Στο μεγάλωμα των παιδιών, τα πάντα εξαρτώνται από τη σχέση αγάπης ανάμεσα στον γονιό και στο παιδί. Τίποτα δεν λειτουργεί σωστά αν δεν καλύπτονται οι ανάγκες ενός παιδιού για αγάπη. Μόνο το παιδί που νιώθει πραγματικά ότι το αγαπούν και ότι νοιάζονται για εκείνο μπορεί να βάλει τα δυνατά του να τα καταφέρει. Είναι σίγουρο ότι αγαπάτε αληθινά το παιδί σας, αν όμως εκείνο δεν το συναισθάνεται – αν δεν μιλάτε τη γλώσσα της αγάπης που του επικοινωνεί την αγάπη σας – δεν θα νιώθει ότι αγαπιέται.
Η πλήρωση της συναισθηματικής δεξαμενής
Αν μιλάτε τη γλώσσα της αγάπης του παιδιού σας, μπορείτε να γεμίσετε τη «συναισθηματική δεξαμενή» του με αγάπη. Όταν το παιδί σας νιώθει ότι το αγαπάτε, είναι πολύ πιο εύκολο να πειθαρχεί και να εκπαιδευτεί απ’ ό,τι όταν η «συναισθηματική δεξαμενή» του κοντεύει σχεδόν να αδειάσει.
Κάθε παιδί έχει μια συναισθηματική δεξαμενή, έναν χώρο συναισθηματικής δύναμης που μπορεί να το τροφοδοτεί με την αντοχή που χρειάζεται τις απαιτητικές μέρες της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας. Όπως ακριβώς τα αυτοκίνητα κινούνται χάρη στα καύσιμα που υπάρχουν στο ρεζερβουάρ, έτσι και τα παιδιά αντλούν την κινητήρια δύναμή τους από τους συναισθηματικές τους δεξαμενές. Πρέπει λοιπόν να τις γεμίζουμε έτσι ώστε τα παιδιά να λειτουργούν όπως πρέπει και να αναπτύσσουν στο έπακρο όλες τις δυνατότητές τους.
Με τί γεμίζουμε όμως αυτές τις δεξαμενές; Με αγάπη, φυσικά, αλλά με το συγκεκριμένο είδος αγάπης που θα επιτρέψει στα παιδιά μας να αναπτυχθούν και να λειτουργούν σωστά.
Πρέπει να γεμίζουμε τις συναισθηματικές δεξαμενές των παιδιών μας με ανεπιφύλακτη αγάπη, επειδή η πραγματική αγάπη είναι πάντα ανεπιφύλακτη. Η ανεπιφύλακτη αγάπη είναι μια αγάπη πλήρης που αποδέχεται και επιβεβαιώνει ένα παιδί γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτά που κάνει. Ό,τι κι αν κάνει (ή δεν κάνει) το παιδί, ο γονιός εξακολουθεί να το αγαπάει. Δυστυχώς, κάποιοι γονείς αγαπούν με όρους. Η αγάπη τους εξαρτάται από κάτι άλλο πέρα από την ύπαρξη του παιδιού τους. Η αγάπη με όρους βασίζεται στην απόδοση και συχνά συσχετίζεται με τεχνικές εκπαίδευσης που προσφέρουν δώρα. ανταμοιβές και προνόμια στα παιδιά αν συμπεριφέρονται ή αποδίδουν με επιθυμητούς τρόπους.
Η Μόλι θυμάται ότι μεγάλωσε σε ένα σπίτι με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες. Ο πατέρας της εργαζόταν εκεί κοντά και η μητέρα της τον περισσότερο καιρό ασχολιόταν με τα οικιακά, πέρα από μια δουλίτσα μερικής απασχόλησης. Και οι δυο γονείς της ήταν άνθρωποι εργατικοί που καμάρωναν για το σπίτι και την οικογένειά τους. Ο μπαμπάς της Μόλι μαγείρευε το βραδινό και μετά καθάριζε την κουζίνα μαζί με τη Μόλι. Το Σάββατο ήταν η ημέρα που έκαναν τις δουλειές και τα ψώνια της εβδομάδας, ενώ τα σαββατόβραδα απολάμβαναν όλοι μαζί χοτ – ντογκ ή χάμπουργκερ. Τα κυριακάτικα πρωινά όλη η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία και το βράδυ μαζεύονταν και διασκέδαζαν με τους συγγενείς τους.
Όταν η Μόλι και ο αδερφός της ήταν μικρότεροι, οι γονείς τους συνήθιζαν να τους διαβάζουν σχεδόν καθημερινά. Αργότερα, όταν ξεκίνησαν το σχολείο, τους ενθάρρυναν πάντα να μελετούν και να είναι καλοί μαθητές. Ήθελαν να δουν και τα δυο τους παιδιά να σπουδάζουν, κάτι που οι ίδιοι δεν είχαν την ευκαιρία να κάνουν.
Στο γυμνάσιο, μια από τις φίλες που έκανε η Μόλι ήταν η Στέφανι. Ήταν συμμαθήτριες και πολλές φορές έτρωγαν μαζί το μεσημεριανό τους. Ποτέ δεν επισκέπτονταν όμως η μία το σπίτι της άλλης. Αν το έκαναν, θα είχαν διαπιστώσει τεράστιες διαφορές. Ο πατέρας της Στέφανι ήταν επιτυχημένο διοικητικό στέλεχος που παρείχε μια ζωή με όλες τις ανέσεις στην οικογένειά του. Τον περισσότερο καιρό έλειπε από το σπίτι. Η μητέρα της Στέφανι ήταν νοσηλεύτρια και τον αδερφό της τον είχαν στείλει εσωτερικό σε ιδιωτικό σχολείο. Λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων και των δύο γονιών η οικογένεια έτρωγε συχνά έξω.
Η Μόλι και η Στέφανι ήταν πολύ καλές φίλες μέχρι την τρίτη γυμνασίου, οπότε η Στέφανι γράφτηκε σε ένα προπαρασκευαστικό σχολείο για το κολέγιο κοντά στο σπίτι των παππούδων της. Την πρώτη χρονιά, τα κορίτσια αντάλλασσαν γράμματα. Μετά, όταν η Στέφανι απόκτησε φίλο, τα γράμματα αραίωσαν και τελικά σταμάτησαν. Η Μόλι έκανε καινούργιες φιλίες και άρχισε να βγαίνει με ένα αγόρι από το σχολείο της. Λίγο αργότερα η οικογένεια της Στέφανι μετακόμισε και η Μόλι δεν έλαβε ξανά νέα της.
Αν λάμβανε, θα είχε πληροφορηθεί με λύπη ότι η Στέφανι, μετά τον γάμο της και την απόκτηση του παιδιού της, συνελήφθη για εμπορία ναρκωτικών και καταδικάστηκε σε φυλάκιση αρκετών ετών. Ενώ εξέτιε την ποινή της, ο σύζυγός της την εγκατέλειψε. Η Μόλι, αντίθετα, είχε έναν ευτυχισμένο γάμο και δύο παιδιά.
Τι έπαιξε ρόλο στην εξέλιξη των δυο παιδικών φιλενάδων;
Παρότι δεν μπορεί να δοθεί μία και μόνη απάντηση, ο λόγος που εξελίχθηκαν τόσο διαφορετικά αντικατοπτρίζεται εν μέρει στην εξομολόγηση που έκανε κάποτε η Στέφανι στον ψυχοθεραπευτή της: “Ποτέ δεν ένιωσα ότι με αγαπούσαν οι γονείς μου. Με τα ναρκωτικά πρωτομπλέχτηκα επειδή ήθελα να είμαι αρεστή στους φίλους μου”. Τα λόγια της δείχνουν ότι προσπαθούσε όχι τόσο να επιρρίψει ευθύνες στους γονείς της όσο να καταλάβει τον ίδιο της τον εαυτό.
Προσέξατε τι είπε η Στέφανι; Δεν έφταιγε το ότι δεν την αγαπούσαν οι γονείς της, αλλά το ότι εκείνη δεν ένιωθε ότι την αγαπούσαν. Οι περισσότεροι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους και θέλουν επίσης να τα κάνουν να νιώθουν ότι τα αγαπούν, αλλά ελάχιστοι ξέρουν πώς να μεταδώσουν αποτελεσματικά το συναίσθημα αυτό. Μόνο αν μάθουν να τα αγαπούν ανεπιφύλακτα και χωρίς όρους μπορούν να τους δώσουν να καταλάβουν ότι τα αγαπούν πραγματικά.
Απόσπασμα: Οι 5 γλώσσες της αγάπης που καταλαβαίνουν τα παιδιά, εκδόσεις Μίνωας, Γκάρι Τσάπμαν και Ρος Κάμπελ