Ο Βίννικοτ θεωρεί ότι 3 “λειτουργίες” της μητέρας εξασφαλίζουν τη σωστή ανάπτυξη του μωρού:
1. Η μητέρα σαν “παρουσία”, (l’object-presenting)
Είναι εκεί, πάντα έτοιμη να απαντήσει στις ανάγκες του παιδιού της κάθε στιγμή. Αυτή η λειτουργία επιτρέπει στο παιδί να αισθανθεί την δική του παρουσία σαν υπαρκτή, πραγματική, αλλά του δίνει και την εντύπωση ότι αυτό “δημιουργεί”. Ότι ελέγχει την μητέρα προσδίδοντάς του την αίσθηση «παντοδυναμίας» που αναφέραμε παραπάνω.
2. Η μητέρα που “συγκρατεί”(holding)
Δηλαδή προσφέρει την βάση της ανάπτυξης του νεοσύστατου εγώ. Η μητέρα και το παιδί είναι συγχωνευμένοι ψυχικά. Η φροντίδα, η αγκαλιά, το «κράτημα» επιτρέπει στο παιδί να αισθάνεται το σώμα του και τις εντάσεις του, τις οποίες δεν μπορεί από μόνο του να τις ελέγξει. Η φροντίδα το προστατεύεται από το άγχος. Συγχρόνως η μητέρα αισθάνεται την κατάσταση του παιδιού, αισθάνεται τι νιώθει, δημιουργώντας μέσα απ’αυτήν την “κατανόηση” τα όρια της ψυχοκινητικής ανάπτυξης του. Δημιουργώντας τα όρια μέσα στα οποία θα δημιουργήσει το “εγώ είμαι“.
3. Η φροντίδα της μητέρας προσφέρει την δυνατότητα της “ψυχικής χειριστικότητας” του παιδιού (handling)
Μέσω του χειρισμού της μητέρας το παιδί αρχίζει να αντιλαμβάνεται την «εσωτερικότητα» του καθώς και τα όρια του σώματός του. Αντιλαμβάνεται την σωματική του διάπλαση που βοηθάει στην ανάπτυξη της διανοητικής του λειτουργίας. Δηλαδή σαν να πραγματοποιείται η εγκατάσταση της ψυχής μέσα στο σώμα.
Η αρκετά καλή μητέρα
Ο Βίννικοτ θεωρεί μια μητέρα αρκετά καλή στο βαθμό που ενώ η εξάρτηση ανάμεσα σ’αυτήν και το παιδί της είναι όλο και περισσότερο δυνατή, αυτή είναι ικανή να το βοηθήσει ν’αντέξει και μάλιστα να διδαχτεί απ’την δυσφορία που θα νιώσει απ’την απουσία της. Δηλαδή να είναι παρούσα, αλλά χωρίς αυτή η παρουσία να γίνεται κτητική και υπερπροστατευτική.
Που σημαίνει να’ναι ικανή να κυριαρχήσει στο δικό της συναίσθημα «στέρησης» του παιδιού. Να το βοηθήσει να οργανώνει μόνο του την παρουσία και την απουσία της. Ο τρόπος λοιπόν που θα οργανώσει την παρουσία/απουσία της θα βοηθήσει το παιδί να αφήσει σιγά αυτή την συγχωνευτική σχέση μητέρα/παιδιού χωρίς μεγάλες αγωνίες και κρίσεις.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με το να κατανοήσει η μητέρα ότι η συνεχής παρουσία της, η υπερπροστασία θα λέγαμε, εκφράζει μια αγάπη χωρίς περιορισμούς, στην ουσία αυτή εμποδίζει το παιδί να διαφοροποιηθεί, να αισθανθεί την έλλειψη και να μπορέσει να διαχειριστεί σε ψυχολογικό επίπεδο αυτή την έλλειψη.
Η συνεχής παρουσία της, χωρίς μέτρο, την αναγκάζει να περιορίσει τις δικές της ανάγκες και να υποταχθεί στις ανάγκες του παιδιού, δημιουργώντας μια παραμέληση του εαυτού της και αθέτηση των αναγκών της. Αυτή η κατάσταση μπορεί να δημιουργήσει συναισθήματα κατάθλιψης στην μητέρα σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες του παιδιού, ή να ανταποκρίνεται αποσπασματικά, χαοτικά.
Σε αυτή την περίπτωση θα έχει σαν αποτέλεσμα το παιδί να εκλάβει την συμπεριφορά της σαν αδιαφορία, ή άρνηση. Αυτό δεν θα το βοηθήσει ν’αποφύγει την κατασκευή ενός κόσμου κατακερματισμένου, να δημιουργεί ένα “κλείδωμα” του εαυτού και μια παραμόρφωση στην λειτουργία του “εγώ”. Να νιώσει νευρωτικά συμπτώματα όπως ψυχαναγκασμούς, φοβίες, ψυχοσωματικές διαταραχές, και σε μερικές περιπτώσεις ψυχωτικά επεισόδια.