Έξι μήνες μετά τη νοσηλεία τους, τα περισσότερα παιδιά με πολυστημικό φλεγμονώδες σύνδρομο έχουν ξεπεράσει τα πιο σοβαρά συμπτώματα τους. Σε μερικά πάντως έχουν μείνει μια μυϊκή αδυναμία που απαιτεί φυσικοθεραπεία, καθώς και ορισμένες ψυχολογικές δυσκολίες που χρειάζονται υποστήριξη από ειδικό. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας μικρής βρετανικής επιστημονικής έρευνας, της πρώτης του είδους της διεθνώς.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον παιδίατρο-λοιμωξιολόγο Τζάστιν Πένερ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο παιδιατρικό περιοδικό “Lancet Child and Adolescent Health”, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» και τη «Γκάρντιαν», παρακολούθησαν 46 παιδιά με μέση ηλικία δέκα ετών που είχαν νοσηλευθεί στο νοσοκομείο Great Ormond Street Hospital του Λονδίνου για αυτή τη σπάνια αλλά σοβαρή πάθηση που μοιάζει με το «σύνδρομο Καβασάκι» (το οποίο εκδηλώνεται σε μικρά παιδιά έως πέντε ετών), αλλά εμφανίζεται σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας και σχετίζεται με τη λοίμωξη Covid-19. Εκτιμάται ότι πυροδοτείται από υπεραντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος ενός παιδιού στον κορονοϊό SARS-CoV-2.
Το σύνδρομο, που λέγεται στις ΗΠΑ MIS-C (Multisystem Inflammatory Syndrome in Children) και στη Βρετανία PIMS-TS (Paediatric Inflammatory Multisystem Syndrome Temporally Associated with SARS-CoV-2), συνήθως εμφανίζεται δύο έως έξι εβδομάδες μετά από μια λοίμωξη Covid-19, η οποία συχνά είναι ήπια, αλλά στη συνέχεια μπορεί να οδηγήσει το παιδί σε εισαγωγή στο νοσοκομείο με σοβαρά συμπτώματα στην καρδιά και σε άλλα όργανα.
Ένα βασικό ερώτημα που έχει εγερθεί, είναι κατά πόσο τα παιδιά που περνάνε το εν λόγω σύνδρομο, θα καταλήξουν να έχουν κάποια μόνιμη οργανική βλάβη ή άλλα μακροχρόνια προβλήματα υγείας. Η νέα μελέτη καθησυχάζει ότι τα σοβαρότερα προβλήματα στα περισσότερα παιδιά έχουν φύγει μετά από έξι μήνες.
Πολλοί παιδιατρικοί ασθενείς στη μελέτη ήταν αρκετά άρρωστοι, με συστημική φλεγμονή, συμπτώματα σε πολλαπλά όργανα (καρδιά, νεφρά, κυκλοφορικό σύστημα κ.α.), γαστρεντερικά, νευρολογικά (σύγχυση, μνήμης, παραισθήσεις, πονοκέφαλοι, μυϊκού ελέγχου, ισορροπίας κ.α.). Τα 16 από τα 46 παιδιά χρειάστηκαν υποστήριξη αναπνοής, αλλά όλα επέζησαν.
Ένα εξάμηνο μετά, μόνο ένα παιδί συνέχιζε να έχει συστημική φλεγμονή, δύο είχαν ανωμαλίες στην καρδιά τους και έξι γαστρεντερικά συμπτώματα. Τα 18 ένιωθαν κόπωση και μυϊκή αδυναμία, ενώ τα 15 είχαν συναισθηματικές δυσκολίες όπως άγχος και έντονες μεταπτώσεις της διάθεσης τους. Παραμένει ασαφές σε ποιο βαθμό για τα προβλήματα αυτά έφταιγε το ίδιο το σύνδρομο, η νοσηλεία ή άλλοι παράγοντες. Όλα πάντως τα παιδιά πλην ενός επέστρεψαν στο σχολείο, είτε δια ζώσης είτε μέσω τηλεκπαίδευσης.
Στις ΗΠΑ 3.742 παιδιά έχουν διαγνωσθεί με το συγκεκριμένο σύνδρομο μετά από νόσο Covid-19 και τα 35 έχουν πεθάνει, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC). Τα περισσότερα περιστατικά διαγνώστηκαν στο δεύτερο πανδημικό κύμα φέτος. Υπό διερεύνηση σε Βρετανία και ΗΠΑ βρίσκονται αυτοί οι παιδιατρικοί ασθενείς για να διαπιστωθεί μήπως εμφανίσουν αργότερα άλλα προβλήματα υγείας, π.χ. στα νεφρά, καθώς παραμένουν άγνωστες οι τυχόν επιπτώσεις του συγκεκριμένου παιδικού συνδρόμου σε βάθος χρόνου.
ΑΠΕ-ΜΠΕ