Για να μπορώ να είμαι στο πλευρό μου πρέπει να ξεκινήσω την αποδοχή του εαυτού μου όπως είναι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αποδέχομαι τις αλλαγές στο πέρασμα του χρόνου. Σημαίνει ότι επανατοποθετώ το θέμα σε άλλη βάση, αλλάζω στάση. Γιατί, απέναντι σε κάποιο χαρακτηριστικό μου που δεν μου αρέσει υπάρχουν πάντα δυο δρόμοι για ν’ αντιμετωπίσω το πρόβλημα.
Ο πρώτος, ο πιο συνηθισμένος, είναι η κλασική λύση: να προσπαθήσω να αλλάξω.
Ο δεύτερος δρόμος, αυτός που προτείνω, είναι να πάψω να απεχθάνομαι το χαρακτηριστικό αυτό, και σαν μοναδική αντίδραση να επιτρέψω στην κατάσταση αυτή ν’ αλλάξει μόνη της.
Ακόμα και για ν’ αλλάξει κάτι, ο δρόμος πραγματικά ξεκινάει από το σημείο που εγώ παύω να αντιστέκομαι. Δεν πρόκειται ποτέ ν’ αδυνατίσω αν δεν αποδεχτώ το γεγονός ότι έχω παραπανίσια κιλά.
Φέρνω πάντα σαν παράδειγμα μια πραγματική ιστορία με πρωταγωνιστή εμένα τον ίδιο:
Είμαι συνήθως πολύ αφηρημένος. Όταν είχα το πρώτο μου ιατρείο, πολύ συχνά ξεχνούσα τα κλειδιά μου. Έφτανα μπροστά στην πόρτα και τότε συνειδητοποιούσα πως είχα ξεχάσει τα κλειδιά μου στο σπίτι. Αυτό δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα. Έπρεπε να καλέσω κλειδαρά, να μου ανοίξει, να μου φτιάξει αντικλείδι… ολόκληρη ιστορία.
Τη δεύτερη φορά που μου συνέβη το ίδιο, αποφάσισα έξαλλος ότι δεν με άντεχα άλλο. Έτσι λοιπόν, έβαλα ένα καρτελάκι στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου μου που έλεγε “κλειδιά”. Έμπαινα στο αυτοκίνητο, έβλεπα το καρτελάκι, ξανάμπαινα στο σπίτι κι έπαιρνα τα κλειδιά του ιατρείου. Λειτούργησε περίφημα τις πρώτες τέσσερις εβδομάδες, μέχρι που συνήθισα το καρτελάκι. Άμα συνηθίσεις κάτι, μετά δεν το βλέπεις. Μια μέρα λοιπόν ξεχνάω πάλι τα κλειδιά. Ζητάω τότε από τη γυναίκα μου να κάνει κάτι για να θυμάμαι τα κλειδιά. Από τότε κάθε πρωί με ρωτούσε “Πήρες τα κλειδιά;”. Την ημέρα που ξεχάστηκε εκείνη, ξεχάστηκα κι εγώ, και βέβαια έριξα το φταίξιμο σε εκείνη, αλλά, ούτως ή άλλως αναγκάστηκα πάλι να πληρώσω κλειδαρά.
Κάποια μέρα συνειδητοποίησα ότι, χωρίς αμφιβολία, δεν γινόταν τίποτα. Το πήρα απόφαση ότι ήμουν αφηρημένος και ότι πότε πότε θα ξεχνάω τα κλειδιά. Έτσι, έκανα κάτι πολύ διαφορετικό απ΄ ό,τι είχα κάνει μέχρι τότε:
Έφτιαξα πολλά κλειδιά κι έδωσα κι ένα στον θυρωρό, ένα στο μαγαζάκι της γωνίας (που ο ιδιοκτήτης ήταν φίλος μου), ένα σε μια συνάδελφο που το ιατρείο της ήταν πέντε τετράγωνα πιο πέρα, κρέμασα ένα με τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου και μου έμεινε ένα μόνο. Είχα όμως κάπου γύρω μου πέντε κλειδιά.
Το αστείο στην όλη ιστορία είναι ότι από την ημέρα εκείνη, ποτέ πια δεν ξέχασα τα κλειδιά μου. Ακόμη και σήμερα, όταν με βλέπει ο θυρωρός μου λέει “Δεν ξέρω γιατί μου δώσατε εκείνο το κλειδί, αφού δεν το χρησιμοποιήσατε ποτέ”.
Η παράδοξη θεωρία της αλλαγής λέει ότι τότε μόνο μπορεί κανείς ν’ αλλάξει κάτι, όταν πάψει να το πολεμάει. Και αν η σχέση μου με εμένα τον ίδιο με καθοδηγεί να πάψω να με πιέζω ν’ αλλάξω, μπορώ να φανταστώ πόσο επηρεάζει τη σχέση μου με τους άλλους η πεποίθηση πως πρέπει ν’ αλλάξουν αυτοί.
Ένα από τα πράγματα που θα πρέπει να μάθουμε είναι να αποδεχόμαστε τον άλλον όπως ακριβώς είναι. Κι αυτό δεν είναι εφικτό αν πρώτα δεν μάθουμε να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας.
Χόρχε Μπουκάι “Ο δρόμος της συνάντησης”