Ελάχιστοι είναι οι γονείς που περνάνε τη βρεφική ηλικία του παιδιού τους χωρίς να ακούσουν από κάποιον ότι όλες οι προσπάθειες που κάνουν για να φροντίσουν το μωρό τους και να ανταποκριθούν στις ανάγκες του, θα έχουν ως αποτέλεσμα απλώς να το κακομάθουν. Κι αν η συμβουλή δεν έχει να κάνει με το να μην το κακομάθουν, σίγουρα θα συνδέεται με τον φόβο ότι το μωρό θα τους “κάνει ό,τι θέλει”.
Όμως ανατροφή ισχυρού δεσμού δεν σημαίνει “δίνω στο παιδί μου ό,τι ζητήσει”.
Εμείς τονίζουμε πάντα ότι οι γονείς θα πρέπει να αναταποκρίνονται στις ανάγκες του μωρού με τον κατάλληλο τρόπο, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να γνωρίζουν πότε να λένε ναι και πότε όχι. Ορισμένες φορές, από τη λαχτάρα τους να δώσουν στα παιδιά τους όλα όσα χρειάζονται, οι γονείς τούς δίνουν τελικά όλα όσα θέλουν, κι αυτό είναι όντως επιβλαβές. Οι γονείς θα πρέπει να μάθουν να διακρίνουν τις ανάγκες του παιδιού από τις επιθυμίες του.
Κατά τους πρώτους έξι μήνες ζωής, δεν είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τις ανάγκες ενός μωρού από τις επιθυμίες του, γιατί αυτά τα δύο ταυτίζονται μεταξύ τους. Και η συνεπής ανταπόκριση των γονιών σε αυτές διδάσκει στο μωρό την εμπιστοσύνη, κάτι που το κάνει αργότερα πιο δεκτικό στο να ακούσει τι μπορεί να έχει και τι όχι. Αν γνωρίσετε σε βάθος το παιδί σας, με τον ανταποκρίνεστε άμεσα στις ανάγκες του κατά τους πρώτους μήνες ζωής του, τότε θα αποκτήσετε καλή αίσθηση του πότε μπορείτε να πείτε όχι, στις μετέπειτα φάσεις.
Πολλοί νέοι γονείς μάς ρωτάνε:
“Μα αν κρατάμε το μωρό συνέχεια αγκαλιά, τρέχουμε αμέσως μόλις κλαίει, το ταΐζουμε κατ’ απαίτηση και κοιμόμαστε και μαζί του, δεν θα το κακομάθουμε;”
Άλλοι ρωτάνε μήπως αυτού του είδους η προσέγγιση δημιουργεί παιδιά που χειραγωγούν τους γύρω τους. Η απάντησή μας είναι ένα κατηγορηματικό “Όχι!”.
Στην πραγματικότητα, τόσο η εμπειρία όσο και οι έρευνες έχουν αποδείξει το ακριβώς αντίθετο:
Τα παιδιά που ξέρουν ότι οι ανάγκες τους θα καλυφθούν με συνεπή και προβλέψιμο τρόπο δεν έχουν ανάγκη να γκρινιάξουν και να κλάψουν ούτε ανησυχούν για το πώς θα πείσουν τους γονείς τους να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Η… κακομαθησιά εμφανίζεται ως πρόβλημα αργότερα, όταν η υπερβολική επιτρεπτικότητα και το παραχάιδεμα δείχνουν την ανικανότητα ορισμένων γονιών να βάλουν όρια στο παιδί τους.
Η θεωρία περί κακομαθησιάς μπορεί να ακούγεται επιστημονική.
Οι “ειδικοί” περί αγωγής, που τη διέδωσαν στις αρχές του 20ού αιώνα, τη θεωρούσαν λογική. Πίστευαν πως αν κανείς ανταποκρίνεται στο κλάμα του μωρού του παίρνοντάς το αγκαλιά, τότε το μωρό θα κλαίει περισσότερο, ώστε να το ξαναπάρουν. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι λίγο πιο πολύπλοκη απ’ αυτό. Είναι αλήθεια πως αν κρατάτε ένα νεογέννητο μωρό για πολλές ώρες στα χέρια σας, εκείνο θα διαμαρτυρηθεί όταν το αφήσετε στην κούνια του. Το μωρό αυτό έχει μάθει πώς να νιώθει καλά και όταν χρειάζεται βοήθεια για να ξαναβρεί αυτό το συναίσθημα, σας δίνει σήμα και τη ζητάει. Μακροπρόθεσμα, όμως, θα ενσωματώσει αυτή την ασφαλή αίσθηση, με αποτέλεσμα να μη χρειάζεται να κλαίει συχνά για να τραβήξει την προσοχή σας.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ανατροφή ισχυρού δεσμού», William Sears & Martha Sears, Εκδόσεις Μάρτης)