Όλοι μας ξέρουμε κάποιον που «περνάει δύσκολα» αυτό το διάστημα ή έχει δυσκολίες γενικότερα στη ζωή του, αλλά ενώ είναι εμφανές ότι μόνος του δε μπορεί να ανταπεξέλθει και να προχωρήσει… «δεν πιστεύει στην ψυχοθεραπεία» ή βρίσκει δικαιολογίες για να την αποφύγει.
Μπορεί αυτός ο κάποιος να είναι ένας άνθρωπος από το οικογενειακό μας περιβάλλον, ένας φίλος, γνωστός, συνεργάτης ή… ακόμα και… εμείς!
Παρ’ ότι στην εποχή μας η συνεργασία με έναν ειδικό της ψυχικής υγείας δεν είναι πια «ταμπού» -όπως παλαιότερα, που πολλοί θεωρούσαν ότι πρέπει κάποιος να είναι «ψυχικά ασθενής» για να μπει σε μία τέτοια διαδικασία- ακόμη στην αντίληψη πολλών ανθρώπων επικρατεί μία σύγχυση σχετικά με το τί πραγματικά είναι η ψυχοθεραπεία, τι μπορεί κάποιος να επιδιώξει και να αποκομίσει από αυτή, αλλά και για ποιόν και πότε είναι κατάλληλη.
Βλέπουμε έτσι αρκετούς ανθρώπους που πραγματικά χρειάζονται τη στήριξη, τη γνώση και την εμπιστοσύνη που μπορεί να τους προσφέρει ένας ψυχοθεραπευτής, να αρνούνται να τη λάβουν -ακόμα και όταν κάποιος κοντινός τους άνθρωπος με ανάλογη εμπειρία τους το προτείνει- και να συνεχίζουν να ταλαιπωρούνται σε διάφορους τομείς της ζωής τους, χωρίς καμία προοπτική να επιλύσουν τα θέματά τους.
Ακολουθούν οι 10 πιο συνηθισμένες «δικαιολογίες» που ακούγονται από τους ανθρώπους που αρνούνται να δοκιμάσουν την ψυχοθεραπεία, αλλά και οι λόγοι για τους οποίους η κάθε μία από αυτές δεν έχει βάση.
1. «Προτιμώ να μιλάω στους φίλους μου»
Φυσικά και είναι καλό να μιλάμε στους φίλους και την οικογένειά μας. Είναι σημαντικό να βρίσκουμε υποστήριξη όταν περνάμε δύσκολα.
Όμως ούτε η ψυχοθεραπεία αντικαθιστά τη φιλία, ούτε η φιλία μπορεί να κάνει τη δουλειά της ψυχοθεραπείας. Μία θεραπευτική σχέση είναι κάτι περισσότερο από τη φιλία: δεν μας παρέχει μόνο στήριξη, αλλά μας προκαλεί, επιτρέποντάς μας να αποκομίσουμε πολύτιμη κατανόηση για τον ίδιο μας τον εαυτό, τους άλλους και τις δυναμικές των ανθρώπινων σχέσεών μας.
Οι ψυχοθεραπευτές είναι εκπαιδευμένοι να ακούνε προσεκτικά και να μας βοηθούν να εντοπίζουμε την πηγή των προβλημάτωνμας, ακόμα κι αν η πηγή είναι η οικογένειά μας, οι σχέσεις μας ή εμείς οι ίδιοι.
Άλλωστε, με τους φίλους μας δε γίνεται να καθόμαστε και να μιλάμε συνεχώς μόνο γύρω από τον εαυτό μας και τα θέματά μας κάθε εβδομάδα, έτσι δεν είναι;
2. «Κοστίζει πολύ»
Μέχρι στιγμής στην Ελλάδα τα ασφαλιστικά ταμεία δεν καλύπτουν ούτε μέρος του κόστους της ψυχοθεραπείας, οπότε όντως, κάποιος που τη χρειάζεται πρέπει να το δει ως μία επένδυση στον εαυτό του. Είναι αλήθεια ότι –ειδικά στην εποχή της οικονομικής δυσχέρειας που διανύουμε- για πολλούς από εμάς το κόστος αυτό δεν είναι ευκαταφρόνητο. Συχνά όμως, με μία επένδυση στην ψυχοθεραπεία σήμερα, μπορούμε να αποφύγουμε προβλήματα πολύ πιο κοστοβόρα σε χρήμα, αρνητικές καταστάσεις και ψυχική κόπωση στο μέλλον.
3. «Δεν έχω χρόνο»
Εάν έχουμε προβλήματα που δεν πρόκειται να διορθωθούν από μόνα τους, το να βρούμε λίγες ώρες το μήνα για να ασχοληθούμε με αυτά τώρα, μπορεί να μας γλιτώσει πολύ χρόνο, αλλά και χρήμα και ψυχική οδύνη τελικά.
4. «Πήγα σε ειδικό κάποτε και δεν βοήθησε»
Ο κάθε ειδικός της ψυχικής υγείας είναι και αυτός ένα άτομο, με τη δική του μοναδική προσωπικότητα. Επομένως, δεν υπάρχει λόγος να πιστεύεις ότι κάθε ψυχοθεραπευτής θα σε απογοητεύσει, όπως έκανε κάποιος κάποτε. Πολύ πιθανό ο άνθρωπος στον οποίο πήγες κάποτε, να μην ήταν κάποιος με τον οποίο μπορούσες να συνδεθείς. Ένας άλλος ψυχοθεραπευτής εκ των πραγμάτων θα είναι διαφορετικός.
5. «Τι καλό θα μου κάνει το να μιλήσω;»
Η ψυχοθεραπεία οδηγεί σε αλλαγές διαρκείας στην προσωπικότητά μας και έχει αποδειχθεί σε έρευνες ότι μειώνει τις νευρώσεις και αυξάνει την εξωστρέφεια. Συχνά επίσης βοηθά, απλώς το να έχεις κάποιον που εμπιστεύεσαι, ο οποίος σε ξέρει καλά και με τον οποίο μπορείς να μιλήσεις για τα πιο δύσκολα θέματα. Η θεραπευτική συμμαχία που χτίζεις με τον ψυχοθεραπευτή σου είναι μία σχέση και καθώς αυτή η σχέση αναπτύσσεται, η μόνιμη αλλαγή καθίσταται εφικτή.
6. «Θα ένιωθα άβολα να ανοιχτώ σε έναν άγνωστο»
Όπως έχει δείξει η εμπειρία πολλών δεκαετιών, αυτό μπορεί αρχικά να μοιάζει με πρόβλημα, αλλά τελικά δεν είναι. Οι περισσότεροι ψυχοθεραπευτές έχουν την ικανότητα να σε κάνουν να αισθανθείς άνετα γρήγορα και δεν σε προσεγγίζουν σαν επικριτικοί ξένοι.
Εάν κάνεις μερικές συνεδρίες με έναν ψυχοθεραπευτή και ακόμα δεν αισθάνεσαι άνετα, μπορείς να του εκφράσεις τον προβληματισμό σου αυτό ή απλώς να αναζητήσεις έναν άλλο ψυχοθεραπευτή.
Η ψυχοθεραπεία είναι μία σχέση τόσο επαγγελματική, όσο και προσωπική και η συμμαχία που εδραιώνεις με τον ψυχοθεραπευτή σου είναι ένας σημαντικός παράγοντας στη θεραπεία σου. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να πάψεις να αισθάνεσαι τον ψυχοθεραπευτή σου «ξένο».
7. «Οι ψυχοθεραπευτές δε μιλάνε. Κάθονται εκεί και σε κρίνουν»
Το εάν και πόσο θα μιλάει, εξαρτάται από το είδος του ψυχοθεραπευτή που θα δεις. Πολλοί θα σου πουν κατευθείαν αυτό που σκέφτονται, άλλοι θα προσφέρουν πρακτικές συμβουλές ή λεπτομερή ανταπόκριση για το πως αντιλαμβάνονται εσένα και τα θέματά σου, ενώ με κάποιους (σωματικούς ψυχοθεραπευτές) μπορεί να συμπεριλάβεις εκτός από το λόγο και το σώμα στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία.
Πάντως, ακόμα και οι θεραπευτές που κυρίως ακούνε, δεν σε κρίνουν. Εργάζονται σιωπηλά στο παρασκήνιο, για να αντιληφθούν τα θέματά σου από τη δική σου πλευρά, ενσυναισθητικά και να δουν με ποιό τρόπο μπορούν να σε βοηθήσουν καλύτερα.
Εάν, παρ’ όλα αυτά, αισθάνεσαι ότι ο ψυχοθεραπευτής σου σε κρίνει, καλό είναι να το εκφράσεις αυτό. Μπορεί να μοιάζει αμήχανο αρχικά, αλλά το πιθανότερο είναι ότι ο ψυχοθεραπευτής σου θα χαρεί να μιλήσετε για οποιοδήποτε συναίσθημα αναδύεται στην πορεία της θεραπευτικής σου διαδικασίας –συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν να κάνουν με τον ίδιο ή με τη θεραπεία αυτή καθαυτή.
8. «Οι ψυχοθεραπευτές δε σε νοιάζονται. Το κάνουν για τα χρήματα»
Γενικά, η συντριπτική πλειονότητα αυτών που επιλέγουν να εκπαιδευτουν στην ψυχοθεραπεία και να την ασκήσουν επαγγελματικά, είναι άνθρωποι που κατ’ αρχήν είχαν δει οι ίδιοι τα οφέλη της στον εαυτό τους ή σε δικούς τους ανθρώπους. Το κάνουν επειδή βοηθήθηκαν οι ίδιοι και θέλουν να βοηθήσουν και άλλους ανθρώπους. Κανένας δεν επιλέγει να γίνει ψυχοθεραπευτής για να πλουτίσει…
9. «Εάν είχα κατάθλιψη, απλώς θα έπαιρνα φάρμακα»
Φυσικά, σε κάποιες περιπτώσεις η φαρμακευτική αγωγή κρίνεται απαραίτητη, πάντα σε συνεργασία με έναν γιατρό. Όμως τα ψυχιατρικά φάρμακα δεν δουλεύουν το ίδιο καλά για όλους, ενώ κάθε ψυχοδραστικό φάρμακο έχει και παρενέργειες, οι οποίες μπορεί να είναι και αρκετά σοβαρές, όπως π.χ μεγάλη αύξηση βάρους. σεξουαλική δυσλειτουργία κ.α.
Από την άλλη πλευρά, η ψυχοθεραπεία δεν έχει χημικές παρενέργειες και αποτελεί μία ενεργητική, θετική στρατηγική αντιμετώπισης του προβλήματος. Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου όντως χρειάζεται φαρμακευτική αγωγή, πολύ συχνά τα καλύτερα αποτελέσματα επιτυγχάνονται σε συνδυασμό με ψυχοθεραπεία.
10. «Δεν θέλω να βγάλω τα απλυτά μου στη φόρα»
Η ψυχοθεραπεία έχει ως βασική αρχή της την εμπιστευτικότητα. Εφόσον δεν απειλείς τη ζωή σου ή τη ζωή κάποιου άλλου, οτιδήποτε επιλέξεις να μοιραστείς με τον θεραπευτή σου δεν πρόκειται ποτέ να βγει από το δωμάτιο της συνεδρίας.
Εν κατακλείδι, είναι πάντα πολύ εύκολο να βρούμε έναν λόγο για να μην κάνουμε κάτι καλό για εμάς –όπως άσκηση, υγιεινή διατροφή, καλό ύπνο, ή να βρούμε έναν ψυχοθεραπευτή.
Η μακρόχρονη εμπειρία και έρευνα έχουν δείξει ότι στις πλείστες των περιπτώσεων η ψυχοθεραπεία βοηθάει αρκετά –και συνήθως σε περισσότερους τομείς από αυτούς που φανταζόταν κάποιος όταν ξεκινούσε.
Εάν περνάς δύσκολα, διανύεις μία περίοδο μεγάλης πίεσης, αισθάνεσαι μοναξιά, δυστυχία, άγχος, πανικό, δε νιώθεις ικανοποίηση με τον εαυτό σου, τη ζωή σου, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις συνήθειές σου, ή βιώνεις επαναλαμβανόμενες αρνητικές καταστάσεις, δε χρειάζεται να συνεχίσεις να το υπομένεις αυτό. Μπορείς να κάνεις κάτι για τον εαυτό σου, μαζί με κάποιον που θέλει -και ξέρει τον τρόπο- να σε συντροφεύσει και να σε υποστηρίξει στην πορεία αυτή.