Childfree – Η νέα γενιά γυναικών που δεν θέλουν να κάνουν παιδιά

“Δε θέλω να κάνω παιδιά”. Μια φράση που αναπόφευκτα θα προκαλέσει αντιδράσεις. Σπάνια κάποιος την κάνει αποδεκτή χωρίς ένα σχόλιο, την έκφραση της προσωπικής του άποψης ή έστω ένα κούνημα του κεφαλιού. Κυρίως, όταν προέρχεται από μια γυναίκα. Γιατί, ενώ η επιλογή ενός άνδρα να μη γίνει γονιός είναι πιο πιθανό να προκαλέσει ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη ή ακόμα και μια μικρή έκφραση ζήλιας, η κατάσταση για τις γυναίκες είναι εντελώς διαφορετική. “Τις γυναίκες θα τις πουν “καημένες” και θα τους επισημάνουν πόσο σημαντική είναι η εμπειρία που δείχνουν διατεθειμένες να στερηθούν, θεωρώντας δεδομένο ότι θα ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους μέσα στη μοναξιά και τη θλίψη” γράφει η Amy Blackstone, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μέιν στο βιβλίο της Childfree by Choice: The Movement Redefining Family & Creating a New Age of Independence. Κι όμως, σήμερα όλο και περισσότερες γυναίκες δηλώνουν αποφασισμένες να ζήσουν ελεύθερα, δημιουργικά και “γεμάτα” χωρίς να κάνουν παιδιά.

Χωρίς οικογένεια

Κάποτε η μητρότητα ήταν μονόδρομος, ήταν ο προορισμός κάθε υγιούς γυναίκας που έμπαινε στην αναπαραγωγική ηλικία και η μόνη αιτία για την οποία ένα ζευγάρι δεν έκανε παιδί ήταν η υπογονιμότητα. Όμως αυτό είναι κάτι που αλλάζει και μάλιστα με γρήγορους ρυθμούς. Η συνειδητή επιλογή για τη μη απόκτηση παιδιών αφορά όλο και περισσότερα ζευγάρια, ιδιαίτερα στη γενιά των millennials (όσοι έχουν γεννηθεί μετά του 1981 και του 1996). Στα άρθρα που απευθύνονται σε αυτή τη γενιά ευδοκιμούν οι όροι PANK (Professional Aunt, No Kids – “Επαγγελματίας θεία, χωρίς παιδιά”) ή DINK (Double Income, No Kids – “Διπλό εισόδημα, χωρίς παιδιά”). Ασφαλώς υπάρχουν πολλοί millennials που έχουν κάνει παιδιά και ζουν ευτυχισμένοι μαζί τους ή που δεν είχαν ποτέ αμφιβολίες για το αν θέλουν να γίνουν γονείς. Όμως οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου οι γεννήσεις έχουν φτάσει σε ιστορικό χαμηλό. Στις ΗΠΑ το ποσοστό των άτεκνων γυναικών ηλικίας 15-44 αυξήθηκε από 35% το 1976 σε σχεδόν 50% (49,8%) το 2018, ενώ, σύμφωνα με μελέτη της Στατιστικής Υπηρεσίας της Αυστραλίας, κάποια στιγμή μέσα στην επόμενη δεκαετία ο αριθμός των ζευγαριών χωρίς παιδιά θα ξεπεράσει τον αριθμό εκείνων που έχουν παιδιά.

Οι millennials αντιμετωπίζουν τον κόσμο πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι οι γονείς τους αμφισβητώντας διαρκώς κάθε συμβατική αντίληψη που θεωρούνταν δεδομένη στο παρελθόν. Κι αυτό είναι λογικό, μιας και ζουν σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο. Οι περισσότεροι, αν και διανύουν την τρίτη ή την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους, έχουν ήδη πολλά χρέη, ενώ ακόμα και όσοι δε βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα της ανεργίας έχουν ελάχιστες ελπίδες οι επαγγελματικές και οι οικονομικές συνθήκες να βελτιωθούν σημαντικά στο μέλλον. Εργάζονται μέχρι αργά τη νύχτα ή/και τα Σαββατοκύριακα, υποφέρουν σε μεγάλο ποσοστό από κατάθλιψη και προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν πλανήτη που απειλείται. Μπορεί οι προηγούμενες γενιές να έζησαν μέσα σε συνθήκες πολέμου ή ακραίας φτώχειας και, παρ’ όλα αυτά, να μεγάλωσαν τις οικογένειές τους, όμως οι millennials έχουν μια σημαντική διαφορά: Αντίθετα με τους γονείς και τους παππούδες τους, δεν τρέφουν ιδιαίτερες ελπίδες ότι στο μέλλον όλα θα είναι καλύτερα. Για την ακρίβεια, εκτιμούν ότι οι πιθανότητες είναι όλα να γίνουν χειρότερα. Πρόκειται πιθανότατα για την πρώτη γενιά ανθρώπων στην ιστορία που δεν μπορούν να υποθέσουν με σχετική βεβαιότητα ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν καλύτερα από τους ίδιους.

Childfree vs childless

Στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία πλέον γίνεται σαφής διαχωρισμός ανάμεσα σε κάποιον που είναι “childfree” και σ’ αυτόν που είναι “childless”, με τον πρώτο όρο να αναφέρεται στην έλλειψη παιδιών από επιλογή και όχι επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα, όπως υπονοεί ο δεύτερος.

“Πολλές φορές, όταν με ρωτούν αν θα κάνω παιδί, προτιμώ να απαντάω: “Δεν είμαι σίγουρη” ή “Δεν ξέρω ακόμα”” λέει η Αντιγόνη, που ανήκει στην κατηγορία των childfree από άποψη. “Έχω διαπιστώσει ότι μια τέτοια φράση προκαλεί λιγότερο σοκαριστική έκφραση στο πρόσωπο του συνομιλητή μου απ’ ό,τι αν του πω την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι κάτι που δε θέλω και που ποτέ δε θέλησα στη ζωή μου. “Προς το παρόν όχι” λέω σαν να μην ήμουν σε όλη τη ζωή μου απόλυτα σίγουρη ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει ούτε στο μέλλον. “Δεν πειράζει, θα αλλάξεις γνώμη” μου απαντάνε συνήθως. Αυτό που στην πραγματικότητα θέλω να τους πω είναι κάτι εντελώς διαφορετικό! Γιατί ρωτάνε εμένα για ποιο λόγο δε θέλω να κάνω παιδιά και δε ρωτάνε όσες έχουν σκοπό να κάνουν γιατί θέλουν; Μπορούν να διαθέσουν όλο τον χρόνο και την ενέργεια που απαιτεί ένα παιδί; Έχουν αρκετά χρήματα για να το μεγαλώσουν; Έχουν αναλογιστεί πόσο θα επιβαρύνει τον πλανήτη η επιλογή αυτή; Γιατί εξακολουθεί να είναι ταμπού κάτι που τελικά είναι απλώς μια δική μου απόφαση;”.

Όσο ακραία κι αν δείχνει η τοποθέτηση της Αντιγόνης, οι έρευνες συμφωνούν ως έναν βαθμό μαζί της. Έρευνα του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας με επικεφαλής τη Sonja Lyubomirsky έδειξε ότι όσοι δεν έχουν παιδιά δηλώνουν μεγαλύτερο ποσοστό ικανοποίησης από τη ζωή σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που έχουν γίνει γονείς, εκτιμώντας πως η ανταμοιβή της μητρότητας και της πατρότητας έχει τελικά πολύ μικρότερη αξία από τα καθημερινά προβλήματα που πάνε πακέτο με την ανατροφή ενός παιδιού.

“Η σκέψη της απόκτησης ενός παιδιού είναι μια αληθινή πηγή άγχους γιατί είναι από τις αποφάσεις που αλλάζουν δραματικά τη ζωή ενός ανθρώπου” λέει η ψυχολόγος Γεωργία Χριστίνα Κανελλοπούλου. “Υπάρχουν πολλοί λόγοι να στρεσάρεται ένα ζευγάρι μπροστά στο ενδεχόμενο να κάνει παιδιά. Τα παιδιά απαιτούν υπερβολικά πολύ χρόνο και προσοχή, έχουν εξωφρενικά έξοδα και αλλάζουν τη ζωή των γονιών με τρόπους που δεν έχουν καν φανταστεί. Αυτή η αίσθηση ότι η γέννηση ενός μωρού σηματοδοτεί το τέλος της εποχής του “εγώ” ή και του “εμείς οι δύο” –σε ό,τι αφορά το ζευγάρι– μπορεί να είναι τρομακτική”.

Οι έρευνες επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι τα παιδιά –ιδιαίτερα σε μικρές ηλικίες– είναι εξαιρετικά πιθανό να πλήξουν αν όχι για πάντα, σίγουρα προσωρινά τη σχέση του ζευγαριού, κάτι που οδηγεί σε μικρότερη συνολική ικανοποίηση από τη ζωή, μιας και η σχέση ανάμεσα στους συντρόφους είναι ένας από τους πλέον σημαντικούς δείκτες για τη συνολική ικανοποίηση ενός ατόμου. Ακόμα όμως κι αν δεχτούμε ότι ο ερχομός ενός παιδιού δε θα φέρει τριγμούς στη σχέση, αυτό δε σημαίνει ότι θα είναι λιγότερο ευτυχισμένοι όσοι επιλέξουν να διαθέτουν τα χρήματα που θα κόστιζε ο τοκετός, ο βρεφονηπιακός σταθμός και τα μαθήματα καράτε για να κάνουν ένα εξωτικό ταξίδι τον χρόνο.

Ο ρόλος του κοινωνικού περίγυρου

“Συχνά είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς ανάμεσα στη βιολογική ανάγκη να γίνει κάποιος γονιός, τη μόνιμη πίεση που του ασκείται από τον κοινωνικό περίγυρο και την επιθυμία του να κάνει ένα παιδί” σημειώνει η ψυχολόγος. “Όμως έχει έρθει ο καιρός να αποδεχτούμε ότι δεν υπάρχει πλέον ένας συγκεκριμένος ορισμός για την οικογένεια. Υπάρχουν ανύπαντρα ζευγάρια με παιδιά, ζευγάρια nonbinary ή LGBTQ+ με ή χωρίς παιδιά, γονείς που δεν έχουν παντρευτεί ή που ζουν σε διαφορετικά σπίτια κι όλα αυτά –μαζί με πολλά άλλα– είναι απολύτως αποδεκτά είδη οικογένειας.

Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να υπάρχει η πολύ διαδεδομένη αντίληψη ότι τα παιδιά ολοκληρώνουν μια γυναίκα και ότι όποια επιλέξει να μην αποκτήσει είναι βέβαιο ότι θα το μετανιώσει κάποια στιγμή. Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να αποδειχτεί”. Επιπλέον, η συγκεκριμένη επιλογή δε σημαίνει ότι η γυναίκα αυτή δεν αγαπάει τα παιδιά, ότι δεν είναι διατεθειμένη να βοηθήσει έμπρακτα στην ανατροφή των παιδιών που ίσως έχει ο σύντροφός της από άλλη σχέση ή ότι δε χαίρεται να αφιερώνει χρόνο στα παιδιά των φίλων της. Σημαίνει απλά ότι έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο τίτλος της “μαμάς” είναι πολύ σημαντικός και τιμητικός για μια γυναίκα, όμως σίγουρα δεν είναι ο μοναδικός που μπορεί να κατακτήσει στη ζωή της. Την επόμενη φορά λοιπόν που θα σκεφτείς να ρωτήσεις μια γυναίκα γιατί δε θέλει να γίνει μάνα ή γιατί δεν έγινε ακόμα, απλά άλλαξε την ερώτηση σε “Τι σε κάνει ευτυχισμένη στη ζωή σου;”.

Γράφει η Ελένη Καραγιάννηmadamefigaro.gr

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network