Μια μέρα είπα σε ένα από τα εγγόνια μου, τον Τομ, ένα αξιολάτρευτο αγόρι δώδεκα ετών, μαθητή της Α’ Γυμνασίου, που ζει σε μια αστική συνοικία.
– Θα σου πω ένα μυστικό που θα σε βοηθήσει να αποκτήσεις τις καλύτερες σχέσεις με τον κόσμο γύρω σου, αλλά και να πετύχεις σε ό,τι κάνεις. Το μυστικό αυτό είναι η ευγένεια.
Ένιωσα πολύ παράξενα βλέποντας την έκφραση που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. το βλέμμα του έδειχνε τρυφερή θλίψη αλλά και τέτοια απορία που για να μπορέσω να συνεχίσω τη συζήτηση ρώτησα:
– Δεν με πιστεύεις; Σου φαίνεται παράξενο;
Τότε εκείνος μου απάντησε:
– Δεν ξέρεις τι λες παππού! Η μάλλον αστειεύεσαι, ως συνήθως. Η ευγένεια θεωρείται εντελώς ξεπερασμένη. Αυτό που “πουλάει” στις μέρες μας είναι η αγένεια! Όσο πιο αγενής είσαι τόσο πιο δημοφιλής γίνεσαι.
– Και στα κορίτσια; τον ρώτησα
—Ναι. Πολλές φορές μάλιστα οι κοπέλες γίνονται πιο αγενείς από τα αγόρια. ‘Οπως βλέπεις λοιπόν το μυστικό δεν έχει πια και τόσο μεγάλη πέραση. Γιατί εγώ, όταν βλέπω τους γονείς μου μαζί με τους φίλους τους, θέλω κάπως να τους μοιάσω. Κι έτσι, όσο κι αν το θέλω, δεν καταφέρνω ποτέ να σπάσω το ρεκόρ της αγένειας. Οπότε δεν θα γίνω ποτέ δημοφιλής.
Δεν το κρύβω ότι η απάντησή του με έβαλε σε σε σκέψεις.
Ο διάλογος αυτός μαρτυρά την παρεκκλίνουσα πορεία που ακολουθούν τα σημερινά παιδιά, τα οποία τρέχουν με μάτια κλειστά πίσω από αυτόν που κραδαίνει δυνατότερα από τους άλλους το πλαστικό σκήπτρο της απατηλής παιδικής παντοδυναμίας του και της άρνησής του να υπολογίζει την υπόσταση του άλλου.
Η ευγένεια, όπως έλεγα στον εγγονό μου — έστω κι αν τον κάνει να νιώθει απροσάρμοστος— πρέπει να συνιστά προτεραιότητα της διαπαιδαγώγησης. Είναι ο καλύτερος τρόπος να διδάξουμε την ύπαρξη του άλλου, επειδή είναι το κλειδί της επικοινωνίας την οποία αναπόφευκτα θα αναπτύξουμε μια μέρα μαζί του. Και δεν είναι τυχαίο που υπακούει σε συγκεκριμένους κανόνες, οι οποίοι διαφέρουν από τον έναν πολιτισμό στον άλλον.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον γαλλικό όρο « salamalecs», έναν όρο με μειωτική απόχρωση που περιγράφει συνήθως έναν υποκριτικό τρόπο έκφρασης και δράσής που συνδυάζει υπολογισμό με δουλοπρέπεια (στα ελληνικά «κάνω τεμενάδες») . Η λέξη κατάγεται από το αραβικό salam alekum, που σημαίνει «ειρήνη σε σένα”, μια φραση χαιρετισμού που χρησιμοποιεί κάποιος όταν συναντά κάποιον άλλον, ο οποίος απαντά με τη σειρά του oua alekum es-salam, δηλαδή «ειρήνη και σε σένα». Είναι σαφές ότι σε έναν τέτοιο χαιρετισμό η λέξη «ειρήνη» υποδηλώνει μια άρρητη συμφωνία που έχει σκοπό να αποκλείσει την αντίθετη συμπεριφορά, δηλαδή την «αντιπαράθεση». Μόνο που η αμοιβαία επίκληση για ειρήνη δεν σταματά εκεί, αφού οι συνομιλητές ξεκινούν μια σειρά ερωτήσεων προκειμένου να σιγουρευτούν για την καλή πρόθεση του άλλου: «Είσαι καλά;» «Πολύ καλά, εσύ;» «Οι γονείς σου, καλά;» κτλ. Ακολουθούν έτσι γονείς, παιδιά, συγγενείς, εργασία κτλ
Οι χαιρετισμοί αυτοί ανήκουν στη γλώσσα των νομαδικών φυλών της ερήμου, οι οποίες ζώντας σε δύσκολες συvθήκες εκφράζουν μια a priori δυσπιστία απέναντι στον άγνωστο που συναντούν καθώς πλησιάζουν, π.χ., μια πηγή νερού. Και παρόλο που τέτοια μορφής επικοινωνία φανερώνει δυσπιστία, δεν παύει ωστόσο να κρύβει την ελπίδα μιας πιθανής συνενεννόησης. Ελπίδα που διαφέρει άρδην από αυτό που παρήγαγε ο ατομικισμός με το περίφημο it’s your problem και τις παραλλαγές του.
Με όποιον τρόπο κι αν το χειριστούμε —παροτρύνοντας το παιδί να μας μιμηθεί, καταφεύγοντας σε παροτρύνσεις, παραινέσεις, επαναλαμβανόμενες συμβουλές – πρέπει οπωσδήποτε να του μάθουμε, όσο νωρίτερα γίνεται να λέει «καλημέρα» και «αντίο» τόσο στα οικεία όσο και στα άγνωστα πρόσωπα που συναντά καθημερινά, να λέει «παρακαλώ» όταν ζητάει κάτι και «ευχαριστώ» όταν του προσφέρουν κάτι ή του κάνουν φιλοφρόνηση.
Η ευγένεια, είναι ένας τρόπος να αποσπάσουμε το παιδί από την επικέντρωση στον εαυτό του και να το κάνουμε να συνειδητοποιήσει την ύπαρξη του άλλου, για τον οποίον είναι και αυτός ένας άλλος. Οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά με την αιτία της συστολής είναι λάθος. Η συστολή (από κάποια ηλικία και μετά) δεν συνιστά δικαιολογία αλλά σύμπτωμα. Προδίδει την μόνιμη επιφυλακτικότητα που χαρακτηρίζει ένα άτομο το οποίο έχει την εντύπωση ότι ο άλλος θα το αναγκάσει να βγει από την κοιλιά της μητέρας του, όπου συνεχίζει να ζει περιχαρακωμένο.
Aldo Naouri, “Εκπαιδεύοντας τα παιδιά”