Συγκοίμηση – όλοι θέλουμε να κοιμόμαστε με αυτούς που αγαπάμε

Το θέμα του ύπνου στη βρεφική και παιδική ηλικία ήταν, σχεδόν από πάντα,  και εξακολουθεί να είναι, πολύ σημαντικό, συνδεδεμένο συχνά με δυσκολίες που δεν αφορούν μόνο στο παιδί, αλλά και στους γονείς, από τη στιγμή που διαταράσσεται και η δική τους ηρεμία και δυνατότητα ανάκτησης δυνάμεων που διοχετεύονται καθημερινά σε πολλούς και σημαντικούς τομείς της οικογενειακής ζωής.

Η έρευνα για τον ύπνο, τα τελευταία 50 χρόνια περίπου, έχει κάνει άλματα προόδου. Πολλά στοιχεία, όμως, που τον αφορούν, εξακολουθούν να παραμένουν ένας γρίφος για τους επιστήμονες των διαφόρων ειδικοτήτων που ασχολούνται με αυτόν.

Υπάρχουν πολλές απόψεις για το πώς πρέπει να κοιμούνται τα παιδιά. Παλαιότερα, θεωρείτο πως τα βρέφη θα πρέπει να κοιμούνται σε δικό τους κρεβάτι από νωρίς. Tο 2011, δημοσιεύθηκαν αποτελέσματα ερευνών που κατεδείκνυαν πως τα παιδιά είναι  καλό να κοιμούνται με τη μητέρα τους μέχρι την ηλικία των 3 χρόνων.  Τέλος, το 2013, παρουσιάστηκαν νέα ερευνητικά ευρήματα που λένε πως τα βρέφη δεν θα πρέπει να κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι με τους γονείς τους.

Είναι σαφές, λοιπόν, πως το ερώτημα για το πώς και το που θα πρέπει να κοιμούνται τα μικρά παιδιά είναι αμφιλεγόμενο, οι δε απαντήσεις που δίνονται διαφορετικές, αν όχι αντιφατικές μεταξύ τους.

Η επιρροή πολιτισμικών και κοινωνικών παραγόντων

Το ανθρώπινο βρέφος είναι πλασμένο για να κοιμάται με τη μητέρα του, να ξυπνά αρκετές φορές κάθε νύχτα, να θηλάζει λίγο και να ξανακοιμάται. Από αμνημονεύτων χρόνων, τα παιδιά κοιμόντουσαν μαζί με τους γονείς τους. Η ρουτίνα αυτή εξακολουθεί να ισχύει σε πολλούς πολιτισμούς ανά τον κόσμο, και να λειτουργεί αβίαστα ακόμα και σε αρκετές οικογένειες του Δυτικού κόσμου, όχι όμως για όλες. Από την πλευρά του παιδιού, η φυσική εγγύτητα με το γονιό -και κατ΄επέκταση, ο από κοινού ύπνος- αποτελεί βαθιά βιολογική και ψυχολογική ανάγκη, όπως συμβαίνει και με όλα σχεδόν τα θηλαστικά του πλανήτη.

Το που, το πώς και με ποιον κοιμόμαστε καθορίζεται, λοιπόν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από διάφορους πολιτισμικούς παράγοντες και έθιμα. Στους περισσότερους πολιτισμούς, αυτό που ισχύει είναι το βρέφος/παιδί να κοιμάται μαζί με τους γονείς του. Αντίθετα, στις περισσότερες χώρες του Δυτικού κόσμου, οι γονείς βάζουν τα παιδιά τους να κοιμούνται σε δικό τους δωμάτιο από πολύ νωρίς. Αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στις οδηγίες των υπηρεσιών υγείας και φροντίδας του παιδιού, στην ιδιαίτερη βαρύτητα που δίνεται στο Δυτικό κόσμο στη γρήγορη κοινωνική αυτονόμηση του ατόμου, αλλά και στο ότι ζούμε πλέον σε μικρές και απομονωμένες πυρηνικές οικογένειες, ενώ είμαστε γενετικά πλασμένοι για ζωή σε μεγαλύτερες κοινότητες, όπου τα μικρά παιδιά να φροντίζονται από κοινού από όλους τους ενήλικες της κοινότητας αυτής.

Οι νέοι γονείς  σήμερα έχουν συχνά μεγάλες απαιτήσεις από τον εαυτό τους. Υπάρχει η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση πως οι εμπειρίες που έχει ένα παιδί στη μικρή ηλικία καθορίζουν, σε μεγάλο βαθμό, το υπόλοιπο της ζωής τους. Αυτό τους δημιουργεί, συχνά, μεγάλη πίεση, στην προσπάθειά τους να κάνουν «το σωστό» ώστε να γίνουν τα παιδιά τους ισορροπημένοι και ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους ενήλικες. Για το σκοπό αυτό, αναζητούν πληροφόρηση στο διαδίκτυο, όπου το εύρος των πληροφοριών είναι αχανές, τα δε στοιχεία συχνά ατεκμηρίωτα, αντιφατικά και μη επιστημονικά, δημιουργώντας τους περισσότερο σύγχυση παρά ασφάλεια για το τι πρέπει να πιστέψουν ή να ακολουθήσουν.

Το να είναι πλέον κάποιος γονέας, στις Δυτικές κοινωνίες, αποτελεί πολύ περίπλοκη και δύσκολη αποστολή. Τα δεδομένα συνεχώς αλλάζουν, και πράγματα που μέχρι χθες ήταν αδιαμφισβήτητα, σήμερα αναιρούνται ως αναχρονιστικά ή «λανθασμένα». Στην εποχή που ζούμε, οι μαμάδες των νέων μητέρων δεν έχουν πλέον πολλά να τις προσφέρουν, πέραν του babysitting. Τα όσα οι ίδιες θεωρούσαν ως σωστά και ως αξίες αδιαμφισβήτητες τώρα πλέον κρίνονται ως παρωχημένα…

Όλοι θέλουμε να κοιμόμαστε με αυτόν/αυτούς που αγαπάμε

Ως ενήλικες, θεωρούμε αυτονόητο να θέλουμε να κοιμόμαστε τα βράδια με αυτόν/αυτήν που αγαπάμε και θα μας φαίνονταν αλλόκοτο αν κάποιος μας πρότεινε, πολύ περισσότερο αν μας εξανάγκαζε, να κάνουμε το αντίθετο. Γιατί, λοιπόν, να μην ισχύει το ίδιο και για τα παιδιά, εφόσον το έχουν ακόμα ανάγκη ή αν δεν συντρέχει κάποιος άλλος συγκεκριμένος λόγος;

Έχουμε σκεφθεί το πόσο λίγο και επώδυνο μπορεί να είναι για ένα παιδί 2-3 ετών να συναντά αυτούς που αγαπά και των οποίων την αγάπη τόσο ανάγκη έχει ώστε να αισθάνεται ασφάλεια, μετά από μια ολόκληρη ημέρα και για λίγες μόνον ώρες πριν κοιμηθεί για βράδυ; Το να θέλει να κοιμηθεί δίπλα τους, να νιώσει την ασφάλεια που του δίνει η γλυκιά ζεστασιά αυτού του αγαπημένου κορμιού και να ξυπνήσει πάλι δίπλα του είναι ανεκτίμητο.

Εάν ένα παιδί χρειάζεται αυτού του είδους την εγγύτητα, ακόμα και στη διάρκεια της νύχτας, θα πρέπει να την έχει. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν λάθος, με την προϋπόθεση πως πρόκειται για αυθεντική ανάγκη του ίδιου του παιδιού και όχι του γονιού ή των γονιών του…

Η σημασία της σχέσης γονέα-παιδιού για τον ύπνο του παιδιού

Η φροντίδα ενός βρέφους σημαίνει ουσιαστικά ο γονιός να είναι διαθέσιμος ανά πάσα στιγμή. Το παιδί εκδηλώνει με τον δικό του τρόπο τις ανάγκες του, ο γονιός τις αποκωδικοποιεί και προσπαθεί να τις καλύψει ώστε να ηρεμήσει τόσο το παιδί όσο κι ο ίδιος. Όταν ο γονιός λειτουργεί με συνέπεια και συντονισμένα προς τις ανάγκες του παιδιού, αυτό δημιουργεί μία αίσθηση ασφάλειας στο παιδί και μια ανάλογη προσδοκία για τον τρόπο που θα το φροντίσουν και στη συνέχεια. Ακριβώς η ίδια προσδοκία δημιουργείται και για τη διαδικασία του ύπνου. Ο τρόπος διαχείρισης της διαδικασίας του ύπνου από τον γονιό θα δημιουργήσει και θα ενισχύσει το σχήμα του ύπνου του παιδιού. Εάν, για παράδειγμα, το παιδί έχει συνηθίσει να υπάρχει ο γονιός δίπλα του όταν είναι να κοιμηθεί, θα ανησυχήσει και θα αναστατωθεί, αν δεν τον δει δίπλα του όταν ξυπνήσει στη διάρκεια της νύχτας και δεν εισπράξει τη γνώριμη βοήθεια για να αποκοιμηθεί ξανά.

Τα προβλήματα ύπνου εντείνονται, συνήθως, στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από την πρώιμη βρεφική ηλικία -που χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη φυσική εγγύτητα και προσαρμογή του γονιού στις ανάγκες του βρέφους- στην πιο όψιμη βρεφική ηλικία, όπου το βρέφος έχει αποκτήσει μια μεγαλύτερη ικανότητα να αντέχει, ως ένα βαθμό, τη φυσική απουσία του γονιού του, αλλά χρειάζεται ακόμα μεγάλη βοήθεια να αντέξει τον όποιο αποχωρισμό. Η απόκτηση αυτής της ικανότητας του βρέφους εξαρτάται άμεσα από την ικανότητα του γονέα να αντέχει την ανησυχία του παιδιού του και από τη σταδιακή μετατροπή του από μόνιμο 24ωρης διάρκειας «φύλακα άγγελο» σε «συμπαραστάτη» του, βοηθώντας να αναπτύξει σιγά-σιγά διάφορες δεξιότητες, όπως το να κοιμάται μόνο του.

Τα πλεονεκτήματα του από κοινού ύπνου

Το προφανές πλεονέκτημα για το παιδί είναι η ευχαρίστηση και ασφάλεια που νιώθει βρισκόμενο δίπλα στη μητέρα του, για τη δε τελευταία, η διευκόλυνση που αυτό σημαίνει για το θηλασμό και για το ότι δεν χρειάζεται να σηκώνεται και να πηγαίνει σε ένα άλλο δωμάτιο για να καθησυχάσει, να ταΐσει ή να ελέγξει πως το παιδί της είναι καλά.

Ο από κοινού ύπνος θεωρείται πως βοηθά στη δημιουργία μιας σχέσης δεσμού ανάμεσα στο παιδί και τους γονείς του, κάτι που, με τη σειρά του, επιδρά θετικά στην αυτοεικόνα του παιδιού αργότερα, στο να έχει λιγότερα αισθήματα ενοχής και να είναι πιο ήρεμο.

Έχει αποδειχθεί πως τα παιδιά που κοιμούνται μαζί με τους γονείς τους ξυπνούν συχνότερα, κάτι που θεωρείται ως έμφυτη συμπεριφορά και, ενδεχομένως, ένας από τους λόγους μείωσης του κινδύνου για SIDS.

Από ποια ηλικία θα πρέπει να κοιμάται το παιδί σε δικό του δωμάτιο;

Όλα τα παιδιά του κόσμου έχουν μεγάλη ανάγκη από ασφάλεια και εγγύτητα, ιδιαίτερα στην διάρκεια περιόδων όπου ανακύπτουν διάφοροι εξωτερικοί ή εσωτερικοί παράγοντες που ενεργοποιούν φόβο και αβεβαιότητα στο παιδί. Τέτοιοι παράγοντες μπορεί να είναι κάποια συγκεκριμένη περίοδος της εξέλιξης του παιδιού, μια μετακόμιση, μια ασθένεια ή θάνατος οικείου προσώπου, ένταση στη σχέση των γονιών, διαζύγιο κ.τ.λ. Ανάγκη του παιδιού για μεγαλύτερη εγγύτητα μπορεί, επίσης, να προκύψει εάν ο γονιός λείπει πολλές ώρες από το σπίτι στη διάρκεια της ημέρας.

Δεν θα πρέπει, επίσης, να παραβλέπεται το ενδεχόμενο, από κάποιο σημείο και μετά, να μην είναι ευχάριστος ο από κοινού ύπνος στον ίδιο το γονιό.  Το σημαντικό είναι να καταφέρνουν οι γονείς να συμβιβάζουν, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τις προσωπικές τους ανάγκες με αυτές του παιδιού και με βάση την ηλικία του.

Κανένα παιδί δεν θα πρέπει να παραμένει μόνο με το φόβο του το βράδυ, εν ονόματι μιας «διαπαιδαγώγησης» εξάσκησης αυτονομίας και πειθαρχίας. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ σκληρό, αν όχι απάνθρωπο. Όλα τα μικρά παιδιά λίγο-πολύ φοβούνται. Τη διαφορά την κάνει η ύπαρξη ενός ευαίσθητου γονιού που μπορεί να αφουγκράζεται και να συναισθάνεται το παιδί του, ανταποκρινόμενος στις συναισθηματικές του ανάγκες όταν συντρέχει λόγος. Εάν επιθυμούμε να έχουμε ασφαλή παιδιά, οφείλουμε να τα βοηθήσουμε να αποκτήσουν εκείνη την εσωτερική ασφάλεια που έχει κάθε ασφαλές άτομο και που το βοηθά να αντλεί την απαραίτητη δύναμη για να αντιμετωπίζει τις αναπόφευκτες δυσκολίες της ζωής.

Υπάρχουν αυτοί που ισχυρίζονται πως το παιδί κακομαθαίνει όταν κοιμάται με τους γονείς του. Κανένα παιδί δεν κακομαθαίνει όταν καλύπτονται υπαρκτές του ανάγκες. Αντίθετα, νιώθει ασφάλεια που κάποιος ανταποκρίνεται σε αυτήν την αυθεντική και βασική του ανάγκη.

Όσον αφορά στο διαχρονικό ερώτημα και στην αγωνία των περισσοτέρων γονιών και που δεν είναι άλλο από το ποια ηλικία το παιδί θα πρέπει να κοιμάται σε δικό του κρεβάτι ή δικό του χώρο, η απάντηση είναι πως δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ηλικία που να ισχύει για όλα τα  παιδιά. Κάθε παιδί είναι μοναδικό και, ως γονείς, θα πρέπει με ευαισθησία να βρούμε τι ακριβώς εξυπηρετεί τις συγκεκριμένες ανάγκες του δικού μας παιδιού.

Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D., Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης, Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης

Απόσπασμα από i-psychologos.gr

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network