Πριν κάνουμε παιδιά, ο σκύλος μας, το αγαπημένο μας Σπάνιελ, ήταν το μονάκριβό μας μωρό. Το υιοθετήσαμε από τη Φιλοζωική, το ονομάσαμε Μπλακ, γιατί ήταν κατάμαυρο και το λατρέψαμε όσο τίποτα άλλο.
Τρία χρόνια αργότερα, γεννήθηκε η κόρη μας. Τον επόμενο χρόνο, εν μέσω μετακομίσεων σε καινούριο σπίτι, καλωσορίσαμε και τον γιο μας στην οικογένεια. Έκτοτε, τα πράγματα πήραν μια διαφορετική τροπή και οι καταστάσεις άλλαξαν χωρίς να το καταλάβουμε. Ξεκίνησαν τα πάρτι γενεθλίων, οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, οι προσχολικές δραστηριότητες, τα εκτός προγράμματος events παντός τύπου. Κάπως έτσι, αρχίσαμε να ζούμε μια εντελώς καινούρια ζωή. Ο Μπλακ ήταν φυσικά πάντα μαζί μας. Ίσως όχι τόσο στο προσκήνιο, όσο στα πρώτα χρόνια μετά την υιοθεσία του.
Πριν κάνουν την εμφάνισή τους τα παιδιά μας, εγώ κι ο άντρας μου δεν τον αφήναμε απ’τα μάτια μας. Δεν εννοώ σε καμία περίπτωση ότι τον εγκαταλείψαμε, απλά δεν ήταν πια η προτεραιότητά μας. Αυτό που προείχε ήταν το φαγητό των παιδιών, το διάβασμά τους, το παιχνίδι τους και φυσικά η ανατροφή τους. Ακόμα κι η καθημερινή βόλτα του, είχε γίνει βραχνάς, γιατί λόγω παιδιών δεν ήμασταν ξεκούραστοι όπως παλιά. Συχνά, μέσα στον πανικό της ημέρας, συνειδητοποιούσαμε ότι δεν του είχαμε βάλει βραδινό φαγητό. Ή ότι δεν τον είχαμε πάει εγκαίρως στον κτηνίατρο.
Ωστόσο, παρόλο που ουσιαστικά τον είχαμε αφήσει στην άκρη, ο ίδιος ποτέ δε μας εγκατέλειψε. Πάντα ήταν εκεί, δίπλα μας, όπως την πρώτη μέρα. Τον είχα πάντα στο πλευρό μου, να πηδάει στο αυτοκίνητο και να με βοηθάει να πάρω τα παιδιά απ’το σχολείο. Να κάθεται υπομονετικά κάτω απ’το τραπέζι, περιμένοντας να τον ταΐσουν τα μικρά λιχουδιές. Να εισβάλλει αιφνιδιαστικά στα φωτογραφικά μας πλάνα σαν να λέει “είμαι κι εγώ εδώ”. Και τα βράδια, όλα τα βράδια, να κουλουριάζεται στα πόδια μας.
Και όλα αυτά, χωρίς να ζητάει τίποτα.
Άλλωστε, ο Μπλακ ήταν και είναι ο πιο εύκολος και αξιαγάπητος σκύλος του κόσμου.
Προτιμά να σκάσει το νεφρό του, παρά να λερώσει το σπίτι. Υπομένει αδιαμαρτύρητα τα γνωστά παιδικά “βασανιστήρια”:
Ο γιος μου κι η κόρη μου του τραβάνε την ουρά ή τα αυτιά πάνω στο παιχνίδι.
Αντέχει τους όχι και τόσο μελωδικούς ήχους της κιθάρας, όταν μελετάνε στο σπίτι.
Όλα άλλαξαν μέσα μου, όταν πήγαμε μια εβδομαδιαία εκδρομή κι αποφασίσαμε να τον πάρουμε μαζί μας. Στα 12 του πλέον, δυσκολευόταν να πηδήξει μέσα στο νοικιασμένο αυτοκίνητό μας. Ωστόσο, παρόλο που λαχάνιαζε αμέσως, ήταν τόσο χαρούμενος που βρισκόταν ανάμεσά μας, που έκανε διαρκώς χαριτωμένες τρέλες.
Τότε ακριβώς συνειδητοποίησα πως, ναι, ο σκύλος μας ήταν ακόμα εκεί για μας. Υπήρξα ο χειρότερος γονιός γι’αυτόν τα τελευταία χρόνια.
Ένιωσα τρομερές τύψεις και εκείνη τη στιγμή αποφάσισα να αναπληρώσω τον χαμένο χρόνο μαζί του. Στις διακοπές, δεν τον αφήσαμε καθόλου στο δωμάτιο. Τον είχαμε διαρκώς πλάι μας στις βόλτες μας – από τους πρωινούς τουριστικούς περιπάτους μας μέχρι τις βραδινές εξόδους μας. Ακόμα κι όταν αγόρασα δώρα για τα παιδιά μου, έκανα έκπληξη και στον Μπλακ ένα σακουλάκι λαχταριστές λιχουδιές.
Έχω πραγματικά μετανιώσει που παραμέλησα το σκύλο μου. Είναι ένα πολύ σημαντικό μέλος της οικογένειάς μας και έπρεπε να τον προσέχω όσο τα παιδιά μου. Είμαι σίγουρη, πως, αν μπορούσε να μιλήσει, θα είχε πολλά να μας πει. Κυρίως, πως, παρ’ όλες τις παραλείψεις μας, αυτός εξακολουθεί να μας λατρεύει. Άλλωστε μια, γεμάτη αγάπη, ματιά του είναι αρκετή, για να καταλάβουμε όλοι μας, πόσο πολύ μας χρειάζεται.
Πόσο πολύ θέλει να είναι κι αυτός ισότιμο μέλος της οικογένειάς μας…
Γράφει η Δέσποινα Λαδά