«Ο πατέρας μας ήταν διεστραμμένος»: Η μαρτυρία μιας υιοθεσίας που πήγε εντελώς στραβά

Ένας φωτογράφος, ο Brandon Stanton, έβαλε πριν από σχεδόν δέκα χρόνια έναν φιλόδοξο στόχο: Να φωτογραφήσει 10.000 Νεοϋορκέζους που θα συναντούσε στον δρόμο, συνοδεύοντας κάθε πορτρέτο τους με μια ιστορία από τη ζωή τους. Η ιδέα εξελίχθηκε σε ένα σούπερ επιτυχημένο μπλογκ, το Hony, που σήμερα μετρά πάνω από είκοσι εκατομμύρια ακόλουθους στα social media, που έχει επεκταθεί σε είκοσι χώρες και που έχει οδηγήσει σε δύο μπεστ σέλερ: τα «Humans of New York» και «Humans of New York: Stories».

Ανάμεσα στις αληθινές ιστορίες του ξεχωρίζει αυτή δύο αδερφών που όταν υιοθετήθηκαν, αντί να βρουν την αγάπη και την ασφάλεια, αντιμετώπισαν, συστηματικά την κακοποίηση. Η μόνη παρηγοριά τους ήταν η συντροφιά και η υποστήριξη που έβρισκαν η μία στην άλλη. Διαβάστε την:

«Ήταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι από τη Λουιζιάνα. Και υπήρχαν πολλά καμπανάκια: Δεν είχαν καν το δικαίωμα να υιοθετήσουν στην πολιτεία τους. Αλλά ήταν δύσκολο να βρεθεί σπίτι για την αδερφή μου κι εμένα. Είχαμε ήδη περάσει δύο χρόνια σε ανάδοχες οικογένειες, οπότε η υπηρεσία μας αποφάσισε να γίνει πιο ευέλικτη με τους κανόνες της.

«Το καινούριο μας σπίτι βρισκόταν στην εξοχή. Ήταν πολύ απομονωμένο. Μέσα σε εκείνους τους τοίχους ζήσαμε κάθε είδους σωματική και συναισθηματική κακοποίηση.

«Θυμάμαι κάθε Παρασκευή απόγευμα, όταν το σχολικό λεωφορείο μας άφηνε στην πόρτα μου – να σφίγγεται το στομάχι μου καθώς το έβλεπα να απομακρύνεται. Η μοναδική προστάτιδά μου ήταν η μεγάλη αδερφή μου, η Λέισι. Οι θετοί γονείς μας αμέσως μάς τοποθέτησαν σε διαφορετικά δωμάτια για να μας χωρίσουν, αλλά ακόμα και έτσι βρίσκαμε τρόπους να επικοινωνούμε. Μέχρι σήμερα, όταν ακούω τη Λέισι να ξεροβήχει, περιμένω κάποιο μυστικό μήνυμά της.

«Έκανε ό,τι μπορούσε για να με προστατεύσει από την τιμωρία. Έπαιρνε εκείνη την ευθύνη όποτε έκανα κάποιο λάθος. Ο πατέρας μας ήταν πολύ διεστραμμένος. Και η Λέισι έκανε ό,τι μπορούσε για να μη μένω μόνη μαζί του. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι θα την πληρώσει εκείνη. Η μητέρα μας έπαιρνε πάντα μόνο τη μία από εμάς σε εξωτερικές δουλειές και η Λέισι προσφερόταν να μείνει στο σπίτι. Έλεγε: “Πάρε την Κέιτι. Μπορεί να έρθει”.

«Περάσαμε δέκα χρόνια σε εκείνο το σπίτι, μέχρι που η ψυχολόγος του σχολείου ανακάλυψε τι συνέβαινε. Η μητέρα μας έγινε έξω φρενών. Τηλεφώνησε στον πατέρα μας και του είπε να έρθει σπίτι. Η Λέισι κι εγώ δραπετεύσαμε από το παράθυρο και αρχίσαμε να τρέχουμε μέσα στο δάσος. Θυμάμαι να κοιτάω πίσω μου και να βλέπω το φορτηγάκι του να επιταχύνει στο χωματόδρομο. Ξέραμε ότι δεν θα υπήρχε επιστροφή. Δεν ξαναείδαμε ποτέ το σπίτι όπου είχαμε μεγαλώσει.

«Κάποιες πληγές δεν επουλώνονται ποτέ. Και οι δυο μας έχουμε περάσει δύσκολα ως ενήλικες. Αγωνιζόμαστε με την αυτοεκτίμησή μας, την ντροπή και προσπαθούμε να παίρνουμε υγιείς αποφάσεις. Αλλά η καθεμία από εμάς έχει βρει το δικό της τρόπο να το διαχειριστεί.

«Επιτέλους, έχω φτάσει σε σημείο να έχω σπίτικαριέρα και σταθερές σχέσεις. Συχνά οι άλλοι μού λένε: “Κοίτα πόσο μακριά έχεις φτάσει”. Λες και είμαι εγώ που αντιμετώπισα το παρελθόν μας. Λες και είμαι εγώ που τα κατάφερε. Αλλά μακάρι να ήξεραν. Μακάρι να ήξεραν για εκείνο το μικρό κορίτσι που θα έκανε τα πάντα για να προστατεύσει την αδερφούλα της. Και ότι όλα όσα έχω γίνει σήμερα, τα χρωστάω σε ό,τι έκανε για μένα τότε η Λέισι».

womantoc.gr

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network