Πριν λίγο καιρό χάσαμε τον αγαπημένο μας παππού και η 5χρονη μικρή μου δεν μπορούσε να το δεχθεί. Δεν ήξερα πραγματικά πως να της μιλήσω για αυτό το τραγικό γεγονός που της έτυχε σε μια τόσο τρυφερή ηλικία και είναι αλήθεια πως για πρώτη φορά ήρθα αντιμέτωπη με τις δικές μου πεποιθήσεις και αβεβαιότητες γιατί δεν έχω καμία σιγουριά για το τί γίνεται μετά το θάνατο ούτε είχα ιδέα τι θα ήταν το σωστό να πω – ασχέτως του τι μπορεί να πιστεύω εγώ.
Δεν έβρισκα τα λόγια να της πω το οτιδήποτε για να τη καθησυχάσω και να διώξω από την ψυχή της την στενοχώρια αλλά και τον φόβο. Στην ουσία, φοβόμουν κι εγώ η ίδια να της μιλήσω και ας με είχε «βομβαρδίσει» με ερωτήσεις: Γιατί πέθανε ο παππούς; Πού πήγε; Θα ξανάρθει; Εσύ θα πεθάνεις;
Είναι αλήθεια πως οι μεγάλοι αποφεύγουμε να μιλάμε για δυσάρεστες καταστάσεις στα μικρά παιδιά γιατί δεν θέλουμε να λυπηθούν και να τρομάξουν. Μπορεί να μην τα γνωρίζουμε και να μην τα αντέχουμε όλα ως γονείς, όμως συζητώντας ανοιχτά γι’ αυτά τα θέματα δίνουμε στα παιδιά μας τις πληροφορίες που χρειάζονται και τα βοηθάμε να ρυθμίζουν τα «δύσκολα» συναισθήματά τους. Αυτά που συνήθως εμείς οι μεγάλοι αποφεύγουμε. Και επειδή ο θάνατος είναι μέρος της ζωής εντέλει, ίσως θα ήταν καλύτερα αν είχα μιλήσει στο παιδί μου γι΄ αυτό πριν φύγει ο αγαπημένος της παππούς από τη ζωή.
Ωστόσο, ποτέ δεν είναι αργά. Η απώλεια του παππού ήταν μια καλή αφορμή να δω ως γονιός διαφορετικά τα πράγματα και να βρω το θάρρος και τον τρόπο να συζητήσω με τη μικρή γι’ αυτό το ευαίσθητο θέμα.
Αναζητώντας στο ίντερνετ κάποια σχετικά βιβλία, έπεσα πάνω σε ένα υπέροχο βιβλίο από τα Ελληνικά Γράμματα με τίτλο “Μορτίνα και ο φίλος φάντασμα”.
Γυρίζοντας στο οπισθόφυλλο γνώρισα καλύτερα τη Μορτίνα και έτσι αποφάσισα να το παραγγείλω.
Ας συστηθούμε με την Μορτίνα
Η Μορτίνα, λοιπόν είναι ένα αστείο κορίτσι ζόμπι, το οποίο έχει πρωταγωνιστήσει και σε ένα ακόμα βιβλίο με τίτλο “Μια ιστορία για να πεθάνεις από τα γέλια”. Φυσικά και δεν είναι ένα συνηθισμένο κορίτσι, καθώς είναι ζόμπι. Είναι όμως ένα γλυκό ζόμπι που λαχταρά τη συντροφιά και το παιχνίδι με τα άλλα παιδιά, κάτι που δεν μπορεί να έχει αφού δεν της επιτρέπεται να εμφανίζεται μπροστά τους επειδή είναι διαφορετική από αυτά. Έτσι ζει στην Ξεπεσμένη Έπαυλη και μοιράζεται τη μοναξιά της μαζί με την αγαπημένη της θεία Εκλιπούσα και τον πιστό της φίλο, τον Μύθο, έναν αλμπίνο σκύλο με τον οποίο είναι αχώριστοι.
Και ενώ όλα κυλούν, ας το πούμε μονότονα, στη ζωή της Μορτίνα συντελείται μια τεράστια αλλαγή όταν ξαφνικά εμφανίζεται στην Ξεπεσμένη έπαυλη ένα παιδί φάντασμα και μάλιστα παραμονές της γιορτής της Παμπάλαιης Πρωτοχρονιάς. Η Μορτίνα, όπως είναι φυσικό, θέλει να μάθει τα πάντα για τον νέο της επισκέπτη, αλλά εκείνος δεν θυμάται ούτε το όνομά του. Ωστόσο δεν έχουν και πολύ χρόνο στη διάθεσή τους, γιατί αν δεν ανακαλύψουν την ταυτότητα του φαντάσματος, τότε εκείνο θα εξαφανιστεί. Έτσι ξεκινά μια γιγάντια έρευνα, στην οποία συμμετέχει και το παιδί με τη βοήθεια του γονιού, προκειμένου να βρεθούν στοιχεία για την ταυτότητα του νέου της φίλου. Η έρευνα είναι σημαντική αλλά εξελίσσεται με ξεκαρδιστικό τρόπο και πολλή αγωνία.
Και έτσι το διαβάσαμε μαζί…
Διαβάζοντας καθημερινά το βιβλίο στη μικρή μου κόρη, ανοίξαμε πολλές συζητήσεις για την απώλεια, τον θάνατο και όχι μόνο.
Μέσα από αυτή την μικρή περιπέτεια της Μορτίνα και την αγωνία της να βρει σύντομα πληροφορίες για τον νέο της φίλο προκειμένου να μην τον χάσει, η μικρή κατάλαβε πως κανένας δεν φεύγει από τη ζωή, από τη στιγμή που ζει μέσα στην καρδιά και το μυαλό μας και πως οι όμορφες αναμνήσεις που έχει μοιραστεί με τον παππού είναι το πιο γλυκό καταφύγιο και ο καλύτερος τρόπος για να κρατήσει φωτεινή την εικόνα του στην καρδιά της. Τόσο φωτεινή, όπως αυτό το υπέροχο βιβλίο που το εξώφυλλό του έχει την πρωτοτυπία να λάμπει στο σκοτάδι.
Αυτό που “πήρα” εγώ, ως γονιός από αυτό το βιβλίο ήταν ότι με βοήθησε να είμαι ειλικρινής με το παιδί μου και, επιτέλους, να πω τα πράγματα με το όνομά τους. Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του βρήκαμε δεκάδες λόγους για να εκφραστούμε. Η μικρή, για παράδειγμα, με αφορμή το αγόρι φάντασμα, τη λέξη “Φερέτρο” που αναφερόταν στο βιβλίο, τη θεία “Εκλιπούσα” με ρώτησε πολλά πράγματα και έπειτα εξομολογήθηκε όλα όσα νιώθει. Κι εγώ την άκουγα προσεκτικά, χωρίς να της κάνω καμία υπόδειξη για το πως πρέπει να αισθάνεται. Άλλωστε κάθε παιδί “θρηνεί” διαφορετικά. Από τη πλευρά μου, παραδέχτηκα, επιτέλους, πως κι εγώ νιώθω πολύ στενοχωρημένη που δεν έχω τον παππού κοντά μου και μαζί αποδεχτήκαμε τα “λυπημένα” όπως είπε, συναισθήματά μας, γιατί είναι φυσιολογικό και ανθρώπινο να είναι κανείς λυπημένος και θυμωμένος, όπως είναι φυσιολογικό να είναι κανείς και χαρούμενος και περίεργος και τσαντισμένος για όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή και τον θάνατο.
Όπως ακριβώς κάνει και η Μορτίνα.
Αν και τελειώσαμε το βιβλίο σε λίγες μέρες, η μικρή ήθελε να το ξαναδιαβάσουμε. Και είναι λογικό. Τα μικρά παιδιά συνήθως επανέρχονται με τις ίδιες ερωτήσεις για το θέμα που τους απασχολεί, γιατί είναι ο τρόπος τους να μαθαίνουν μέσα από την επανάληψη, μέχρι να καλυφθούν. Η Μορτίνα με τις περιπέτειές της ήταν αυτή που μας βοήθησε να ανοίξουμε την πόρτα στο μυστήριο του θανάτου με έναν γλυκό και φιλικό τρόπο, και να νιώσουμε, μητέρα και κόρη, ασφαλείς συναισθηματικά στην εξερεύνηση αυτού του κόσμου που όσο κι αν θέλουμε να τον απωθούμε, είναι μέρος της ζωής.