Τα παιδιά μου είναι ακόμη μικρά. Υπολογίζω ότι θα μεσολαβήσουν ακόμα δύο δεκαετίες πριν κάποιο με κάνει γιαγιά. Έχοντας περάσει όμως ένα καλοκαίρι παρακολουθώντας παππούδες και γιαγιάδες να φροντίζουν τα εγγόνια τους, ώστε να δώσουν μια χείρα βοηθείας στα εργαζόμενα παιδιά τους, βρέθηκα περισσότερες από μία φορές να συμμετέχω σε συζητήσεις σχετικά με αυτό το φαινόμενο. Ένα φαινόμενο που δεν περιορίζεται στο διάστημα των καλοκαιρινών διακοπών, καθώς είναι εκατοντάδες χιλιάδες οι οικογένειες που αναθέτουν την καθημερινή φύλαξη των παιδιών τους σε παππούδες και γιαγιάδες.
Συχνά η φροντίδα ξεκινά από τους πρώτους μήνες της ζωής του μωρού και μπορεί να ολοκληρώνεται μετά το τέλος του δημοτικού σχολείου ή και στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, καθώς, ακόμα και όταν το παιδί εντάσσεται στο σχολικό περιβάλλον και ωράριο, υπάρχει ανάγκη για φύλαξη τις ώρες που μεσολαβούν από το σχόλασμα έως την επιστροφή των γονιών στο σπίτι. Τι είναι λοιπόν αυτό που ωθεί 60άρηδες, 70άρηδες ή και 80άρηδες να αναλαμβάνουν αυτό το βαρύ έργο; Είναι θεμιτό; Είναι αναμενόμενο; Είναι δεδομένο; Έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν και, αν το κάνουν, είναι αυτό κατακριτέο; Είναι εγωιστικό; Είναι καταδικαστέο;
Έρευνες ψυχολόγων διαβεβαιώνουν τη θετική επίδραση που έχει η συχνή επαφή με τον παππού και τη γιαγιά στην πνευματική και ψυχική υγεία των παιδιών. Φυσικά, διατυπώνονται συχνά και προβληματισμοί σχετικά με το πόσο παρεμβατικοί μπορεί να είναι στη διαπαιδαγώγιση των εγγονιών τους. Υπάρχουν επίσης μελέτες που διαπιστώνουν οφέλη σε πνευματικό και σωματικό επίπεδο για τους ίδιους τους παππούδες που φροντίζουν τα εγγόνια τους. Δυσκολεύομαι ωστόσο να πιστέψω ότι η «υπόσχεση» ότι θα ωφεληθούν μακροπρόθεσμα είναι ο λόγος που τους ωθεί να αναλάβουν το μεγάλωμα των «δυο φορές παιδιών τους». Ποιο είναι λοιπόν το κίνητρό τους;
Είναι, φυσικά, πολλοί που είναι απλώς άνθρωποι της προσφοράς και του καθήκοντος, και μάλιστα παίρνουν από την κοπιαστική εργασία που αναλαμβάνουν ικανοποίηση και χαρά. Υπάρχουν αυτοί που έχουν περίσσευμα αγάπης και την ανάγκη να το δώσουν – τι καλύτερο από το να το προσφέρουν στα παιδιά των παιδιών τους; Για άλλους είναι μια δεύτερη ευκαιρία να κάνουν όσα δεν έκαναν με τα παιδιά τους, να διορθώσουν παλιά λάθη, τώρα που είναι πιο έμπειροι, που έχουν περισσότερο χρόνο και ιώβεια υπομονή, να ξαναγεμίσουν την «άδεια φωλιά» τους.
Κάποιοι βέβαια νιώθουν βαριά την ευθύνη και την υποχρέωση στους κυρτωμένους ώμους τους και στα τρεμάμενα άκρα τους· στην καρδιά και στο μυαλό τους παλεύει το αίτημα του παιδιού τους για βοήθεια και η δική τους ανάγκη για ξεκούραση. Και μερικοί αισθάνονται ότι αναγκάζονται να αγνοήσουν ή να βάλουν στην αναμονή τα σχέδια, τις επιθυμίες, τα όνειρα, όσα θα έκαναν «όταν θα μεγαλώσουν τα παιδιά». Η αλήθεια είναι ότι πολλοί παππούδες και γιαγιάδες διανύουν εξαιρετικά παραγωγικές ηλικίες, ζουν γεμάτες ζωές, απολαμβάνοντας δραστηριότητες και παρέες και εξερευνώντας νέα ενδιαφέροντα και πεδία, τα οποία θα ήταν απρόθυμοι να εγκαταλείψουν. Έχουν όμως δικαίωμα να εκφράσουν τις επιφυλάξεις τους; Έχουν δικαίωμα να βάλουν όρια; Έχουν τελικά δικαίωμα να αρνηθούν; Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η πλειονότητα θα τους χαρακτήριζε εγωιστές, τα παιδιά τους θα θύμωναν και θα προκαλούνταν ρήγμα στον οικογενειακό ιστό.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, η παροχή βοήθειας προς τους νέους γονείς από τους παππούδες και τις γιαγιάδες είναι αυτονόητη. Οι ανάγκες όλων όμως θα πρέπει να μπαίνουν στην ίδια ζυγαριά, γιατί είναι εξίσου σημαντικές. Η ευθύνη για το μεγάλωμα των παιδιών βαρύνει πρωταρχικά τους γονείς και ο ρόλος των παππούδων θα πρέπει να είναι υποστηρικτικός και προαιρετικός.
Άρθρο της Μαρίας Αθανασίου στην Καθημερινή