Χωρισμένη, χωρίς αδέρφια και χωρίς γονείς – είχαν φύγει από τη ζωή όταν η μικρή ήταν 5 ετών – έμεινα μόνη με ένα παιδί. Όχι ότι δεν είχα σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο και όχι ότι δεν ήμουν έτοιμη γι’ αυτό, τουλάχιστον μετά το διαζύγιό μου. Άλλωστε οι γονείς μου ήταν ήδη μεγάλοι, και ήξερα ότι η φυσική συνέπεια των πραγμάτων θα ήταν αυτή.
Φυσικά χρήματα για εσωτερική βοήθεια δεν υπήρχαν, ο πατέρας της μικρής ήταν επίσης υπάλληλος, δεν έμενε καν κοντά μας για να μπορεί να είναι ανά πάσα στιγμή εδώ (εκτός Σ.Κ) και έτσι τα έκανα όλα μόνη μου. Ευτυχώς τις καθημερινές όπου δούλευα, υπήρχε ο παιδικός σταθμός και στη συνέχεια το σχολείο. Μέχρι και την Τρίτη δημοτικού είχα βολέψει τα ωράριά μου με τον εργοδότη μου – ευτυχώς ήμουν τυχερή και ο άνθρωπος είχε κατανόηση – και μπορούσα να πηγαίνω και να φέρνω το παιδί από τον παιδικό σταθμό και το σχολείο. Για να είμαι συνεπής στην εργασία μου, επειδη έφευγα νωρίτερα, έπαιρνα δουλειά και στο σπίτι.
Όταν η μικρή θα πήγαινε Τετάρτη δημοτικού το λογιστικό γραφείο όπου δούλευα έκλεισε γιατί ο εργοδότης μου αποφάσισε ότι θα έμενε μόνιμα στην επαρχία και θα άνοιγε εκεί ένα νέο γραφείο. Φυσικά με έπιασε πανικός, δεν είχα ιδέα τι θα έκανα με το παιδί.
Για καλή μου τύχη, με σύστησε σε ένα άλλο λογιστικό γραφείο, σε άλλη περιοχή της Αθήνας και ξεκίνησα εκεί. Φυσικά δεν ήταν δυνατόν να μπορώ να φύγω για να πάω να πάρω τη μικρή από το σχολείο, ούτε να είμαι σπίτι όταν εκείνη επέστρεφε.
Το σχολείο απήχε από το σπίτι 8 λεπτά με τα πόδια, αλλά ένα παιδί Τετάρτης δημοτικού δεν θεωρώ ότι είναι μεγάλο ώστε να γύρισει σπίτι μόνο του, να διασχίσει λεωφόρους και να περάσει φανάρια. Ίσως μου πείτε ότι δεν είναι και μικρό. Το δέχομαι, αλλά θα ένιωθα πιο άνετα αν το παιδί μου ήταν στην έκτη και φυσικά ακόμα καλύτερα αν ήμουν στο σπίτι να το υποδεχτώ. Από την άλλη οι μητέρες που ήξερα καλύτερα και είχα το θάρρος να τους ζητήσω βοήθεια δεν άφηναν τα παιδιά τους ολοήμερο ή τα έπαιρνε ο παππούς και η γιαγιά στο σπίτι, που δεν ήταν καθόλου κοντά στο δικό μας (με τα πόδια).
Έτσι, ξεκινήσαμε το νέο μας πρόγραμμα. Η μικρή έφευγε με το κλειδί του σπιτιού μέσα στην τσάντα της και πήγαινε στο σπίτι. Της είχα μιλήσει για όλους τους πιθανούς κινδύνους: ότι δεν μιλάμε σε αγνώστους, πως όταν περπατάμε έχουμε το μυαλό μας στον δρόμο, πώς ελέγχουμε τα φανάρια για να περάσουμε απέναντι, πως – αν νιώσει ότι κινδυνεύει από κάτι ή κάποιον μπαίνει σε ένα κατάστημα και ζητάει βοήθεια κ.λ.π. και γενικά είχαμε μιλήσει για όλα όσα πρέπει να ξέρει ένα παιδί. Της αγόρασα και ένα κινητό – αν και ήμουν ενάντια στην ιδέα να έχει ένα παιδί Τετάρτης δημοτικού κινητό. Όμως στις συγκεριμένες συνθήκες ένα απλό κινητό ήταν απαραίτητο για την δική της ασφάλεια και τη δική μου ηρεμία.
Είχα ένα τεράστιο φόβο αν το παιδί μου θα ήταν ασφαλές και αν θα ζοριζόταν ψυχολογικά που επέστρεφε σε ένα άδειο σπίτι, κλείδωνε πίσω της την πόρτα – όπως της είχα πει – και ζέσταινε μόνη της το φαγητό της στο φούρνο μικροκυμάτων. (Και με τους φούρνους μικροκυμάτων δεν είμαι τόσο φιλική αλλά δεν ήθελα να μπω στη διαδικασία αν ξέχασε να κλείσει το μάτι της κουζίνας, πράγμα που έχει συμβεί σε μένα άπειρες φορές που είμαι ενήλικη και -υποτίθεται- προσεκτική).
Η μικρή επέστρεφε στο σπίτι και έκανε με ευλάβεια όσα της είχα πει. Ήταν προσεκτική στο δρόμο, πρόσεχε να μην χάσει τα κλειδιά του σπιτιού, ζέσταινε μόνη της το φαγητό της σε περίπτωση που ξαναπεινούσε μέχρι να γυρίσω στο ειδικό “τάπερ” για να μην πάρουμε καμιά φωτιά, διάβαζε τα μαθήματά της, και με περίμενε. Επέστρεφε γύρω στις 4.30 (από το ολοήμερο) και εγώ επέστρεφα γύρω στις 7.00 σπίτι.
Δεν ήταν εύκολο ούτε για εκείνη. Τους πρώτους μήνες με έπαιρνε τηλέφωνο και μιλούσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής της με τα πόδια, γιατί ένιωθε μεγαλύτερη σιγουριά. Όταν πήγαινε σπίτι μου τηλεφωνούσε πολύ συχνά για να μου πει ότι άκουσε έναν θόρυβο που την τρόμαξε, να μου πει ότι χτύπησαν το κουδούνι και δεν άνοιξε σε κανέναν όπως της είχα πει, να μου πει ότι έγινε διακοπή ρεύματος και φοβήθηκε, ότι είχε ξεχάσει την ομπρέλα της στο σχολείο και έγινε παπί μέχρι να γυρίσει και πολλά άλλα. Μετά με ξανάπαιρνε να δει αν φτάνω, αν ξεκίνησα από τη δουλειά, που είμαι τώρα. Έλειπα του παιδιού και με ήθελε κοντά του. Αυτό με γέμιζε με χιλιάδες τύψεις, αλλά δεν γινόταν να κάνω αλλιώς.
Όμως αυτή η εμπειρία μας έφερε πιο κοντά. Δεθήκαμε ακόμα περισσότερο κι εγώ της έδειξα εμπιστοσύνη. Κι αυτό την δυνάμωσε, την έκανε πιο υπεύθυνη, την “μεγάλωσε”. Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι το παιδί μου “μεγάλωσε” πριν την ώρα του, ωρίμασε πιο γρήγορα γιατί αυτές ήταν οι συνθήκες. Όμως έπρεπε να τα βγάλουμε πέρα και θα το καταφέρναμε μόνο αν η μία πίστευε στην άλλη. Εγώ σε εκείνη ότι θα μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό της και εκείνη σε μένα, πως ό,τι κι αν γινόταν εγώ θα ήμουν εκεί, αλλά και στον εαυτό της.
Σήμερα πηγαίνει Δευτέρα Γυμνασίου και βλέπω πως αυτή η μικρή μας δυσκολία της έκανε καλό. Είναι ένα πλάσμα που στέκεται στα πόδια του και που μπορεί να αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού του. Πολλές φορές θέλει να κάνει περισσότερα πράγματα, που είναι για μεγαλύτερα παιδιά από την ηλικία της. Το ξέρω ότι μπορεί. Αλλά θέλω κάθε πράγμα να γίνεται στον καιρό του, όταν, τουλάχιστον, το επιτρέπουν οι συνθήκες.