Ζηλεύω πολύ την 12χρονη κόρη μου.
Ειδικά αυτό τον καιρό που με πνίγει η ανασφάλεια και η αγωνία για το τι θα μας συμβεί, ζηλεύω απίστευτα τη γελαστή ψυχή της.
Ζηλεύω την απέραντη ευτυχία που μπορεί να της δώσει ένα κουτί με πολύχρωμες χάντρες, μια άδεια κατσαρόλα με λουλούδια που προσποιείται ότι τα μαγειρεύει, ένα γατάκι που θα γουργουρίσει στις γάμπες της, μια γυαλιστερή πέτρα, μια όμορφη ιστορία από τη μαμά…
Ζηλεύω, γιατί ξέρω πως αυτή η μαγική ικανότητα που διαθέτει, να αντλεί χαρά από το μηδέν – και που εγώ έχασα στο δρόμο για την εφηβεία – δεν οφείλεται στην άγνοιά της για όσα συμβαίνουν γύρω της, αλλά γιατί, ακόμα, διατηρεί ακέραια αυτή την έμφυτη ευτυχία που κουβαλάει πάνω της, έτσι απλά, σαν ένα μέρος του σώματός της, όπως τα χέρια της και τα πόδια της.
Μια ευτυχία απόλυτα αυτονόητη. Γιατί; Γιατί έτσι.
Αυτή την ευτυχία που λέει «είμαι ευτυχισμένη γιατί δεν ξέρω να είμαι αλλιώς», «είμαι ευτυχισμένη ότι κι αν γίνει», “είμαι ευτυχισμένη με τίποτα και με όλα», «έχω γεννηθεί ευτυχισμένη και οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό δεν είναι στη φύση μου».
Αυτό το ευλογημένο ταλέντο της κόρης μου, όσο κι αν το θαυμάζω, όσο κι αν το νοσταλγώ, φοβάμαι πως σιγά – σιγά θα το αφήσω στην άκρη. Θα βρω χίλιες βολικές δικαιολογίες που θα με κάνουν να το ξεχάσω.
Φοβάμαι, πως θα συνεχίσω την τρομακτική διαδοχή της μαμάς μου και θα το τσακίσω σαν αλουμινόχαρτο, θα το καλουπώσω και θα το κάνω ίσωμα με το άλλοθι «δυστυχώς έτσι λειτουργούν οι άνθρωποι, δεν θα κάνω εγώ το παιδί μου χαζοχαρούμενο». Να γιατί δεν θέλω να γίνω σαν τη μάνα μου.
Θα ξεχάσω όλα όσα έχω διαπιστώσει. Ακόμα και τις βάσιμες υποψίες μου πως η «γιατί έτσι, χαρά» δεν είναι χαρακτηριστικό της παιδικής ηλικίας, αλλά της ανθρώπινης φύσης, αλλιώς γιατί να γεννιόμαστε ευτυχισμένοι; Φοβάμαι πως θα μπω κι εγώ στον κόπο, να καλλιεργήσω με αγωνίες, θυσίες, τιμωρίες και επιβραβεύσεις, ένα σωρό άλλα ταλέντα της που έχω μάθει από τη ζωή ότι είναι σημαντικά.
Όλα αυτά δηλαδή, που έχω προγραμματίσει πως θα εξασφαλίσουν αύριο στο ανθρωπάκι μου, πλούτη, δόξα, καριέρα και έναν καλό γάμο.
Κοινώς, θα της δώσω τα εφόδια για να δημιουργήσει μία τεχνητή ευτυχία, υποβασταζόμενη σε “εάν” και “εφόσον”.
Μια επίκτητη ευημερία με λογική ηρωίνης, όπου αν για οποιοδήποτε λόγο στερηθεί τη δόση της, θα νιώσει συναισθηματικά ανάπηρη.
Όπως εγώ τώρα.
Γράφει η Αποστολία Καζάζη