Είναι μεγάλη αλήθεια αυτά τα βρεγμένα μαξιλάρια να ξέρετε. Κι οι λόγοι για να πάρει ο ύπνος μια μαμά πάνω σε ένα μουσκεμένο μαξιλάρι είναι πολλοί. Είναι αμέτρητοι. Οι μανούλες αυτής της Γης ξέρουν τους λόγους. Και τους ξέρουν από προσωπική τους εμπειρία. Η κάθε μια περπατώντας τον δικό της δρόμο. Άλλοτε στρωμένο ρε ρόδα κι άλλοτε με αγκάθια.
Εσύ είσαι εκείνη λοιπόν που βρέχεις το μαξιλάρι σου για την τιμωρία που πήρε το αγοράκι σου για κάτι που έκανε και κατόπιν εορτής κατάλαβες πως εντάξει δεν ήταν τόσο σοβαρό μωρέ. Η αδικία όμως έχει γίνει και το νερό στο ποτάμι δεν κυλάει προς τα πίσω. Έτσι, ξέρεις ότι όσες συγνώμες κι αν πεις ή όσο κι αν μετανιώσεις τίποτα δεν θα αλλάξει.
Δάκρυα τρέχουν για τις φωνές που έβαλες επειδή εσύ είχες τα νεύρα σου, επειδή εσύ δεν ήσουν καλά και την πλήρωσε ο άμαχος (και ανήμπορος) πληθυσμός (βλέπε παιδιά).
Κι άλλα δάκρυα τρέχουν που θυμήθηκες ότι το παιδί, σου φώναζε για να σου πει “σ’ αγαπώ” κι εσύ δεν άκουγες ή του απάντησες απότομα. Τώρα μέσα στο σκοτάδι ξέρεις ότι είσαι τυχερή που σου φωνάζουν για να σου πουν “σ’ αγαπώ”.
Κι ύστερα εκείνη η ζωγραφιά που σου έφερε αλλά εσύ κατά λάθος την έβρεξες με τα νερά από τα πιάτα που έπλενες. Ναι κατά λάθος ήταν, αλήθεια. Η ζωγραφιά όμως αχρηστεύτηκε και το κοριτσάκι σου, στεναχωρήθηκε γατί ο κόπος του πήγε χαμένος.
Και μετά είδες τα παραμύθια που υποσχέθηκες ότι θα διαβάζατε πριν να πάτε για ύπνο και τελικά δεν τα διαβάσατε ποτέ. Ήταν αργά όταν πήγατε στα κρεβάτια τους είπες, αλλά τα παιδιά περίμεναν το παραμύθι. Έστω ένα. Κι εσύ αρνήθηκες.
Και σε κάτι άλλα μέρη μακρινά, μια μανούλα κουλουριασμένη στην ψάθα της κλαίει γιατί το φαγητό δεν έφτασε για όλους απόψε και γιατί εκείνη η παράξενη ασθένεια πάλι χτύπησε το χωριό τους.
Και σε κάποιο νοσοκομείο σε ένα άλλο μέρος, μια μανούλα που δεν έχει μαξιλάρι να ακουμπήσει αλλά μόνο μια καρέκλα, κλαίει για το μωρό της που αναπνέει με δυσκολία και δεν ξέρει τι θα φέρει το επόμενο πρωί.
Κι άλλη μια πιο πέρα, μουσκεύει τη μαντίλα της περιμένοντας μια βάρκα να τους περάσει απέναντι. Εκεί που λένε πως ο κόσμος είναι πιο καλός, πιο όμορφος και που δεν έχει πόλεμο. Μουσκεύει τη μαντίλα της ενώ τα παιδιά βαστιούνται γερά από τη φούστα της και κοιτάνε με τριγύρω με κάτι πελώρια και τρομαγμένα μάτια.
Και σε ένα άλλο σπίτι, σε ένα κρεβάτι με απόλυτο σκοτάδι κάτι μανούλες μουσκεύουν με τόνους δάκρυα τα μαξιλάρια τους αφήνοντας ελάχιστο φόρο τιμής στα μωρά τους που ταξίδεψαν στη γειτονιά των αγγέλων πριν προλάβουν τα μάτια τους να αντικρίσουν αυτό τον κόσμου.
Κι ίσως πιο κει κάτι άλλες γυναίκες μουσκεύουν με δάκρυα τα δικά τους μαξιλάρια γιατί δεν κατάφεραν ποτέ να γίνουν μάνες. Μάνες τις λες κι αυτές. Λόγοι μυριάδες υπάρχουν για να κλάψει μια μάνα. Λόγοι που γράφονται στο χαρτί αλλά και λόγοι που δεν υπάρχουν λέξεις για να τους δώσεις μορφή.
Πάντα όμως ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Το μαξιλάρι θα έχει στεγνώσει. Ο ήλιος θα σου δίνει ελπίδα κι εσύ θα βάζεις στοίχημα πως αυτή η μέρα θα είναι καλύτερη και πιο τυχερή από την προηγούμενη.
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο karudotsouflo.blogspot.com.
Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα άρθρα από την Ελένη και το υπέροχο blog της, εδώ