Η κληρονομιά δεν είναι δώρο. Πώς να πάρεις πράγματα που δεν σου έδωσαν; Πώς να αδειάσεις το σπίτι των γονιών σου χωρίς να βγάλεις απ’ τη μέση και το παρελθόν τους, το δικό σου παρελθόν; Τις πρώτες ημέρες, έλεγα στον εαυτό μου ότι θα «τακτοποιούσα», δεν θα «άδειαζα», το σπίτι των γονιών μου. Μου συνέβη πολλές φορές να χρησιμοποιήσω το πρώτο ρήμα αντί για το δεύτερο.
Πόσοι από εμάς ζούμε αυτό το πένθος που μας συγκλονίζει χωρίς να το συζητάμε με κανέναν; Πώς να μπορέσεις να μιλήσεις γι’ αυτή την αναστάτωση των συναισθημάτων, για το κράμα οργής, κατάθλιψης, απέραντου πόνου, αίσθησης εξωπραγματικού, εξέγερσης, τύψεων και αλλόκοτης αίσθησης ελευθερίας που σε κατακλύζει;
Σε ποιόν να ομολογήσεις χωρίς ντροπή και ενοχή αυτόν το στρόβιλο παθών;
To ορφάνεμα δεν έχει ηλικία.
Στη ζωή όλων μας έρχεται κάποια μέρα που βρισκόμαστε ορφανοί από πατέρα και μητέρα. Μετά την παιδική ηλικία, τίποτα δεν μας γλυτώνει από αυτήν τη διπλή απώλεια. Αν δεν έχει συμβεί ακόμη, στέκει μπροστά μας. Ξέραμε ότι είναι αναπόφευκτη αλλά όπως και ο δικός μας θάνατος, μας φαινόταν μακρινή και, στην πραγματικότητα, πέρα από τη φαντασία μας. Η καθημερινή ροή της ζωής, η άρνηση να ξέρουμε, η επιθυμία να τους θεωρούμε αθάνατους και για πάντα στο πλευρό μας, κρατά για πολύ καιρό το θάνατο των γονιών μας τόσο καλά κρυμμένο από τη συνείδησή μας, ώστε ακόμη κι αν προαναγγέλλεται από μια αρρώστια ή από τα γηρατειά, ο θάνατος αυτός πάντοτε μας αιφνιδιάζει και μας αφήνει άφωνους.
Αυτό το γεγονός, που πρέπει να αντιμετωπίσουμε και να ξεπεράσουμε δύο φορές, δεν επαναλαμβάνεται ποτέ με τον ίδιο τρόπο. Ο πρώτος γονιός φεύγει, παραμένει ο επιζών. Η καρδιά συνθλίβεται. Ο πόνος είναι παρών, οξύς ίσως, απαρηγόρητος, αλλά αυτό που μας καθιστά μια ύπαρξη «χωρίς οικογένεια», είναι ο χαμός του δεύτερου γονιού. Το ζευγάρι των γονιών ξανασμίγει στον τάφο. Εμείς βρισκόμαστε αμετάκλητα αποκομμένοι. Ο Οιδίπους τυφλώθηκε με τα ίδια του τα χέρια, ο Νάρκισσος κλαίει.
Μπορεί οι συζυγικοί δεσμοί και οι δεσμοί φιλίας να μην είναι λιγότερο ισχυροί από τους δεσμούς αίματος, ενδεχομένως, μα δεν αλλάζουν το γεγονός ότι μετά το θάνατο των παππούδων μας και στη συνέχεια των γονιών μας, δεν απομένει πια κανένας πίσω μας. Απομένει μόνο μια διπλή απουσία, κάτι σαν ανατριχιαστικό και κρύο ρεύμα αέρα στην πλάτη μας. Τα πρώτα κεφάλαια της ζωής μας έχουν πλέον γραφτεί. Σε μας εναπόκειται να οδηγήσουμε στο χώμα αυτούς που μας οδήγησαν στη ζωή, δημιουργούς μας, τους πρώτους μας μάρτυρες.
Συνοδεύοντάς τους στον τάφο, ενταφιάζουμε ταυτόχρονα και την παιδική μας ηλικία.
Πόσοι από εμάς ζούμε χωρίς να μιλάμε σε κανέναν γι’ αυτό το διπλό πένθος, που μας συγκλονίζει και μας σταθεροποιεί με την ένταση των αισθημάτων που έρχονται και μας καταλαμβάνουν αιφνιδιαστικά; Πόσοι από εμάς αισθανόμαστε να μας παρασύρουν κύματα συγκίνησης συχνά ανομολόγητα; Πώς να τολμήσουμε να διηγηθούμε σε κάποιον τη σύγχυση των συναισθημάτων, τον κυκεώνα οργής, θλίψης, απέραντου πόνου, εξωπραγματικού, πνιγηρής αγωνίας, αγανάκτησης, τύψεων και μιας παράξενης αίσθησης ελευθερίας που μας κατακλύζει;
Με το δικό του τρόπο ο καθένας βρίσκεται εξόριστος, διαπερνάται και κατακλύζεται από μια θύελλα συγκινήσεων την οποία πρέπει να αντιμετωπίσει, μόνος.
Κάποιοι απομακρύνονται σαν το πληγωμένο θηρίο που γλείφει τις πληγές του μακριά από κάθε παρουσία. Ο χρόνος δεν θεραπεύει τίποτα, απαλύνει όμως την οδύνη, που κάποιες φορές γίνεται ένα απόστημα, μάρτυρας μιας πληγής που δεν θα μπορέσει να κλείσει ποτέ. Άλλοι ρίχνονται στη δράση, χάνονται μέσα στην πολύβουη καθημερινότητα, στις εκκρεμότητες που πρέπει να ρυθμίσουν, τα χρέη ή τη διαχείριση της περιουσίας, τους αλληλοσπαραγμούς και το ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους οικείους.
Μερικοί ακινητοποιούνται πίσω από τις εθιμοτυπικές διαδικασίες, τις συμβάσεις, τους καλούς τρόπους των πενθούντων, τη θέση που επιβάλλεται να κρατήσουν, τα σκούρα ρούχα, τις αρμόζουσες, για την περίπτωση φράσεις. Δεν αφήνουν να φανεί αυτό που τους βασανίζει: οργή, αδιαφορία, έλλειψη συγκίνησης, βουβοί λυγμοί σαν μικρού παιδιού, πικρία και απόγνωση γιατί ποτέ δεν τους εκτίμησαν, αναγνώρισαν, αγάπησαν και τίποτε τέτοιο πια δεν μπορούν να περιμένουν. Υπάρχουν όμως και άλλοι που, παρ’ όλα αυτά, βρίσκουν το δρόμο της συγχώρεσης και δημιουργούν, πέρα από το θάνατο, μια νέα σχέση.
Η συμφιλίωση με τους νεκρούς, η κατάκτηση της γαλήνιας ανάμνησης, απαιτούν την αργή εναπόθεση του χρόνου.
Πρέπει οι εποχές να ξανάρθουν η μια μετά την άλλη, και η ζωή, βήμα το βήμα, σιγά σιγά να επικρατήσει του θανάτου. Αν περάσουμε μέσα απ’ τη θύελλα των συναισθημάτων χωρίς να εξαιρέσουμε κανένα, όσο δυνατό ή ποταπό κι αν φαίνεται, αν συγκατατεθούμε σε όσα πηγάζουν από μέσα μας, τότε μπορεί να ανθίσει μια καινούργια ελαφρότητα, μια αναγέννηση μετά τον κατακλυσμό, μια εσωτερική άνοιξη. Όσο κι αν η διπλή αυτή απώλεια παραμένει για ένα κομμάτι του εαυτού μας ανεπανόρθωτη και σκανδαλώδης.
………………..
O καθένας ξαναβρίσκεται μόνος του, στη μοναξιά του. Κανείς πια δεν συντροφεύει, πέρα από τις πρώτες στιγμές, αυτούς που βρίσκονται βουτηγμένοι στο πένθος. Το πένθος δεν μοιράζεται.
………………..
Κι ενώ έχουμε μόλις χάσει το δεύτερο γονιό μας, πρέπει σχεδόν αμέσως να περάσουμε μια από τις πιο οδυνηρές εμπειρίες που υπάρχουν, να εκτελέσουμε το πιο βαρύ έργο που μπορεί κανείς να φανταστεί, με τις πιο πολύπλοκες και αντιφατικές επιπτώσεις: να αδειάσουμε το σπίτι των γονιών μας. Στον ίδιο χώρο, στον ίδιο χρόνο, και με μια δραστηριότητα, όλε οι συγκινήσεις συνωστίζονται εντός μας: περίοδος έντονης κάθαρσης. Αγωνία και κατάθλιψη. Αγανάκτηση και ευτυχία. Πόνος και αγαλλίαση.
«Αδειάζω». Το ρήμα με ενοχλεί. Θα ήθελα να πω: «τακτοποιώ», αλλά η τακτοποίηση δεν είναι παρά μόνο ένα μέρος της διαδικασίας. Πράγματι, θα πρέπει να ξεδιαλέξω, να αποτιμήσω, να ταξινομήσω, να διευθετήσω, να συσκευάσω, αλλά επίσης να επιλέξω, να δώσω, να πετάξω, να πουλήσω, να φυλάξω και, εν κατακλείδι, αυτό που πέφτει στις πλάτες μας να κάνουμε, είναι να «αδειάσουμε» το σπίτι των γονιών μας.
Δυσβάσταχτο, αλλά μέσα στη ροή των πραγμάτων αυτούς που μας είδαν να γεννιόμαστε, τους βλέπουμε να πεθαίνουν, και αυτούς που μας φέρνουν στον κόσμο, τους ενταφιάζουμε.
Δεν γνωρίσαμε τα παιδικά και τα νεανικά χρόνια των γονιών μας, δεν θα γνωρίσουμε τα τελευταία χρόνια της δικής μας ζωής, όπως εμείς δεν θα γνωρίσουμε τα αντίστοιχα των παιδιών μας. Γεννιόμαστε μέσα στην οικογένεια της καταγωγής μας, παθαίνουμε μέσα σ’ αυτήν που έχουμε δημιουργήσει. Είναι, λοιπόν, πολύ φυσικό, να παίρνουμε με τη σειρά μας τα σκήπτρα, να γινόμαστε εμείς οι επιζώντες. Είναι αβάσταχτο το να επιζείς μετά το χαμό των παιδιών σου. Το να επιζείς μετά το χαμό των γονιών σου φυσιολογικό, και παρ’ όλα αυτά πολύ δύσκολο.
Στην αρχή αυτό που κυριαρχεί είναι το αίσθημα της απώλειας. Για μεγάλο ακόμη διάστημα θα είναι αδύνατο να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι αυτή η απώλεια είναι οριστική, αμετάκλητη. Το παιδί μέσα μας επαναστατεί. Αυτό το οποίο θρηνούμε δεν είναι μονάχα μια αγαπημένη ύπαρξη, αλλά η ίδια η αγάπη. Το αίσθημα της ασφάλειας, ο βασικός καμβάς πάνω στον οποίο σχεδιάζουμε τη ζωή μας. Αναρωτιόμαστε μήπως είναι δικό μας λάθος που ο εκλιπών δεν είναι πια εδώ, μήπως ασυνείδητα εμείς τον σκοτώσαμε με την πλεονεξία, με την επιθετικότητα των φαντασιώσεών μας.
Πώς είναι δυνατόν το γεγονός της κληρονομιάς να μας επιτρέπει, σε μια κρίσιμη για μας στιγμή, να καρπωθούμε αυτά που λίγες μόλις ώρες νωρίτερα δεν μας ανήκαν, να τα οικειοποιηθούμε απόλυτα, χωρίς περιορισμούς, χωρίς παραβάσεις; Πώς να εισβάλουμε σε χώρους που, από τη γέννησή μας και μέχρι τώρα, δεν ήταν δικοί μας; Άραγε γιατί να μπορούμε με πλήρη ατιμωρησία να απομυζήσουμε, να πετάξουμε, να καταστρέψουμε, ό,τι εμείς αποφασίζουμε; Τι είναι αυτό που άλλαξε μέσα μας; Τίποτα, τα πάντα.
Κληρονομιά δε σημαίνει αποδοχή ενός δώρου, ανταμοιβή, φιλοφρόνηση, εξασφάλιση, φροντίδα ή οικονομική ενίσχυση.
Κληρονομιά δεν σημαίνει καθόλου δέχομαι ένα δώρο από τους γονείς. Σημαίνει μάλλον ακριβώς το αντίθετο. Το να γίνεις ιδιοκτήτης μέσω της διαδοχής δεν εμπεριέχει την αποδοχή ενός προσφερόμενου πράγματος, σημαίνει να βρίσκεσαι, νομίμως, κάτοχος μιας περιουσίας, να σου παραχωρείται η χρήση χωρίς να σου έχει κληροδοτηθεί από τον διαθέτη.
Η κληρονομιά, σε αντίθεση με την κληροδοσία, δεν προϋποθέτει καμιά επιθυμία, δεν εκφράζει καμιά πρόθεση ως προς το πρόσωπό μας. Ο νόμος αναλαμβάνει να περνάνε από χέρι σε χέρι περιουσίες που, διαφορετικά, θα βρίσκονταν εγκατελειμμένες.
«Αδειάζω», ρήμα μεταβατικό.
Η πράξη τού να αφήσεις κενό ένα περιέχον, έναν τόπο, να αφαιρέσεις από έναν τόπο, να διώξεις, να εκτοπίσεις. Το αντίθετό του: γεμίζω, πληρώ. Απαλλάσσω το σπίτι των γονιών μου από τα έπιπλά τους, σαν σκυθρωπός κλητήρας. Παίρνω ό,τι βρίσκεται μέσα στα συρτάρια τους, τα ντουλάπια τους, σαν κλέφτης. Διασκορπίζω τα ασπρόρουχα, τα πιατικά, τα ρούχα, τα χαρτιά, τα ίχνη της ζωής τους σαν λαφυραγωγός.
Αυτή η παραβίαση των στοιχειωδών κανόνων ευγενείας απέναντι σ’ αυτούς που μου τους δίδαξαν, με πληγώνει. Η αδιακρισία ήταν κάτι το άγνωστο για μένα, δεν έψαχνα ποτέ ξένες τσέπες, ούτε ψαχούλευα μυστικά συρτάρια, πόσο μάλλον ν’ ανοίγω γράμματα που δεν προορίζονταν για μένα.
Τις πρώτες μέρες έπεισα στον εαυτό μου πως θα «τακτοποιούσα» δεν θα «άδειαζα» το σπίτι των γονιών μου.
Μου συνέβη πολλές φορές να προφέρω ένα ρήμα αντί για άλλο.
Η τακτοποίηση ή η μετακόμιση είναι συχνά μια δοκιμασία, όμως αυτές οι συνηθισμένες καταστάσεις, γίνονται ανυπόφορες όταν πρέπει να αναδεύσεις το παρελθόν των αποθανόντων, να βρεθείς αντιμέτωπος κάθε στιγμή με την απώλειά τους, το χαμό τους: γιατί εγώ βρίσκομαι σπίτι τους ενώ αυτοί δεν βρίσκονται εδώ;
Οι νεκροί δεν χάνονται από τη μνήμη μας. Μπορούμε να τους ανακαλούμε όσο θέλουμε, συνεχίζουν να υπάρχουν μέσα μας. Αντιθέτως, αυτοί δεν μπορούν πια να μας σκέφτονται. Ο διάλογος είναι αποκλειστικά φανταστικός. Παύουμε να υπάρχουμε γι’ αυτούς. Αρχίζουμε τότε να φανταζόμαστε τι θα σκέφτονταν εάν ήταν εδώ. Θα συμφωνούσαν με τις αποφάσεις; Εγώ άραγε σεβόμουν τις επιθυμίες τους;
Στο εξής, ο πατέρας μου και η μητέρα μου αναπαύονταν μέσα μου. Καμιά πραγματικότητα δεν θα μπορούσε πια να μου αμφισβητήσει τις εικόνες που θα κρατούσα από αυτούς, εκείνες που θα κατασκεύαζα, τις αναμνήσεις που θα ξανάχτιζα με τον τρόπο μου. Ήταν δικοί μου, βρίσκονταν μέσα μου. Αυτή η εντύπωση ήταν γαλήνια και βίαιη μαζί. Παρατηρούμε την οικογένειά μου, δεν υπήρχε πια κανείς πίσω από μένα, μόνο δίπλα και μπροστά μου. Παρατηρούσα ό,τι με περιέβαλλε και με έπιανε ίλιγγος.
Τίποτα δεν είναι απλό. Κάθε αντικείμενο μαρτυρούσε την απουσία τους, ζωντάνευε την απώλειά τους, τη μοναξιά. Αυτή η δουλειά με συνέθλιβε, το σπίτι ήταν πολύ γεμάτο, ο πόνος πολύ νωπός. Οπισθοχώρησα. Αισθανόμουν ένα ασήκωτο φορτίο να βαραίνει τους ώμους μου. Ήθελα να δραπετεύσω, να λιποτακτήσω.
Η εμπειρία του πένθους βιώνεται μοναχικά. Δεν είναι μόνο πόνος και θλίψη. Επιθετικότητα, θυμός, οργή, είναι όλα παρόντα στο ραντεβού.
Πρόκειται για στιγμές έντονων εσωτερικών ανακατατάξεων. Μας παρασύρουν στην εξερεύνηση δρόμων που δεν περπατήσαμε ποτέ, μας ωθούν να ξανανοίγουμε πίστες κακοσηματοδοτημένες, να τολμήσουμε να υπερπηδήσουμε εμπόδια που μοιάζουν αδύνατον να αντιμετωπίσουμε.
Μας οδηγούν πέρα από τα όριά μας.
Όταν μένεις ορφανός, ακόμη και σ’ ένα προχωρημένο στάδιο της ζωής σου, αναγκάζεσαι να αντιληφθείς, διαφορετικά τον εαυτό σου. Μιλάμε για τη διαδικασία του πένθους, θα μπορούσαμε επίσης να το αποκαλέσουμε και τελετουργικό της μετάβασης, μεταμόρφωση.
Τα κοφτερά αγκάθια του αρχικού πόνου αμβλύνονται, αμηχανίες και εξεγέρσεις δίνουν τη θέση τους σε μια αργή αποδοχή της πραγματικότητας. Ο πόνος βαθαίνει. Μαζί με στιγμές κενού, απουσίας, θύελλας. Ένας τρυφερός πόνος τυλίγει την εικόνα του ίδιου του απόντα.
Ο θάνατος ανήκει στη ζωή, η ζωή συμπεριλαμβάνει το θάνατο.
Το άδειασμα του σπιτιού των εκλιπόντων οξύνει τη διαδικασία του πένθους, τονίζει όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η διαδικασία αυτή φανερώνει σα χημική ανάλυση μέχρι και το πιο ελάχιστο μόριο των δεσμών μας, των συγκρούσεών μας, των απογοητεύσεών μας. Ακόμη και οι πενθούντες που φέρνουν επαγγελματίες να «καθαρίσουν τα πάντα» δεν μπορούν να ελέγξουν ούτε τις μνήμες ούτε την οδύνη τους. Όλοι βουλιάζουμε μέσα σ’ αυτές.
Υπάρχει όμως ένας χρόνος για τον πόνο και ένας χρόνος για τη χαρά. Δεν είναι καλό να κλειδωνόμαστε μέσα στη μελαγχολία.
Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου της Λίντια Φλεμ [Αποσπάσματα]