Ποιος θ’ αλλάξει τη λάμπα;
Τις τελευταίες μέρες παίζουμε εδώ στο σπίτι με τον 16χρονο γιό μου ένα δικό μας μπρα ντε φερ, το παιχνίδι «ποιος θ΄ αλλάξει τη λάμπα».
Όταν θέλουμε, σ’ αυτήν την ηλεκτροκινούμενη κοινωνία, να πούμε ότι καποιος είναι παντελώς ανίκανος, λέμε «δεν μπορεί ν αλλάξει ούτε μια λάμπα».
Καλά λέμε.
Εγώ με τις καμμένες λάμπες έχω τραύμα, ή μάλλον, για να το πω πιο σωστά, «εικονογραφούν» για μένα τις συνέπεις του βασικού τραύματός μου.
Αλλά και όχι μόνο του δικού μου
Παντρεύτηκα και έζησα δέκα χρόνια με έναν άντρα ο οποίος όταν καιγόταν η λάμπα φώναζε τον ηλεκτρολόγο.
Προτιμουσε να πληρώσει κερατιάτικα παρά να την αλλάξει μόνος του.
Αυτή ήταν γενικώς και η ιστορία της ζωής του, η αντίληψη ότι ΟΛΑ αγοράζονται και ΟΛΑ φτιάχνονται με τα χρήματα, κάτι που φυσικά δεν ισχύει, ή πάντως δεν πρέπει.
Το πλήρωσε, οκ, αφού δεν ήθελε να ακούσει…
Έζησα, επίσης, με έναν άλλον άντρα ο οποίος μια μέρα βγήκε από το μπάνιο και μου είπε: «κάηκε η λάμπα».
Θυμάμαι τη σκηνή σαν τώρα, πάντα τη θυμάμαι.
Σήκωσα το βλέμμα από τον υπολογιστή και τον κοίταξα με απορία.
«Και λοιπόν;», είπα.
Συνέχισε να με κοιτάει.
Και κατάλαβα ότι ζητουσε από μένα να λύσω το θέμα της καμμένης λάμπας.
Αυτουνού το θέμα είναι η επίκτητη «αναπηρία». Κάθε είδους. Μην με βρίσετε πάλι που τα λέω στα εγγλέζικα, learned helplessness, το λένε οι εγγλέζοι, που είναι μάστορες στους όρους. Κι αυτό οδηγεί στην απόλυτη εργαλειοποίηση των άλλων για να σου κάνουν τα δεκανίκια. Πρακτικά και συναισθηματικά.
Και είναι η ιστορία της δικής του ζωής…
Εγώ, από την άλλη, είμαι ο άνθρωπος που μπορεί ν’ αλλάξει όχι απλώς τη λάμπα, αλλά και και την ηλεκτρολογική εγκατάσταση του άνω Χαλανδρίου αν χρειαστεί.
Όταν, λοιπόν, αποφάσισα ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ να πάψουν να με αφορούν οι ιστορίες της ζωής των αλλων σε οποιοδήποτε επίπεδο πέραν του εκπαιδευτικού και άρχισα να κοιτάω την ιστορία της δικής μου ζωής, μέρος της οποίας είναι όλοι αυτοί οι αποπάνω αλλά κυρίως τα παιδιά μου κι εγώ, συνέβη το αυτονόητο.
Είπα, «όχι καλά μου παιδιά, δεν θα γίνετε τέτοιοι εσείς, που να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα».
——————-
– «Μαμά, κάηκε η λάμπα».
– «Ωραία». (Δεν κούνησα βλέφαρο)
Τρεις μέρες αργότερα μπαίνω στο δωμάτιό του. Σκοτάδι.
– «Κάηκε η λάμπα», είπα κι εγώ με τη σειρά μου.
– «Στο έχω πει εδώ και μέρες», απαντάει μ’ αυτή την εφηβική ξινοτσαντίλα του στιλ «δεν μ ακους, δεν με φροντίζεις».
– «Ωραία», ξαναείπα, χαμογέλασα και έφυγα.
Όχι αγάπη μου, δεν θα σου αλλάζω εγώ τη λάμπα στα 16, που να χτυπιέσαι κάτω.
Μου είπε προχθές «θα πάω να πάρω λάμπα να την αλλάξω».
Προφανώς κάπου γκρίνιαξε και του είπαν να το κάνει μόνος του.
Λέω πολύ ωραία, ξέρεις που έχει χρήματα. Και λάμπες. Και σκάλα, αν και φτάνεις πλέον και χωρίς.
Ακόμη στο σκοτάδι είναι.
Διαπραγματεύεται με τον εαυτό του:
α. την ίδια την αλλαγή της λάμπας
β. το ουσιαστικό βήμα που πρέπει να κάνει προς την αυτοεξυπηρέτηση και
γ. το γεγονός ότι ενώ ξέρει ότι έχω δίκιο, προσωρινά βολεύεται να ξινίζει στην «κακιά μαμά» και να αυτοθυματοποιείται. Μέρος της διαδικασίας του μεγαλώματος είναι κι αυτό. Όλα κουλ.
Δεν πειράζει.
Ακόμη κι αν είμαι η «κακιά μάνα που δεν φροντίζει», μόνο καλό θα του κάνει ν’ αλλάξει τη λάμπα μόνος του.
Να μάθει γενικά ν’ αλλάζει τις λάμπες μόνος του στη ζωή, ώστε οι άνθρωποι δίπλα του να μην είναι ούτε μόνο κάποιοι που τους πληρώνουμε για να μας κάνουν τις «δουλειές» μας, ούτε μόνο εργαλεία που μας κάνουν τις «δουλειές» μας.
Εξίσου κακοποιητικό για τα παιδιά να τα αμελείς, με το να τα κάνεις ανήμπορα. Ίσως το δεύτερο να είναι και πιο.
Άλεξ, αν με διαβάζεις, σήμερα είναι κλειστά τα μαγαζιά, αλλά έχει λάμπες το μίνι μάρκετ.
Ξεβιδώνουμε προς τα αριστερά, βιδώνουμε προς τα δεξιά.
Maria Dedoussi