Εκεί που η γειτονιά τα ξέρει όλα, ξαφνικά σιωπά. Εκεί που στήνει αυτί πίσω από τους τοίχους, εκεί που πετάγεται στα παράθυρα και στα μπαλκόνια αν ακούσει έναν καυγά στον δρόμο, κωφεύει στην διπλανή τραγωδία.
“Δεν είναι δική μας δουλειά” θα πουν και θα κοιμηθούν ήσυχα το βράδυ, όταν στο διπλανό σπίτι δύο ανήλικα παιδιά ζουν την απόλυτη φρίκη από τους ανθρώπους που θα έπρεπε να τα αγαπούν και να τα προστατεύουν. Από τους ίδιους τους γονείς τους.
Κι όμως είναι όλων δουλειά μας να “ανακατευτούμε” με όποιον τρόπο μπορούμε όταν κάποιος υποφέρει. Είναι δική μας δουλειά να τρέξουμε, να απευθυνθούμε εκεί που πρέπει, έστω και ανώνυμα αν φοβόμαστε να μην κινδυνέψουμε. Να κρούσουμε τον κώδωνα του κινδύνου, να ρίξουμε προβολέα και να φωνάξουμε ότι εδώ “κάτι τρέχει”. Κάτι σοβαρό, κάτι επικίνδυνο και πρέπει να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Γιατί αυτό, μαζί με πολλά ακόμα, ναι, είναι δική μας δουλειά.
Είναι δική μας δουλειά να απευθυνθούμε στην αστυνομία όταν ένα παιδί κακοποιείται.
Είναι δική μας δουλειά να ενημερώσουμε τους αρμόδιους φορείς, όταν ένα παιδί παραμελείται.
Είναι δική μας δουλειά να τηλεφωνήσουμε εκεί που πρέπει όταν μια γυναίκα τρώει ξύλο από τον σύντροφό της και κάθε μέρα την συναντάμε στο ασανσέρ να προσπαθεί να κρύψει το πρόσωπό της.
Είναι δική μας δουλειά να προσφέρουμε ένα φαγητό στον ανήμπορο παππού δίπλα μας που έχει μια πενιχρή σύνταξη και κανέναν να τον φροντίσει.
Είναι δική μας δουλειά να καλέσουμε τις φιλοζωικές, την αστυνομία και όποιον ξέρουμε για να ελευθερώσουμε από το αιώνιο βάσανο το σκυλί του γείτονα που είναι δεμένο όλη μέρα στον ήλιο χωρίς νερό.
Είναι δική μας δουλειά να πάρουμε την αστυνομία αν ακούσουμε ή δούμε κλέφτες στο διπλανό μας σπίτι και την πυροσβεστική αν πάρει φωτιά το σπίτι του γείτονα.
Δεν είναι δική μας δουλειά το να ασχολούμαστε με το αν ο γείτονας έχει λεφτά, αν είναι γκέι, αν η κόρη του φοράει μίνι, αν ο γιος του έχει ξυρισμένο κεφάλι, σκουλαρίκι στη μύτη και 5 αυτιά.
Δεν είναι δική μας δουλειά να κάνουμε μια γειτονιά να βουίξει για το αν ο άλλος ξενυχτά, αν χρωστάει στην εφορία, αν έκανε καλό γάμο, αν του πήραν το σπίτι οι τράπεζες, αν κυκλοφορεί κάθε μέρα με τα ίδια ρούχα ή κάθε ώρα με άλλα.
Όλοι μέσα μας, ξέρουμε πολύ καλά την διαφορά του “χώνω τη μύτη μου” σε ξένες υποθέσεις από το τρέχω να βοηθήσω. Κι αυτό το αντιλαμβάνονται και οι άλλοι που εισπράττουν αυτή τη συμπεριφορά. Ξέρουν, νιώθουν πότε είναι περιέργεια και πότε είναι βοήθεια. Δεν χρειάζονται υπότιτλους οι πράξεις μας.
Είμαστε όλοι απορροφημένοι από τα προβλήματά μας και δεν έχουμε το κουράγιο, το σθένος, την διάθεση “να τρέχουμε”. Και η αλήθεια είναι πως κάτι τέτοιο απαιτεί, εκτός των άλλων, γενναιότητα. Καλό θα ήταν, ωστόσο, κάποια στιγμή να σταματήσουμε ό,τι κάνουμε και να αναρωτηθούμε: αν ήμασταν εμείς στη θέση ενός παιδιού, ενός ανήμπορου ενήλικα ή ενός ζώου που κακοποιείται και υποφέρει, θα θέλαμε οι γείτονές μας “να κοιτάνε τη δουλειά τους;”