Η εικόνα του παιδιού ως ατόμου με ικανότητες επιβεβαιώνεται μέσω των ποικίλων ικανοτήτων που έχει να μαθαίνει από νωρίς: είτε πρόκειται για την ικανότητά του να μαθαίνει να περπατάει, να κατακτά σταδιακά τη γλώσσα, να αναπτύσσει κοινωνικές ικανότητες, να σκέφτεται με λογικό τρόπο, είτε για τόσες ακόμη ικανότητες, τα παιδιά μαθαίνουν κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους εξαιρετικά πολλά πράγματα, και με ιδιαίτερα γρήγορους ρυθμούς.
Γι’ αυτό και η πρώιμη παιδική ηλικία θεωρείται μια εξόχως σημαντική φάση στη ζωή και στην πορεία μάθησης του ανθρώπου. Τα παιδιά διαθέτουν διαφορετικές ικανότητες, οι οποίες είναι κάθε φορά και σε διαφορετικό βαθμό ανεπτυγμένες. Προκειμένου να αναπτύξουν (περαιτέρω) τις πολλές αυτές ικανότητες, μπορούν ευθύς εξαρχής να κάνουν προπαντός το εξής: να έρχονται σε επαφή με άλλους ανθρώπους και να εξερευνούν το περιβάλλον τους. Διότι ακριβώς μέσα από την αλληλεπίδραση*με άλλους ανθρώπους και με το περιβάλλον, μπορεί το παιδί να αναπτύξει περαιτέρω τις ικανότητές του.
Ήδη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η μητέρα, καθώς και άλλα άτομα του περίγυρού της (ο πατέρας, τα αδέλφια), μπορούν να αντιληφθούν την εξής ικανότητα του εμβρύου: όταν εκείνο νιώσει κάποια επαφή ή μια ελαφρά ασκούμενη πίεση στην κοιλιά της μητέρας του, είναι αρκετά πιθανό να αντιδράσει κι εκείνο με κάποιου είδους κίνηση από την πλευρά του. Ακόμη και σε περιβαλλοντικά ερεθίσματα, όπως στο φως ή σε θορύβους, υπάρχουν αντιδράσεις. Αλλά και από μόνο του δραστηριοποιείται το έμβρυο: κινείται μέσα στην κοιλιά, και μέσω της κίνησης δείχνει την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκειά του ως προς τα ερεθίσματα που δέχεται απέξω.
Το έμβρυο «είναι λοιπόν ένα ζωντανό, ευαίσθητο ανθρώπινο ον, το οποίο είναι σε θέση να βιώνει, να μαθαίνει και να νιώθει, ενώ μπορεί επιπλέον να επέμβει στη διαμόρφωση του περιβάλλοντός του δρώντας και αντιδρώντας· το έμβρυο απαντά στις ενέργειες της μητέρας του και την παρακινεί να ενεργεί».
Αμέσως μετά τη γέννησή τους, τα βρέφη συνεχίζουν την αλληλεπίδραση, έρχονται σε επικοινωνία με άλλους ανθρώπους με τη βοήθεια βλεμμάτων, μέσω της μιμικής, αλλά και με πρώιμες μορφές επικοινωνίας, όπως είναι οι κραυγές ή η παραγωγή ποικίλων ήχων.
Στους δύο μήνες κιόλας, η επικοινωνία μεταξύ μωρού και ενηλίκων μοιάζει με «ένα κάποιο είδος συνδιάλεξης», κατά την οποία τόσο το βρέφος όσο και το πρόσωπο αναφοράς επικοινωνούν μεταξύ τους ενεργά. Τα βρέφη μπορούν επίσης να καταστήσουν σαφές και το πότε δε θέλουν πλέον να επικοινωνήσουν, για παράδειγμα στρέφοντας αλλού το πρόσωπό τους. Μωρά λίγων μόλις εβδομάδων αναγνωρίζουν ήδη τα σημαντικότερα πρόσωπα αναφοράς, κάτι που δείχνουν και με τη συμπεριφορά τους. Κι έτσι ησυχάζουν πολύ γρήγορα, όταν μπορούν να ακούσουν, να δουν, να νιώσουν ή να μυρίσουν τη μητέρα ή τον πατέρα τους.Και με τα ίδια τα αντικείμενα του περιβάλλοντός τους είναι ικανά τα παιδιάνα αλληλεπιδρούν από πολύ νωρίς: από την αρχή κιόλας διαθέτουν τεράστια όρεξη για ανακαλύψεις.
Ερευνητές μπόρεσαν να διαπιστώσουν ότι και βρέφη μόλις λίγων ημερών ευχαριστιούνται με τη δυνατότητά τους να επηρεάζουν το περιβάλλον τους και να επενεργούν σε αυτό. Τα πολύ μικρά παιδιά, για παράδειγμα, ψάχνουν κι ανακαλύπτουν με ποιον τρόπο, κουνώντας το κεφάλι τους (π.χ. στρέφοντάς το τρεις φορές προς τα αριστερά), μπορούν να κάνουν κάποια πολύχρωμα φωτάκια να ανάψουν. Κι αν αλλάξει έπειτα η «άσκηση», και τα φωτάκια ανάβουν, για παράδειγμα, μόνο όταν το μωρό κουνάει το κεφάλι του εναλλάξ πρώτα προς τα αριστερά και μετά προς τα δεξιά, εκείνο τότε μετη σειρά του θα προσπαθήσει να καταλάβει πώς ακριβώς λειτουργεί όλο αυτό και πώς μπορεί να το πετύχει. Σε περίπτωση που η συμπεριφορά του έχει επιτυχία, το βρέφος δείχνει τη χαρά του (π.χ. χαμογελώντας ή ψελλίζοντας φθόγγους).
Καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά, επικοινωνούν ολοένα και περισσότερο με άλλους και δημιουργούν σχέσεις μαζί τους. Έτσι, τα παιδιά που διανύουν μόλις το δεύτερο έτος της ζωής τους μπορούν ήδη να συμμεριστούν τα συναισθήματα άλλων παιδιών (και ενηλίκων) και να αντιδράσουν αναλόγως: για παράδειγμα, δίνουν το δικό τους αρκουδάκι σε ένα παιδί που κλαίει, ή χαϊδεύουν το παιδί, ή σε άλλη περίπτωση συμμετέχουν σε ζητωκραυγές ήγέλια, εναρμονιζόμενα με το σύνολο των παιδιών. Τα παιδιά επιλέγουν άλλα παιδιά ή και ενήλικες ως συντρόφους τους στο παιχνίδι και έρχονται ενεργάσε επαφή μαζί τους. Στα τέσσερά τους χρόνια περίπου, τα παιδιά παίζουν παιχνίδια ρόλων (π.χ. «οικογενειακή ζωή» ή «πειρατές»).
Για τα παιχνίδια αυτά απαιτούνται, και μάλιστα σε πολύ υψηλό βαθμό, γνώσεις, κοινωνικές ικανότητες, διαδικασίες σκέψης και επικοινωνιακές ικανότητες. Παιχνίδι και μάθηση πάνε μαζί. Το παιχνίδι συμβάλλει ουσιαστικά στηνανάπτυξη του παιδιού, διότι με αυτό μπορεί να αντιληφθεί και να καταλάβει τον κόσμο του, να δοκιμάσει ξεχωριστές ικανότητες και τρόπους συμπεριφοράς. Γι’ αυτό και τα παιδιά χρειάζονται αρκετό χώρο και χρόνο γιαπαιχνίδι. Η ικανότητα των παιδιών να ανταλλάσσουν κουβέντες, βλέμματα κτλ.,με άλλους ανθρώπους, φαίνεται στη μεγάλη προσπάθειά τους να συνεργαστούν.
Ο Γέσπερ Γιουλ διαπιστώνει ότι εννιά στις δέκα φορές τα παιδιά συνεργάζονται. Η συνεργασία εδώ δεν είναι ταυτόσημη της προσαρμογής: ταπαιδιά που συνεργάζονται δεν κάνουν οπωσδήποτε αυτό που περιμένουν,επιθυμούν ή φαντάζονται οι γονείς τους πως θα κάνουν (π.χ. πως το παιδί δεθα κλάψει, όταν το αφήνει κανείς στο νηπιαγωγείο και το αποχαιρετά). Τα παιδιά όμως αντικατοπτρίζουν συχνά εκείνο που αισθάνονται οι ενήλικες στην εκάστοτε κατάσταση, ακόμη κι αν δεν το εκφράζουν συνειδητά. Έτσι, η δυσαρέσκεια και η ανασφάλεια των γονέων, στην κατάσταση εκείνη του αποχωρισμού από το παιδί, εκφράζεται με κλάματα ή κραυγές από την πλευρά του. Τα παιδιά με τις αντιδράσεις τους παρέχουν στους ενήλικες «ειδική ανατροφοδότηση» κι έτσι συνδιαμορφώνουν με ενεργό τρόπο την επικοινωνία και τη συναναστροφή τους με τους άλλους ανθρώπους.
Παρατηρήστε για μερικές μέρες συνειδητά το παιδί σας και, αν είναι δυνατόν, και άλλα παιδιά – για παράδειγμα στην παιδική χαρά, στονηπιαγωγείο, στα ψώνια. Αφιερώστε καθημερινά 5 λεπτά περίπου για αυτό τον σκοπό. Κρατήστε σημειώσεις, καταγράψτε τις σκέψεις σας και οτιδήποτε μπορεί να σας εξέπληξε. Φανταστείτε ότι είστε ένας ερευνητής που θέλει να γνωρίσει και να ερευνήσει σε βάθος ένα «άγνωστο είδος». Σχηματίστε μια «εικόνα του παιδιού» με τη βοήθεια των παρατηρήσεών σας. Και συγκρίνετέ την έπειτα με την εικόνα που από καιρό είχατε ήδη διαμορφώσει στο μυαλό σας: Σε τι διαφέρει τελικά; Σε τι επαληθεύεται; Σε ποια σημεία της μέχρι τώρα εικόνας του παιδιού μπορεί να εμφανίστηκαν σχισμές, ρωγμές,επεκτάσεις ή νέοι χρωματισμοί, λόγω των νέων δεδομένων;