέλθουμε σε μια “φυσιολογική καθημερινότητα” μετά από το 2022.
Ποσοστό 65% των Ελλήνων θεωρούν “πολύ” ή “αρκετά πιθανό” νέες μεταλλάξεις να οδηγήσουν σε νέα επιβάρυνση της πανδημίας στο μέλλον. Προς το παρόν, περίπου 2 στους 3 Έλληνες θεωρούν “όχι και τόσο πιθανό” ή “καθόλου πιθανό” να οδηγηθούμε ξανά σε σε lockdown (ωστόσο, σχεδόν οι μισοί ανεμβολίαστοι πολίτες θεωρούν, αντίθετα, ότι θα οδηγηθούμε). Ταυτόχρονα, όμως, 2 στους 3 Έλληνες πιστεύουν ότι “τα χειρότερα έχουν περάσει”, και μόνο 1 στους 4 θεωρούν ότι “έρχονται δυσκολότερες ημέρες”. Τα αποτελέσματα σε αυτή την ερώτηση είναι πάνω-κάτω παρόμοια ανεξαρτήτως ηλικίας και σχεδόν ίδια για εμβολιασμένους και μη.
Στην έρευνα προστέθηκαν και μια σειρά από ερωτήσεις για την ψυχική και τη σωματική υγεία των Ελλήνων σε αυτή την περίοδο -σε σύγκριση μάλιστα με αντίστοιχα στοιχεία από την προ-πανδημίας περίοδο. Μεταξύ άλλων, σήμερα 1 στους 4 Έλληνες και Ελληνίδες δηλώνουν πως τους τελευταίους 12 μήνες αντιμετώπισαν αγχώδεις διαταραχές (κρίσεις πανικού, άγχος) και 1 στους 10 ότι είχαν κατάθλιψη. 1 στους 5 ότι είχαν διαταραχές στον ύπνο τους και επίσης 1 στους 5 ότι αισθάνθηκαν μελαγχολία, κατάθλιψη ή απελπισία -ένα ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από αυτό που εμφανίστηκε σε αντίστοιχη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ από το 2019. Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 17-24 που δηλώνουν πως αισθάνθηκαν μελαγχολία, κατάθλιψη ή απελπισία τον τελευταίο χρόνο φτάνει το 44%.
ΑΠΕ-ΜΠΕ