Η κόρη μου καθόταν απέναντί μου και περίμενε να της απαντήσω σ’αυτό που με είχε ρωτήσει. Είχα την υποψία ότι τα αισθήματα που’νιωθα γι’αυτή δημιουργούσαν μια ταύτιση μαζί της που -κατά κάποιο τρόπο- μου θόλωνε το μυαλό και μ’εμπόδιζε να δω ανεπηρέαστα, απροκατάλυπτα, καθαρά κι αντικειμενικά, μ’αληθινή φροντίδα το πρόβλημά της. Την κοιτούσα και αναρωτιόμουν:
Άραγε θα μπορούσα να δω αυτό το παιδί -τότε, ύστερα από δεκατρία χρόνια καθημερινής ζωής μαζί του-, θα μπορούσα να τη δω σαν να’ταν παιδί κάποιου άλλου, που το βλέπω για πρώτη φορά; Αν το παιδί μου δεν ήταν δικό μου, δεν θα’χα πιο καθαρό κι ανεπηρέαστο μυαλό για το πώς πρέπει να φερθώ και τι να κάνω;
Έχετε παρατηρήσει πόσο εύκολα συμβουλεύουμε τους άλλους για το πώς πρέπει να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, ενώ μας είναι εξαιρετικά δύσκολο να δούμε τι πρέπει να κάνουμε για τα δικά μας;
Αυτές οι σκέψεις γεννήθηκαν πριν από χρόνια μέσα μου, όταν ένιωσα ότι η απάντηση που πήγα να δώσω στην κόρη μου τότε ήταν κάτι νεκρό. Κάτι που έβγαινε από μια γνώση απολιθωμένη, κατασταλαγμένη, που την έχω αποθηκεύσει εδώ και καιρό. Που σ’αυτήν έχω βασιστεί για να φτιάξω διάφορες θεωρίες. Που σε κάθε ευκαιρία ανοίγω το ντουλάπι της και βγάζω έτοιμες συνταγές.
Μήπως ήταν μια ευκαιρία να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό με το παιδί μου; Οποιοδήποτε θέμα δικό της παρουσιάζεται, όσο κι αν πιστεύω ότι το ξέρω, να το ξαναπιάνω απ’την αρχή και να το εξετάζουμε μαζί, σαν να ήταν για πρώτη φορά; Δεν είναι πιο καλά να ανακαλύπτεις μαζί με το παιδί σου την αλήθεια κάποιου πράγματος, τη σωστή τοποθέτηση ενός προβλήματος;
Τι είδους βαθιά καλλιέργεια μπορεί να κερδίσει ένα παιδί από κάποιο “απόφθεγμα-καπέλο” και μια εντολή που πρέπει να υπακούσει;
Αν είναι σωστό εκείνο που σημείωνα στην αρχή αυτού του βιβλίου, ότι για να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά μας πρέπει πρώτα να εκπαιδευτούμε εμείς, και για να μην έχουν έως τότε… γεράσει τα παιδιά μας πρέπει να γίνει ταυτόχρονα η δική τους κι η δική μας εκπαίδευση, τότε δεν μοιάζει να’ναι ένας καλός τρόπος ν’ανακαλύπτουμε μαζί με τα παιδιά μας, κάθε στιγμή, με φρέσκο μάτι, πώς πρέπει να φερθούμε και τι πρέπει να κάνουμε για εκείνα;
Αν συμφωνήσει κανείς με αυτό, τότε το πρώτο ερώτημα που γεννιέται είναι: τι εμποδίζει να συμβαίνουν έτσι τα πράγματα; Μήπως ότι έχουμε κάποιες αποκρυσταλλωμένες εικόνες και ιδέες για τον εαυτό μας και την ανατροφή των παιδιών που, χωρίς ενδοιασμό, τις φοράμε καπέλο σ’όποια περίπτωση παρουσιάζεται; Κι αυτές οι ιδέες, οι θεωρίες, που’χουν διαμορφωθεί από πράγματα που’χουμε ακούσει, διαβάσει ή… πάθει, μήπως είναι ένας τοίχος που εμποδίζει να δούμε τις πραγματικές ανάγκες των παιδιών μας;
Όταν παρατηρούμε ένα παιδί που δεν είναι δικό μας ή παρακολουθούμε μια συζήτηση για κάποιο πρόβλημα ενός άλλου παιδιού με το γονιό του ή όταν κάποιος γονιός μάς λέει τα προβλήματα που έχει με το παιδί του, τότε ακούμε και βλέπουμε χωρίς “προσωπικό” ενδιαφέρον. Χωρίς ταύτιση με το παιδί, αλλά από απόσταση, και μπορούμε να κάνουμε μια σωστή παρατήρηση. Άραγε αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχουμε κανενός είδους εξαρτήσεις απ’το ξένο παιδί ή μήπως είναι εύκολα τα πράγματα επειδή το ξένο παιδί δεν το αγαπάμε;
Και είναι αγάπη να ακούς κάποιον με θολωμένο μυαλό;
Είναι αγάπη να μεγαλώνεις το παιδί σου με τον ίδιο τρόπο-καλούπι που μεγαλώνουν τα παιδιά εδώ κι αιώνες, χωρίς ν’αναρωτιέσαι για την ορθότητα του μοντέλου;
Είναι αγάπη να προσπαθείς να του δώσεις ό,τι στερήθηκες εσύ ως παιδί, και όχι ό,τι πραγματικά έχει εκείνο ανάγκη;
Είναι ανάγκη να ικανοποιείς όλες τις επιθυμίες του παιδιού σου επειδή βαριέσαι ν’ασχοληθείς μαζί του;
Είναι αγάπη η απομόνωση των παιδιών στην οικογένεια, που τα κάνει καχύποπτα προς τους άλλους;
Είναι αγάπη ο εγωισμός που κρατάει τα παιδιά φυλακισμένα δίπλα μας;
Είναι αγάπη να ασκείς στα παιδιά την εξουσία που δεν μπορείς να ασκήσεις σε κανέναν άλλο;
Είναι αγάπη να ξεσπάς στο παιδί σου την καταπίεση που κουβαλάς απέξω;
Είναι αγάπη να προσπαθείς να το βάλεις νακολουθήσει το επάγγελμα που θες εσύ και να μην αφήνεις ν’ανθίσει μέσα του η πραγματική του κλίση;
Είναι αγάπη η υπερπροστασία που φτιάχνει τους αυριανούς ανίκανους, ανασφαλείς ενηλίκους;
Κοιτάζοντας τότε την κόρη μου που περίμενε απάντηση, άρχισα να αμφιβάλλω για το αν την αγαπάω, όπως νόμιζα. Αν την αγαπάω αληθινά, βαθιά, με πραγματική φροντίδα, χωρίς να θέλω μ’αυτή την αγάπη να ικανοποιήσω ή να καλύψω κάποια δική μου ανάγκη, να θρέψω το “εγώ” μου. Δηλαδή, αν την αγαπάω με ανιδιοτέλεια, λες και το παιδί μου δεν ήταν δικό ΜΟΥ. (Το “μου” όλο με κεφαλαία για να τονίζεται η ιδιοκτησία.)
Νίκος Πιλάβιος, Τα ευτυχισμένα παιδιά θέλουν γονείς χωρίς “εγώ”, εκδόσεις Καστανιώτη
Διαβάστε επίσης:
Δεν υπάρχει κανείς πάνω σε αυτή τη γη που να προσπαθεί τόσο σκληρά, όσο μια μαμά