Εδώ και τρία χρόνια, μείναμε οι δυο μας στο σπίτι.Tα καταφέρνουμε καλά κι ας είμαστε μόνες. Κι ας είναι τα δωμάτια ακατάστατα, με παπούτσια και ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί και φλούδες πορτοκάλι στο τραπέζι της κουζίνας. Κι ας ξέχασε να ράβει ένα κουμπί και να μαγειρεύει ένα φαί της προκοπής.
«Σήμερα θα φάμε έξω» λέει κάθε Σάββατο. «Κανονικά και με επιδόρπιο» μου πετάει όταν φοράει τα παπούτσια στην εξώπορτα.
Αναζητά μόνο ανάλαφρες συζητήσεις πια και δεν αντέχει τις στενοχώριες. Μόνο τις Κυριακές πενθεί την εβδομάδα που έρχεται. Τότε, μένουμε μέσα και υποκρινόμαστε πως είναι Παρασκευή, πως τώρα αρχίζει το τριήμερο.
«Γίνεται;» τη ρωτάω.
«Στο μυαλό μας, όλα γίνονται!» μου απαντά και σουλατσάρει τραγουδώντας ξυπόλητη μέσα στο σπίτι κι ας κάνει κρύο. Μετά θα φταρνίζεται και θα γκρινιάζει.
«Φόρα κάλτσες τουλάχιστον» τη μαλώνω και υποκρίνεται πως δεν με ακούει.
Τα ίδια κάνει και με τα γλυκά. Μου ζητάει να μην την αφήνω να τα τρώει κι ας είναι αδύνατη και τελικά τα αρπάζει κρυφά από το κουτί. Το κάνει μόνο και μόνο για να τραβάει την προσοχή μου. Να έχω το μάτι μου καρφωμένο πάνω της.
Ένα βράδυ του Σεπτέμβρη, δεν είχε ύπνο.
Την είχα ακούσει νωρίτερα να κλαίει και την είδα να σκουπίζεται κρυφά με τον αγκώνα.
«Σήκω» με ξεσήκωσε, «πάμε στη θάλασσα».
«Μα είναι νύχτα» είπα.
«Δεν πειράζει. Έχει φεγγάρι, κοίτα».
Βάλαμε φόρμες, αθλητικά, μπήκαμε στο αμάξι και βρεθήκαμε στην παραλία. Η θάλασσα έκαιγε. Βουτήξαμε ελεύθερες από ρούχα, πλατσουρίζαμε και τα γέλια μας ακούγονταν μέχρι τις φωτισμένες καφετέριες. Όταν βγήκαμε από το νερό, μας περόνιασε η φθινοπωρινή ψύχρα. Τρέξαμε ξυπόλητες μέχρι το αμάξι και μπήκαμε μέσα λαχανιασμένες, με τα πόδια γεμάτα άμμο και ξεκαρδισμένες.
Σοβάρεψε απότομα.
«Να κάνεις τρέλες» μου είπε και τα μάτια της έσταζαν, «να μη σε νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι, εσύ να τις προλάβεις όλες όσες έχεις στο κεφάλι σου. Αλλιώς, δεν είναι ζωή».
Γυρίσαμε σπίτι και χωθήκαμε στο ξέστρωτο κρεβάτι.
«Έλα δίπλα μου» την άκουσα. «Να, εδώ στην αγκαλιά μου».
Σύρθηκα κοντά της και ακούμπησα στο στέρνο της που μύριζε αλμύρα.
«Πες μου μια ιστορία» είπε.
«Μα εσύ είσαι καλή σε αυτά».
«Τότε πες μου κάτι ευχάριστο».
Έψαξα στις πιο βαθιές λακκούβες του μυαλού να βρω κάτι χαριτωμένο, κάτι που θα με κάνει να ακούσω το γάργαρο γέλιο της, αλλά μάταια. Αποκοιμήθηκε περιμένοντας, ενώ ξέρω πως δεν μπορεί τις αναμονές. Την κοίταζα να ανασαίνει βαθειά. Τα καστανά μαλλιά της είχαν χυθεί στο μαξιλάρι και ήταν σαν δεκαοκτώ χρονών. Σαν εμένα.
Κράτησα το χέρι της μέσα στο δικό μου και το χάιδεψα.
«Είναι δύσκολο να σε προσέχω μαμά» μουρμούρισα και έγειρα στο μαξιλάρι.
Διαβάστε επίσης:
Αλτσχάιμερ – Μαμά, ο παππούς δεν με θυμάται πια