Προφανώς, προκειμένου να ζητήσουμε μικρές χάρες όπως “παρακαλώ, μου δίνεις το αλάτι” ή “παρακαλώ, μου κρατάς την πόρτα“, η λέξη “παρακαλώ” αποτελεί επίδειξη στοιχειώδους ευγένειας – είναι ένας τρόπος να γλυκάνεις κάποιες στην πραγματικότητα ωμές εντολές: “δώσε μου το αλάτι“, ή “κράτα μου την πόρτα“.
Λέμε “παρακαλώ” στα παιδιά μας για να επιδείξουμε έναν κοινώς αποδεκτό τρόπο να ανταποκριθούμε σ’ ένα μικρό αίτημα.
Αλλά αυτό ταιριάζει καλύτερα στις πιο χαλαρές στιγμές μας.
Όταν είμαστε πραγματικά αναστατωμένοι, ένα ευγενικό “παρακαλώ” μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα. Σκεφτείτε τον παρακάτω διάλογο:
ΜΗΤΕΡΑ: (προσπαθώντας να ακουστεί ευγενική). Σε παρακαλώ, μην χοροπηδάς πάνω στον καναπέ.
ΠΑΙΔΙ: (συνεχίζει να χοροπηδάει)
ΜΗΤΕΡΑ: (πιο δυνατά). Σε παρακαλώ πολύ, μην το κάνεις αυτό.
ΠΑΙΔΙ: (χοροπηδάει ξανά)
ΜΗΤΕΡΑ: (πηγαίνει απειλητικά προς το παιδί ουρλιάζοντας). Σε “παρακάλεσα”, έτσι δεν είναι;
Τι συνέβη; Γιατί αυτή η μητέρα πέρασε από την ευγένεια στις φωνές μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα; Γεγονός είναι ότι αν εσείς έχετε διευρύνει τα όριά σας και τα παιδιά συνεχίζουν να σας αγνοούν, ο θυμός έρχεται πολύ γρήγορα. Σκέφτεστε: “Πώς τολμάει αυτό το παιδί να με αγνοεί, ενώ εγώ του φέρθηκα τόσο όμορφα; Τώρα θα του δείξω!”.
Όταν θέλετε να γίνει κάτι αμέσως, είναι προτιμότερο να μιλήσετε κατηγορηματικά παρά να παρακαλέσετε. Ένα δυνατό, σταθερό “Δεν πηδάμε στους καναπέδες!“, θα σταματούσε κατά πάσα πιθανότητα το χοροπηδητό πολύ νωρίτερα.
Αν το παιδί επιμείνει, μπορείτε σε κάθε περίπτωση να το απομακρύνετε εσείς – με μια γρήγορη, αυστηρή επανάληψη του “Δεν πηδάμε στους καναπέδες!“.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Πώς να μιλάτε στα παιδιά ώστε να σας ακούν & πώς να τα ακούτε ώστε να σας μιλούν“.