Aπόσπασμα από το βιβλίο του ψυχαναλυτικού θεραπευτή Τρύφωνα Ζαχαριάδη, «Ποιος εκπαιδεύει συναισθηματικά ποιον” από τις εκδόσεις Αρμός
Πολύ συχνά ακούμε σε συζητήσεις να είναι στα χείλη όλων ερωτήσεις όπως: «τι έχει πάει τόσο στραβά;», «πώς φτάσαμε εδώ που είμαστε;» κ.λπ.
Η αλήθεια είναι ότι πέρα από τα προβλήματα που είναι κοινά σε παγκόσμια κλίμακα, στην Ελλάδα έχουμε να αντιμετωπίσουμε κι ένα σημαντικό τοπικό ζήτημα: την ανωριμότητα! Δυστυχώς ακόμη και σε συνέδρια, γίνεται συχνά ειδική μνεία σε σχέση με το ότι ο μέσος Έλληνας αργεί να ωριμάσει. Η κρίση μάλιστα που περνάμε, ενισχύεται πάρα πολύ απ’ τον παραπάνω παράγοντα. Τα αίτια αυτής της ανωριμότητας θα τα βρούμε στη δομή της ελληνικής οικογένειας. Ανεξάρτητα από το πώς και πότε ξεκίνησε να υφίσταται αυτό πρόβλημα (γιατί δεν ήταν ανέκαθεν έτσι), στην παρούσα φάση θα πρέπει να το διαπραγματευτούμε.
Κάθε οικογένεια στήνεται αρχικά γύρω από τους δύο γεννήτορες. Οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να ανήκουν πλήρως σε μια ομάδα και μέσα στα όριά της να εξασφαλίζουν στενές, αυθεντικές σχέσεις. Ο κάθε σύντροφος λοιπόν μέσα από τη στενή ψυχο-σεξουαλική σχέση που αναπτύσσει με τον άλλον, προσδοκά να καλύψει τις ανάγκες του για στοργή, μοίρασμα και αληθινή ένωση. Όμως καθώς μεγαλώναμε, πολλούς από εμάς δεν μας προετοίμασαν επαρκώς ώστε να είμαστε ικανοί να δομήσουμε μια τέτοια αυθεντική σχέση. Έτσι ο πατέρας και η μητέρα συχνά δεν μπορούν να βρουν αναμεταξύ τους αυτό που αναζητούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα παιδιά «πληρώνουν τα σπασμένα»…
Ο γονιός μετατρέπει (ασυνείδητα) τον μπλοκαρισμένο ερωτισμό του προς το σύντροφο, σε υπερβολική στοργή προς το παιδί. Οδηγεί έτσι τον απόγονό του να δεθεί κυριολεκτικά μαζί του. Γονιός και τέκνο, σχηματίζουν έναν αδιάρρηκτο προσωπικό δεσμό. Είναι σα να ορκίστηκαν σιωπηλά να σχηματίσουν οι δυο τους μια ομάδα που δεν χωρά κανέναν άλλο! Ακόμη κι ο άλλος γονιός μένει απ’έξω. Αυτό βέβαια στην ουσία τον βολεύει. Γιατί πατέρας και μητέρα έχουν ταιριάξει μεταξύ τους στα νευρωτικά τους χαρακτηριστικά. Ο καθένας δηλαδή έχει βρει στον άλλον, το άρρωστο (πλην όμως γνώριμο!) κομμάτι του από την παλιά δική του οικογένεια. Όταν λοιπόν ο ένας παίρνει το συμβιωτικό με το παιδί ρόλο, ο άλλος αναλαμβάνει το ρόλο του «συναισθηματικού ζητιάνου». Με αυτό τον τρόπο στήνεται μια δυναμική (νοσηρή) ισορροπία και η οικογένεια δένει σφικτά.
Στατιστικά είναι συχνότερα η μητέρα αυτή που δημιουργεί τη συμμαχία με το παιδί.
Ο πατέρας δεν είναι σε θέση να καλύψει τις συναισθηματικές της ανάγκες ως σύζυγος και αυτή τις καλύπτει μέσα από το παιδί της. Με αυτό τον τρόπο τα παιδιά μένουν σε μια σχέση εξάρτησης και πιθανόν δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξεδιπλώσουν τα φτερά τους. Η μητέρα πάλι, ανακουφίζεται μέσα στην παντοδύναμη κυριαρχία της. Έχοντας τον απόγονο ως λάφυρο, αισθάνεται ότι έχει κατατροπώσει το αρσενικό, που έτσι κι αλλιώς την έχει απορρίψει. Ο μεγάλος χαμένος από αυτά τα «παιγνίδια» είναι βεβαίως το παιδί. Το βρέφος, εάν του επιτρέπαμε να αναπτυχθεί φυσιολογικά, θα έπρεπε να ολοκληρώσει σταδιακά μέσα στα τέσσερα πρώτα χρόνια της ζωής του τη διαδικασία της εξατομίκευσης.
Αυτό σημαίνει να περάσει «αναίμακτα» και με φυσικό τρόπο τη φάση του αποχωρισμού από τη μητέρα και να αρχίσει να σχηματοποιεί τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πολλές μαμάδες όμως εξαιτίας των δικών τους κενών εμποδίζουν την υγιή ανάπτυξη των παιδιών τους. Τους μεταδίδουν (με μη λεκτικούς τρόπους συνήθως) τα δικά τους μπλοκαρίσματα. Όπως ένα παιδί φοβάται να μην το εγκαταλείψουν, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο φοβάται και η μητέρα (που έχει μείνει ουσιαστικά ανώριμη) να μην εγκαταλειφθεί από το παιδί της. Η συμβιωτική σχέση έχει στηθεί. Ο ομφάλιος λώρος είναι ξανά άθικτος και ενώνει αδυσώπητα τις δύο πλευρές, οι οποίες θα τραβούν η μια την άλλη εις αεί. Τo παιδί έχει πλέον μάθει να αξιολογεί τον (από)χωρισμό ως εγκατάλειψη και καταστροφή.
Ο πατέρας δεν είναι βέβαια άμοιρος ευθυνών σε όλη αυτή τη διαδικασία.
Δέχεται αδιαμαρτύρητα την όλη κατάσταση και αντί να επέμβει διαχωρίζει συνήθως τη θέση του. Αποτραβιέται στην άκρη και αφήνει τη γυναίκα να λάβει τις δύσκολες αποφάσεις. Η κατάσταση τού είναι άλλωστε γνώριμη, αφού σε μια ίδιας δομής οικογένεια μεγάλωσε κι ο ίδιος. Ούτε αυτός έχει ενηλικιωθεί. Η βρεφική πλευρά της προσωπικότητας και των δύο συζύγων ζητά επιτακτική ικανοποίηση. Δεν υπάρχει μια ώριμη σχέση ικανή για βάθος συναισθημάτων και αληθινή κατανόηση. Στο γάμο πλέον, δεν διαπραγματεύονται δύο ενήλικες. Είναι δύο μικρά παιδιά που ζουν μαζί και διεκδικούν το ένα από το άλλο υποχρεωτική ευχαρίστηση. Το αποτέλεσμα είναι οι οικονομικές διαφορές, οι τσακωμοί και η απιστία (το 92% των αντρών απατά. Και στις γυναίκες τα ποσοστά έχουν αυξηθεί, μιλάμε σήμερα για 70%).
Θεωρητικά μιλώντας, οι γονείς αποκτούν παιδιά με αρχική πρόθεση να τους προσφέρουν επαρκή κάλυψη των υλικών και συναισθηματικών τους αναγκών. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν όμως, χρειάζεται να μειώνεται η φροντίδα και η προστασία τους προς αυτά, έτσι ώστε να δοκιμάσουν τα ίδια να φροντίσουν τον εαυτό τους. Για να το θέσουμε με ψυχαναλυτικούς όρους, πρέπει να αντικατασταθεί η αρχής της ηδονής (ευχαρίστησης) από την αρχή της πραγματικότητας. Δυστυχώς, ωριμότητα και προσκόλληση δεν ταιριάζουν. Τι γίνεται όμως στ’ αλήθεια; Οι γονείς περνούν στα παιδιά τους τα περίφημα «διπλά μηνύματα».
Τους δίνουν δηλαδή ταυτόχρονα δύο αντικρουόμενες οδηγίες! Μπορεί για παράδειγμα να παροτρύνουν από τη μια το παιδί να παντρευτεί και να τεκνοποιήσει και από την άλλη να σαμποτάρουν με κάθε μέσο όλες τις ερωτικές επιλογές του παιδιού. Θυμηθείτε τις ελληνικές ταινίες και την «αθάνατη» Ελληνίδα μάνα: «Εγώ πότε θα κρατήσω στα χέρια μου εγγονάκι?» και ταυτόχρονα «Δεν μπορώ να καταλάβω που πας και τις βρίσκεις όλες… η μια χειρότερη απ’ την άλλη!». Αυτό που στην ουσία επιθυμεί ν μητέρα είναι παράλογο και ανεδαφικό: θέλει ο γιός της να θέτει όρια σε όλους τους άλλους αλλά να παραμένει εξαρτημένος από την ίδια. Δε χρειάζεται σοφία για να αντιληφθούμε το ασύμβατο του πράγματος. Ένας άνθρωπος εκπαιδεύεται να είναι ή εξαρτημένος ή ανεξάρτητος. Δεν γίνεται να είναι υποταγμένος στη μαμά του, αλλά όχι στη γυναίκα με την οποία θα ζήσει μαζί.
Όταν λοιπόν ακούμε κάποιον να ξεστομίζει περήφανα τη φράση: «Είμαστε μια πολύ δεμένη οικογένεια», θα μπορούσαμε να διακρίνουμε κι ένα δεύτερο μήνυμα πίσω από αυτή.
Ίσως μια διευκρίνιση του τύπου: «Κανένας μας από αυτή την οικογένεια δεν είναι έτοιμος (ώριμος) να αποχωριστεί κανέναν». Η διευκρίνιση αυτή υποκρύπτει ταυτόχρονα και την απειλή ότι αν κάποιος τολμήσει να απομακρυνθεί από την οικογένεια, τότε θα στερηθεί την αγάπη και τη στοργή των υπολοίπων. Άρα κανείς δεν έχει στην ουσία την *άδεια* να οδεύσει προς την εξατομίκευση. Το οικογενειακό «δέσιμο» γίνεται αυτοσκοπός. Με ένα σχεδόν ιδεοψυχαναγκαστικό τρόπο, το «Εγώ» της οικογένειας αφιερώνεται στη διαιώνιση αυτής της σχέσης εξάρτησης. Δυστυχώς ένας σημαντικός αριθμός από αυτά τα άτομα έχει ή αποκτά τα στοιχεία της προσωπικότητας ενός καταθλιπτικά οργανωμένου ανθρώπου.
Σκεφτείτε τώρα μέχρι πια ηλικία μένουν οι νεοέλληνες και οι νεοελληνίδες κάτω από την πατρική στέγη. Βλέπουμε νέους ανθρώπους στην ηλικία των είκοσι πέντε, τριάντα ή κι τριάντα πέντε ετών να είναι προσκολλημένοι στη γονική εστία. Στην Ευρώπη το έχουν παρατηρήσει αυτό και μας ειρωνεύονται συνεχώς. Υπάρχουν μάλιστα ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες εάν στα τριάντα σου μένεις με τη μαμά σου, αυτό θεωρείται αυτόματα ψυχοπαθολογία. Στην Ελλάδα βέβαια το φαινόμενο αυτό είναι κοινωνικά αποδεκτό. Οι νέοι από τη μεριά τους υποστηρίζουν ότι είναι πρακτικοί οικονομικοί λόγοι αυτοί που τους εμποδίζουν να μετακομίσουν. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι δεν μπορούν να αναλάβουν τις ευθύνες ενός ενήλικα. Οι γονείς πάλι αισθάνονται ασφάλεια που έχουν κοντά τους και υπό τον έλεγχό τους τα παιδιά τους. Δεν διακινδυνεύουν κανέναν αποχωρισμό και δεν συνταξιοδοτούνται από τον αρχικό τους ρόλο. Έτσι διατηρούν αυτή την κατάσταση όσο περισσότερο μπορούν.
Τι γίνεται τώρα όταν έρθει η ώρα για το παιδί να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια;
Γιατί έρχεται κάποια στιγμή (σε μια φάση έντονης αμφιθυμίας συνήθως) για όλους αυτούς τους ανώριμους άντρες και γυναίκες, που αποφασίζουν να παντρευτούν. Ο γάμος αυτός βέβαια δεν έχει τις προϋποθέσεις για να στεριώσει σωστά. Οι δύο σύζυγοι χαμένοι στα δικά τους προβλήματα είναι ανίκανοι να εδραιώσουν μια αληθινή και βαθιά συντροφική σχέση. Σύντομα αρχίζουν τα προβλήματα. Η μόνη διέξοδος που βρίσκουν τα ζευγάρια είναι η απόκτηση τέκνων. Τα παιδιά σαν από μηχανής θεοί, έρχονται να δώσουν (παροδικά) τη λύση στη λιμνασμένη και άχαρη σχέση των γονιών τους. Συμβολικά, η γέννησή τους μειώνει το άγχος του θανάτου των γονιών. Ο νέος πατέρας και η νέα μητέρα έχουν τώρα κάτι για να απασχολούνται (και μάλιστα full time) αντί να πρέπει να διαπραγματευτούν την προβληματική τους σχέση. Φυσικά τα προβλήματα δεν έχουν λυθεί, αλλά έχουν μετατεθεί στο μακρινό μέλλον.
Με την απόκτηση των παιδιών φαίνεται πλέον σε όλη της την έκταση η κακή εκπαίδευση που έχουν λάβει οι γονείς από την πρώτη τους οικογένεια. Πρώτα απ’ όλα τους είναι αδύνατο να αποκολληθούν από αυτή και να δοθούν ψυχή τε και σώματι στη νέα δική τους οικογένεια. Πολλοί δεν μπορούν καν να ξεχωρίσουν σε ποια οικογένεια πραγματικά ανήκουν. Συχνά ο/η σύντροφος φαντάζει σαν αντίπαλος (είναι ο «ξένος») και δεν υπάρχει εμπιστοσύνη παρά μόνον για την παλιά καλή οικογένεια. Το δεμένο με την παλαιά οικογένεια μέλος αποδίδει τους «δαίμονες» στη νέα του οικογένεια. Σαν τον κακοποιημένο που, μόλις βρει ευκαιρία, θα κακοποίηση και καραδοκεί να εφαρμόσει τη γνώριμη σε εκείνον συμπεριφορά. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες αγιοποιούνται. Επειδή αποπλανητικά τόσα χρόνια έχτιζαν εξαρτητική σχέση με το παιδί τους, αυτό νιώθει ότι με τον γάμο του τους πρόδωσε. Αιτία της «προδοσίας» βαφτίζεται ο/ή σύζυγος. Έτσι προκύπτουν οι γνωστές εχθρικές διαθέσεις έναντι εκείνου που τους «έκλεψε» από τη μητρική/πατρική αγκαλιά (θυμηθείτε τη σχέση νύφης – πεθεράς).
Με τη σειρά τους λοιπόν οι νέοι γονείς θα αναπαράγουν το γνώριμο σε αυτούς πρότυπο.
Θα φροντίσουν τα παιδιά τους να μην απελευθερωθούν ποτέ συναισθηματικά από αυτούς. Η νέα γενιά θα φοβάται με τη σειρά της οποιαδήποτε αποστασιοποίηση από τη γονική εστία. Τα «δεμένα πρωταρχικά τρίγωνα» θα συνεχίσουν να υπάρχουν και τα παιδιά θα εκδηλώνουν θυμό για το δήθεν βίαιο απογαλακτισμό τους. Θα προτιμούσαν να παραμείνουν αιωνίως προσκολλημένα στους γονείς τους.
Όταν έρθει η ώρα λοιπόν να αλλάξουν ρόλους και να γίνουν σύζυγοι, εραστές και γονείς οι ίδιοι, το σύστημα καταρρέει! Το μοντέλο επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Ανώριμοι γονείς αναθρέφουν ανώριμα παιδιά. Γενεές ολόκληρες ταλαιπωρούνται και υποφέρουν σκληρά στην Ελλάδα από αυτή την πραγματικότητα. Τώρα όμως ξέρουμε τι μας συμβαίνει. Η επιλογή είναι πλέον δική μας.
Aπόσπασμα απο το βιβλίο του ψυχαναλυτικού θεραπευτή Τρύφωνα Ζαχαριάδη «Ποιος εκπαιδεύει συναισθηματικά ποιον” εκδόσεις Αρμός