Μεγάλωσα σε μια κοινότητα όπου ανατρεφόμασταν ευχαριστώντας το Θεό για τους γονείς μας, ανεξάρτητα από το πόσο ανάξιοι μπορεί να ήταν. Επειδή ασχέτως του πόσο τοξικός μπορεί να ήταν ο γονιός, τα πράγματα μπορούσαν να γίνουν και χειρότερα-θα μπορούσε να έχει επιλέξει να είναι τοξικός, μακριά σου.
Πρόσφατα έπεσα τυχαία πάνω σε μια στήλη αφιερωμένη σε συζήτηση σχετικά με το τι τύπος γονιού βλάπτει πιο πολύ: το είδος του απόντα γονιού ή αυτό του τοξικού. Διάβασα τις δικαιολογίες των ανθρώπων όσον αφορά στα ελαττώματα των γονιών τους και συνειδητοποίησα ότι έχουμε προσαρμόσει την οπτική μας για την παιδική ηλικία σύμφωνα με τις ελλείψεις των γονιών μας. Αυτό το θέμα δεν αφήνει και πολλά περιθώρια συζήτησης για ό,τι επικεντρώνεται γύρω από τις ανάγκες του παιδιού.
Όσο περισσότερο εμπλέκονταν οι άνθρωποι στη συζήτηση, τόσο πιο εμφανές γινόταν το γεγονός, ότι λίγοι από μας σαν παιδιά γνωρίζουμε τι πραγματικά χρειαζόμαστε. Είμαστε όλοι οικείοι με τις βασικές, σωματικές ανάγκες όπως το φαγητό, το ρουχισμό και τη στέγη. Αλλά όταν έρχεται η ώρα να εκθέσουμε τις ψυχό-κοινωνικές και ψυχολογικές ανάγκες μας, η συζήτηση φτάνει σε τέλμα.
Όχι μόνο τα παιδιά έχουν ανάγκες που επεκτείνονται πέρα από το τραπέζι του δείπνου, αλλά αυτές οι ανάγκες υπάρχουν ανεξάρτητα από τη θέληση των γονιών να τις εκπληρώσουν. Σύμφωνα με τη μελέτη του Πανεπιστημίου του Niederrrheinτο 2013 πάνω στις εφαρμοσμένες επιστήμες στο Monchengladbach της Γερμανίας, όλα τα παιδιά ανεξάρτητα από τη φυλή τους, το φύλο τους ή το κοινωνικό-οικονομικό τους προφίλ, έχουν τέσσερις θεμελιώδεις ανάγκες που όταν ικανοποιούνται επαρκώς, βοηθούν τα παιδιά να γίνουν υγιείς, ευπροσάρμοστοι και γεμάτοι αυτοπεποίθηση ενήλικες, αργότερα. Όταν όμως αυτές οι ανάγκες δεν ικανοποιούνται, τα αποτελέσματα είναι ανησυχητικά προβλέψιμα.
Αυτές οι ανάγκες είναι:
1. Σύνδεση
Η ανάγκη να είσαι συνδεδεμένος με άλλους ανθρώπους είναι ομολογουμένως η πιο βασική από όλες τις ανθρώπινες ανάγκες- τόσο πολύ που οι ψυχοθεραπευτές αναφέρονται σ’ αυτήν σαν το κεντρικό κομμάτι της νευροβιολογίας. Τα στυλ της σύνδεσης που κατέχουμε σαν ενήλικες διαμορφώνονται στα πρώτα στάδια της παιδικής ηλικίας, όταν οι γονείς ή οι κηδεμόνες είτε ικανοποιούν αυτές τις ανάγκες, ώστε να υπάρχει μια υγιής ανθρώπινη επαφή, είτε αφήνουν τα παιδιά αναζητώντας την πλήρωση των συναισθημάτων τους αλλού.
Σε έναν πλήρως λειτουργικό κόσμο, ένα παιδί γεννιέται ή μεγαλώνει από γονείς/κηδεμόνες, οι οποίοι ανταποκρίνονται συμπονετικά στα αιτήματά του για σωματική και συναισθηματική στοργή. Αυτοί καταλλήλως αντιλαμβάνονται και εκπληρώνουν τις ανάγκες του παιδιού και εκδηλώνουν ευαισθησία και συνεργασία. Αυτό δίνει έναν τόνο αξιοπιστίας και σταθερότητας στη σχέση ανάμεσα στο παιδί με τον γονιό.
Παιδιά τα οποία έχουν υγιή σχέση με τους γονείς τους ή τους κηδεμόνες τους κατέχουν ένα υγιές στυλ σύνδεσης γνωστό ως «ασφαλής προσκόλληση». Τα παιδιά αυτά νιώθουν στήριξη και προστασία όσον αφορά στην εξερεύνηση τόσο του κόσμου όσο και των σχέσεών τους. Είναι αυτή η συναισθηματική σταθερότητα και διαθεσιμότητα, που εκδηλώνεται από τους γονείς ή τους κηδεμόνες ιδιαίτερα σε στιγμές άγχους, που θωρακίζει το παιδί με αυτοπεποίθηση και σιγουριά ως προς τον εαυτό του αλλά και τις σχέσεις του. Όσο πιο μεγάλη ικανότητα έχουμε να εκπληρώσουμε τις ανάγκες μας, τόσο πιο πολύ νιώθουμε ότι έχουμε τον έλεγχο.
2. Προσανατολισμός και έλεγχος
Μια ακόμα βασική ανάγκη του ανθρώπου επικεντρώνεται γύρω από την κατανόηση του περιβάλλοντός μας και την ικανότητα που έχουμε να επιδρούμε πάνω του. Η πραγματοποίηση αυτής της βασικής προϋπόθεσης είναι τόσο ουσιώδης ως προς την ανάπτυξη της ψυχοσύνθεσής μας που τα καλύτερα παραδείγματα αυτής μπορείς να τα δεις στη συμπεριφορά των μωρών. Για παράδειγμα, όταν ένα μωρό αρχίσει να κλαίει, αυτή η δράση είναι η άμεση επικοινωνία του μωρού με τους ενήλικες. Ανάλογα, λοιπόν στο πώς απαντάται, η επικοινωνία αυτή αφήνει ένα διαρκές αποτύπωμα. Είτε ο επιθυμητός στόχος είναι ένα μπουκάλι γάλα είτε η αλλαγή πάνας, το παιδί έχει αξιολογήσει την κατάστασή του και έχει ανακαλύψει την ανάγκη του. Μόλις ανακαλύψει αυτή την ανάγκη, το παιδί προσδιορίζει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο πώς να τραβήξει την προσοχή, όσον αφορά την ανάγκη του και να την απευθύνει. Η επικοινωνία – σ’ αυτήν την περίπτωση, το κλάμα – είναι μια προσπάθεια από το παιδί να ελέγξει τις συνθήκες του και να διευκολύνει την πραγματοποίηση οποιασδήποτε ανάγκης μπορεί να έχει. Όταν ο κηδεμόνας ανταποκρίνεται στη επικοινωνία και απαντά ακριβώς στην ανάγκη, η κυρίαρχη επιθυμία για προσανατολισμό και έλεγχο έχει επιτευχθεί. Αυτό ονομάζεται «κατάσταση αρμονίας».
Η αρμονία συμβαίνει όταν η αντίληψή μας για το περιβάλλον μας ευθυγραμμίζεται με την ικανότητά μας να το χειραγωγούμε, για να καλύψουμε τις σωματικές και ψυχολογικές μας ανάγκες. Όσο πιο καλή είναι η ικανότητά μας να εντοπίζουμε τις ανάγκες μας, τόσο πιο καλό έλεγχο έχουμε. Και όταν ένα παιδί ζει την εμπειρία αυτή επαναλαμβανόμενα, μεγαλώνει με υγιή αντίληψη της πραγματικότητας που συνδέεται με τους στόχους τους – αυτό είναι ένα ουσιαστικό συστατικό για μια υγιή ενηλικίωση.
3. Κατάκτηση ευχαρίστησης και αποφυγή άγχους
Μια ακόμη βασική ανθρώπινη ανάγκη έχει να κάνει με το να μαθαίνεις να αναζητάς το καλό στη ζωή και να αποφεύγεις το κακό. Το κύριο σημείο αυτής της ιδέας είναι η διαμόρφωση δύο απλών ζωτικών εργαλείων: αυτό το οποίο ξεχωρίζει το καλό και το κακό κι ένα άλλο που σου λέει τι να προσεγγίσεις ή να αποφύγεις. Από τη βρεφική ηλικία αυτές οι αυτόματες αξιολογήσεις, γνωστές σαν “αξιολόγηση καλού-κακού” και “συμπεριφοριστικός προσανατολισμός προσέγγισης-αποφυγής” μας βοηθούν να αξιολογήσουμε τον κόσμο γύρω μας. Μέσω αυτών των αξιολογήσεων, συγκεντρώνουμε μια συλλογή εμπειριών από τις οποίες διαμορφώνουμε βασικές δομές ασφάλειας.
Όταν αυτές οι λειτουργίες δουλεύουν σε συγχρονισμό η μία με την άλλη, οι νοητικές διαδικασίες λειτουργούν με ευκολία και οι αποφάσεις παίρνονται σε ένα λιγότερο στρεσογόνο περιβάλλον. Για παράδειγμα, όταν ακούμε έναν δυνατό θόρυβο, η άμεση αξιολόγηση είναι ότι αυτοί οι δυνατοί, απότομοι ήχοι συχνά συνοδεύουν κίνδυνο, επομένως σηματοδοτούμε την κατάσταση σαν κακή και επικίνδυνη. Μόλις μια αξιολόγηση καλού-κακού έχει τεθεί, οι διαδικασίες της συναισθηματικής και γνωστικής εκτίμησης μας βοηθούν να καθορίσουμε την κατάλληλη συμπεριφοριστική απάντηση σε αντιληπτό κίνδυνο. Καθώς αυτές οι διαδικασίες λειτουργούν μέσα στο χρόνο και συλλέγουμε εμπειρίες μέσα από τις οποίες εγκαθίσταται μια βασική γραμμή, καλού-κακού έναντι προσέγγισης-αποφυγής , εμείς σχηματίζουμε την αντίληψη της ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας.
Όταν ένα παιδί αναπτύσσει μια γκάμα συμπεριφορών, η οποία υπογραμμίζει τα καλά και ασφαλή πράγματα προσέγγισης και τα επώδυνα ή επικίνδυνα πράγματα αποφυγής, αποκτά την ικανότητα να ξεχωρίσει τη δυσαρέσκεια, τον πόνο και την καθυστερημένη ευχαρίστηση. Έπειτα είναι ικανό να επικεντρωθεί στο να θέσει στόχους, οι οποίοι οδηγούν σε θετικά αποτελέσματα σε αντίθεση με άμεσα αποτελέσματα, ένα συστατικό-κλειδί στον αυτοέλεγχο και την αυτοπειθαρχία.
4. Προστασία αυτοεκτίμησης
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η αρνητική αίσθηση αυτογνωσίας οδηγεί σε κοινωνικές, σωματικές και ψυχολογικές προκλήσεις. Αυτό εξηγεί γιατί η διαμόρφωση της αυτογνωσίας μας ξεκινά κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής μας. Όταν τα παιδιά λαμβάνουν τον κατάλληλο έπαινο και τη θετική ανατροφοδότηση από τους γονείς ή κηδεμόνες, διαμορφώνουν ένα υγιές τείχος απέναντι στις γνώμες των άλλων. Μπορούν να επικεντρώνονται στη θετική τους επίδοση, σε αντίθεση με το να μπλοκάρουν σε αρνητικά πράγματα που δε μπορούν να αλλάξουν.Επιπλέον, η θετική ανατροφοδότηση διδάσκει στα παιδιά να είναι οι συνήγοροι του ίδιου τους του εαυτού σε καταστάσεις, όπου ο χαρακτήρας ή η ποιότητά τους μπαίνει σε αμφισβήτηση. Είναι άξια να παίρνουν αποφάσεις και να κάνουν επιλογές, ακόμη κι όταν αυτές πάνε αντίθετα στο ρεύμα. Όταν η αξιολόγηση του εαυτού μας στερείται εξωτερικής επιρροής, υπάρχει λιγότερο ρίσκο στο να υποφέρουμε από την τοξικότητα της γνώμης των άλλων για μας.
Όταν όμως τα παιδιά μεγαλώνουν με αρνητισμό, συνεχή κριτική και υποτίμηση, όχι μόνο αποτυγχάνουν στο να αναπτύσσουν μια θετική αίσθηση του εαυτού τους, αλλά επίσης μαθαίνουν να διατηρούν μία αρνητική εκτίμηση αυτού.Αυτή η διαδικασία, γνωστή ως “διατήρηση χαμηλής αυτοεκτίμησης”, συμβαίνει όταν ένα άτομο έχει μια γνώμη για τον εαυτό του κατώτερη από αυτή που έχει ο κόσμος γι’ αυτό. Όχι μόνο αυτή η αρνητική επίδοση εμφανίζεται πιο πιστευτή, αλλά κάνει τη θετική ανατροφοδότηση να μοιάζει λιγότερο εφαρμόσιμη. Και δεν είναι ότι διαλύεται αυτή η έμφυτη ανάγκη για ανάπτυξη της υψηλής αυτοεκτίμησης, απλά μεταμορφώνεται. Στην ενήλικη ζωή η έλλειψη θετικής αυτοεκτίμησης μπορεί να μοιάζει σαν ευαισθησία στην κριτική, κοινωνική απόσυρση, εμμονή με την εξωτερική εμφάνιση, εχθρότητα, αναποφασιστικότητα, αποστροφή σε κομπλιμέντα, άγχος, εθισμός στην αποδοχή ή οποιονδήποτε συνδυασμό των παραπάνω.
Συμπέρασμα
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ένα παιδί μεγαλώνει με έναν τοξικό ή απόντα γονιό. Ας πούμε, ότι αντί ο γονιός να απαντά στο κλάμα με ενδιαφέρον, απαντά με θυμό και απογοήτευση – ή δεν ανταποκρίνεται καθόλου. Ας πούμε ότι αντί να βοηθά το παιδί να θέσει ασφαλή όρια, επαναλαμβανόμενα διαμορφώνει μια αβέβαιη συμπεριφορά και αναποφασιστικότητα. Ή ίσως ο γονιός να είναι το ασταθές κομμάτι και το παιδί να εγκλιματίζεται στη δυσλειτουργική διαδικασία του να πρέπε να βιώσει πόνο και δυσαρέσκεια ώστε οι ανάγκες του να ικανοποιηθούν.
Τα παιδιά κληρονομούν τη δουλειά που οι γονείς δεν κάνουν.
Τι συμβαίνει στο παιδί το οποίο δεν αποκτά ποτέ μια ασφαλή σύνδεση με το γονιό ή τον κηδεμόνα του, αλλά αντ’ αυτού μεγαλώνει προσπαθώντας να πάρει στοργή από ένα συναισθηματικά μη διαθέσιμο, ασταθή ή ασυνεπή γονιό; Τι θα γίνει αν και ο τοξικός και ο μη διαθέσιμος γονιός αφήσει το παιδί να νιώθει ότι δεν το θέλουν και ότι είναι βάρος, κριτικάροντας και επιπλήττοντάς το αντί να το επαινεί και να το προετοιμάζει για τα επόμενα στάδια της ζωής του; Έχει πραγματική σημασία το πώς η φτωχή γονική μέριμνα είναι φτιαγμένη, αν το αποτέλεσμα είναι ανεπαρκώς προετοιμασμένοι άνθρωποι;
Οι τοξικοί και οι απόντες γονείς είναι το ίδιο και το αυτό. Δεν εξοπλίζουν το παιδί με εργαλεία απαραίτητα για την αντιμετώπιση της ενήλικης ζωής. Αυτή η συζήτηση δεν είναι για να κατακρίνουμε τους γονείς μας που μπορεί πιθανότατα να κατακρίνουν τους δικούς τους γονείς- αλλά για να καθορίσουμε πως διαμορφώθηκαν οι προκλήσεις της ενήλικης ζωής μέσα στη παιδική μας ηλικία, ώστε να αντιληφθούμε από πού θα ξεκινήσουμε τη θεραπεία μέσα μας.
Η αλήθεια να λέγεται, από τα χειρότερα διαλέγεις το καλύτερο. Υπάρχουν μόνο αυτοί που επιλέγουν να κάνουν το καλύτερο που μπορούν. Και συχνά, η δουλειά που απαιτείται ώστε να επιδιορθωθούν τα πράγματα που οι γονείς μας έσπασαν μέσα μας, είναι η δουλειά που οι περισσότεροι ενήλικες δε δεσμεύονται να κάνουν, συνεχίζοντας έτσι τον φαύλο κύκλο. Τα παιδιά κληρονομούν τη δουλειά που οι γονείς τους δεν κάνουν. Δεν υπάρχει ούτε αποφυγή ούτε αποπομπή. Αυτές οι ανικανοποίητες ανάγκες παραμένουν ανικανοποίητες είτε ωραιοποιούμε τις αιτίες είτε όχι. Κρίνοντας από τον μεγάλο αριθμό των τοξικών και απόντων γονιών στις κοινότητες των Μαύρων και τα ενοχλητικά περιβάλλοντα που τα Μαύρα παιδιά αντιμετωπίζουν έξω από το σπίτι, το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε είναι περισσότερες δικαιολογίες, πιο πολλές αποκρούσεις, ή περισσότερους λόγους όπως ότι αυτό το θέμα δεν είναι «πραγματικό».
Η υγιής γονεικότητα δεν είναι εύκολη, όπως δεν είναι εύκολο το να τελειώσει κανείς κάποιο πανεπιστήμιο, να δουλεύει σε εταιρία ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να κάνει ένας ενήλικας, για το οποίο βρίσκει τρόπο να τα καταφέρει εάν θεωρεί ότι αξίζει το κόπο. Και όπως αυτά τα πράγματα απαιτούν εσκεμμένη προετοιμασία και σχεδιασμό, το ίδιο απαιτεί και η γονεϊκότητα. Το να γίνει κανείς γονιός είναι επιλογή- μια κατ’ επιλογήν απασχόληση. Μπορεί να έχουμε υποφέρει από την έλλειψη προετοιμασίας των γονιών μας, αλλά τα παιδιά μας δεν θα έπρεπε να ζήσουν το ίδιο.
Credits
Μετάφραση από τη Simela Charitidou
Επιμέλεια από τη Maria Mavr (Μαυρομανωλάκη Μαρία)
Πρωτότυπο άρθρο “Toxic Parents and Absent Parents Produce the Same Kind of People”, Arah Iloabugichukwu
Το διαβάσαμε στην αγαπημένη και πάντα χρήσιμη ομάδα της «Ενσυναίσθησης». Τους ευχαριστούμε θερμά.