«Αφήστε τις γυναίκες να διαβάσουν και να σταθούν στα πόδια τους». Με αυτά τα λόγια η 31χρονη Μελέκ Ιπέκ, που συγκλόνισε με την ιστορία της ολόκληρο τον κόσμο, παίρνει ξανά πίσω την ζωή της.
Η μητέρα δύο παιδιών από την Τουρκία, που βρέθηκε στην φυλακή για 108 μέρες αφού είχε σκοτώσει τον βιαστή και βασανιστή σύζυγό της, έδωσε εξετάσεις για να περάσει στη σχολή που πάντοτε ήθελε και να σπουδάσει Μαθηματικά.
«Ακόμα κι αν δεν περάσω φέτος, θα ξαναδώσω του χρόνου. Ήρθα στις εξετάσεις με την μικρή μου κόρη. Με υποστηρίζει. Ελπίζω να την ξαναφέρω εδώ. Όνειρό μου είναι κάποτε να γίνω καθηγήτρια μαθηματικών», δήλωσε η ίδια.
Η ιστορία της Μελέκ
Στην Τουρκία, ακόμη και στα πιο «πολιτισμένα» μέρη της, το συζυγικό ξύλο δεν είναι κοινό μυστικό. Δεν είναι καν είδηση. Είναι πραγματικότητα αφομοιωμένη, αποδεκτή, σχεδόν καθόλου ντροπιαστική.
Η αθώωσή της από το Ποινικό Δικαστήριο της Αττάλειας, μετά από 4 μήνες φυλάκισης, για τη δολοφονία του ανθρώπου που την κακοποιούσε –σωματικά, λεκτικά, σεξουαλικά– για περισσότερα από 12 χρόνια ίσως είναι μια αλλαγή.
Οι 19 σελίδες της κατάθεσής της αρχικά κρίθηκαν λίγες για να περιγράφουν τα βασανιστήρια της 31χρονης όλα τα προηγούμενα χρόνια. Βιασμοί, ξυλοδαρμοί, ταπεινώσεις, όλα χώρεσαν σ’ εκείνα τα λίγα χαρτιά και παρά την επιμονή των δικηγόρων της οικογένειας του Ραμαζάν κρίθηκαν αρκετά για να αθωώσουν την Ιπέκ.
Παρακάτω ακολουθεί η μετάφραση από τα τουρκικά του πιο συγκλονιστικού σημείου της κατάθεσης της Μελέκ Ιπέκ. Είχαν προηγηθεί οι αγορεύσεις των δικηγόρων του συζύγου της, Ραμαζάν, που επιχειρούσαν να καταρρίψουν το επιχείρημα της νόμιμης αυτοάμυνας και να αναγκάσουν το δικαστήριο να προσθέσει τη λέξη «σκόπιμα» στην περιγραφή του αδικήματός της.
«Ποτέ, ποτέ δεν ήθελα να φτάσουμε εδώ. Να γίνει έτσι. Για 14 χρόνια παρακαλούσα όλο αυτό να τελειώσει ήσυχα. Με κάποιον τρόπο. Με έναν τρόπο να τελειώσει. Εκείνη η μέρα ήταν διαφορετική. Με είχε δείρει και εκείνη τη μέρα. Αν η σφαίρα δεν είχε καρφωθεί στο παράθυρο, δεν θα μιλούσαμε τώρα. Θα ήμουν νεκρή εγώ. Με είχε δέσει με χειροπέδες στο μπάνιο εκείνη την ημέρα. Δεν μπορούσα να ακούσω τις φωνές των παιδιών μου. Νόμιζα πια ότι ήταν και εκείνες νεκρές (σ.σ.: η Μελέκ και ο Ραμαζάν είχαν αποκτήσει δύο κόρες, αμφότερες ανήλικες). Όλη εκείνη την ώρα παρακαλούσα τον Θεό. Παρακαλούσα να μη με δοκιμάσει με τον πόνο τού να αντικρίσω τα παιδιά μου νεκρά. Προσευχόμουν με όλη μου τη δύναμη. “Θεέ μου, μη μου δείξεις τα παιδιά μου νεκρά!”. Όταν άκουσα τις φωνές τους μετά από ώρα πήρα δύναμη. Χάρηκα. Ξέχασα όλα όσα μου είχε κάνει. Τον παρακάλεσα να μη μη σκοτώσει. Του το είπα: ότι για 14 χρόνια προσευχόμουν να βγει από τη ζωή μου ήσυχα. Παλιά, πριν ακόμη γεννηθούν τα παιδιά, είχα προσπαθήσει να αυτοκτονήσω. Ούτε θέλησα ποτέ να τον σκοτώσω, ούτε καν ευχήθηκα για τον θάνατό του. Μέχρι το τέλος έκανα υπομονή. Ήλπιζα ότι θα φύγει, ότι κάπως θα μας άφηνε. Λυπάμαι. Λυπάμαι που πέθανε. Λυπάμαι τόσο βαθιά που τον σκότωσα εγώ. Αλλά αν δεν είχε εκπυρσοκροτήσει το όπλο εκείνη την ημέρα, αν δεν είχε πεθάνει εκείνος, τώρα θα ήμασταν νεκρές εμείς. Σας ζητάω συγνώμη, κύριοι, πολύ! Ποτέ, ποτέ μου δεν ήθελα να γίνει έτσι. Αλλά θα σκότωνε εμένα και τα παιδιά μου. Ναι, αλήθεια είναι, όταν πήρα τηλέφωνο την αστυνομία και όταν ήρθαν να με συλλάβουν το είπα αυτό. Είπα “απόψε, εδώ, δεν θα με δείρει κανείς…”».