Παλαιότερα το θέμα φροντιστήριο άρχιζε να απασχολεί μια οικογένεια όταν το παιδί έφτανε στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου και του λυκείου, οπότε οι μαθητές έδιναν απολυτήριες εξετάσεις ή έπρεπε να προετοιμαστούν για τις εξετάσεις που θα έκριναν την εισαγωγή τους σε Πανεπιστήμια, Πολυτεχνεία, Ακαδημίες.
Τώρα το φροντιστήριο ξεκινάει από πολύ νωρίς. Σχεδόν… με το που τελειώνει ο θηλασμός. Σαν μανιτάρια ξεφυτρώνουν στις γειτονιές μας οι επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν την καθημερινή μελέτη των παιδιών μας, από την πρώτη τάξη του Δημοτικού, ακόμα και από το νηπιαγωγείο. Eτσι και οι μαμάδες – μπαμπάδες τους έχουν την ησυχία τους (και την αίσθηση πως κάνουν το καλύτερο, χωρίς οι ίδιοι να επιβαρυνθούν επιπλέον) και η παραπαιδεία εξαπλώνεται σε ευρύτερη ηλικιακή ομάδα. Είναι, αλήθεια, προς όφελος των παιδιών αυτό;
Ας μιλήσουν οι εκπαιδευτικοί. Ονόματα δεν δημοσιεύουμε για ευνόητους λόγους, όσοι όμως μιλάνε είναι άνθρωποι με αγάπη στη δουλειά τους και στα παιδιά, και έχουν πολλά να καταθέσουν. Oπως έχουν και τις ίδιες με εμένα απορίες. «Πώς είναι δυνατόν σε μια εποχή που ο μέσος γονιός είναι απόφοιτος τουλάχιστον Λυκείου όλο και περισσότερα παιδάκια από τις πρώτες κιόλας τάξεις του Δημοτικού να χρειάζονται επειγόντως φροντιστή εντός ή εκτός του σπιτιού;» αναρωτιέται φίλη που εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση και συνεχίζει, «όταν μάλιστα με τα πέντε κολλυβογράμματα στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 φιλότιμοι γονείς κατάφερναν να στηρίξουν μια χαρά τα παιδιά τους έως και την εισαγωγή σε Πανεπιστήμια;».
«Το διάβασμα των παιδιών στο σπίτι έχει ουσιαστικά καταργηθεί εδώ και καιρό» επισημαίνει έτερος εκπαιδευτικός, «καθώς δεν υπάρχουν ούτε ο χρόνος, ούτε η διάθεση. Τα 15 με 30 λεπτά του φαγητού το μεσημέρι ή το βράδυ είναι συνήθως ο μόνος χρόνος αλληλεπίδρασης γονιών – παιδιών. Την υπόλοιπη μέρα τα παιδιά την περνούν παρκαρισμένα σε μια οθόνη κινητού, τάμπλετ, υπολογιστή, PlayStation, με τους γονείς τους να θέλουν απλά την ησυχία τους».
Αυτούς τους γονείς έρχονται να υποκαταστήσουν δασκάλες και δάσκαλοι που αναλαμβάνουν τα απογεύματα τη μελέτη των μαθητών, ακόμα και εκείνων που είχαν το πρωί στην τάξη τους, συντηρώντας την παραπαιδεία «σε μια δωρεάν εκπαίδευση που ουσιαστικά ποτέ δεν ήταν δωρεάν. Ωθούμενοι προφανώς από τη μισθολογική εξαθλίωση τους. Και χαρίζοντας τον πολυπόθητο χρόνο στις σημερινές μητέρες που έντρομες ανακαλύπτουν πόσο εξαντλητική και απαιτητική διαδικασία είναι το μεγάλωμα έστω και ενός παιδιού».
Πρόκειται, βεβαίως, για «μια χαρά επιστήμονες που έχουν τελειοποιήσει τη διδακτική τους μέθοδο και έχουν εξελίξει όλα τα διδακτικά τους εργαλεία», για επαγγελματίες που στις περισσότερες περιπτώσεις κάνουν τη δουλειά τους όσο μπορούν καλύτερα. Είναι όμως αυτό αρκετό;
Γιατί ακόμα και αν το παιδί πάρει τη γνώση, δεν έχει πάρει αυτό το… κάτι, το ιδιαίτερο, που προκύπτει από τη μελέτη με τη βοήθεια, την επίβλεψη, έστω από τη συνύπαρξη στον ίδιο χώρο με τον μπαμπά ή με τη μαμά. Αυτό το «ανυπολόγιστα μεγάλο κέρδος, πέρα από την οικονομία χρημάτων που θα προκύψουν στον οικογενειακό κουμπαρά. Γιατί το μικρό παιδί μελετώντας με τον γονιό θα αποταμιεύσει απίστευτο πλούτο συναισθηματικών εμπειριών και βιωμάτων, που θα προκύψουν από τη στενή σχέση με ανθρώπους που το αγαπούν αληθινά το ίδιο και όχι πελατειακά, στοχεύοντας στο πορτοφόλι του».
Εξάλλου, όταν μασάς την τροφή και του τη δίνεις έτοιμη το μαθαίνεις «να επαναπαύεται. Κανένας προσωπικός κόπος, κανένα λάθος στις ασκήσεις που θα το διδάξει τις αδυναμίες του. Καμία ιδέα που να μην είναι αντιγραφή των ιδεών κάποιου άλλου». Είναι, νομίζω, προβληματισμοί και απόψεις που θα έπρεπε κάθε γονιός να υπολογίσει, πριν στραφεί προς την εύκολη λύση, πριν να στείλει το «πρωτάκι» του για μελέτη με ειδικευμένο (;) φροντιστή. Αν δεχτούμε πως στο θέμα της εκπαίδευσης των παιδιών μπορεί να υπάρχουν εύκολες λύσεις.
ΥΓ. Ευχαριστώ τη Μαρία, τη Σοφία και το Θεόδωρο που μοιράστηκαν μαζί μας τις απόψεις τους και την εμπειρία τους και τους εύχομαι να συνεχίσουν αν ασκούν (όπως και χιλιάδες άλλοι συνάδελφοί τους εκπαιδευτικοί) με την ίδια ευσυνειδησία το έργο τους.
Γράφει ο Κοσμάς Βίδος για το protagon.gr