Χρησιμοποιούμε τη λέξη “αγάπη” για να περιγράψουμε την πιο δυναμική και σημαντική ανθρώπινη εμπειρία που υπάρχει. Αυτό που ονομάζουμε αγάπη είναι μεγαλύτερο απ’ όλα όσα μπορούμε να πούμε για’ αυτό. Και οι περισσότεροι άνθρωποι θα συμφωνούσαν ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό στη ζωή από το ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι.
Τα παιδιά μας, όταν τα αγαπάμε με όλη μας την καρδιά και τα αποδεχόμαστε άνευ όρων, αναπτύσσονται. Η αγάπη είναι το έδαφος στο οποίο μεγαλώνουν, είναι το φως του ήλιου που καθορίζει την κατεύθυνσή τους, είναι το νερό που τα τρέφει.
Τα παιδιά χρειάζονται αγάπη από τη στιγμή που γεννιούνται- ακόμα και πριν γεννηθούν.
Τα νεογέννητα είναι απόλυτα εξαρτημένα από τη ζεστασιά, την τρυφερότητα και την προσοχή μας. Το ενεργό ενδιαφέρον μας τρέφει μέσα τους το αίσθημα ότι είναι επιθυμητά και ότι ανήκουν. Καθώς τα παιδιά ωριμάζουν, συνεχίζουν να χρειάζονται να τους δείχνουμε την αγάπη μας και την κατανοούν καλύτερα μέσα από τις γεμάτες τρυφερότητα και ενσυναίσθηση πράξεις μας. Και αστείρευτη πηγή της αγάπης μας αποτελεί το γεγονός ότι τα αποδεχόμαστε ολοκληρωτικά.
Παρ’ όλο που για τα παιδιά είναι ουσιώδες να νιώθουν ότι αγαπιούνται η αγάπη είναι μια θεμελιώδης ανθρώπινη ανάγκη που ποτέ δεν ξεπερνάμε όσο κι αν μεγαλώσουμε. Σαν ενήλικες, θέλουμε ακόμα να είμαστε επιθυμητοί. Χρειαζόμαστε ακόμα ανθρώπινη επαφή, δέσιμο,τρυφερότητα, και ένα ζεστό άγγιγμα. Όλοι μας θέλουμε να μας δέχονται γι’ αυτό που είμαστε, και να έχουμε φίλους που μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι ανήκουμε.
Τα παιδιά μας ξέρουν ότι τα θέλουμε και τα αγαπάμε όταν τους φερόμαστε καλά, και όταν συνοδεύουμε τα λόγια αγάπης με έργα αγάπης, και με ένα τρυφερό άγγιγμα. Δεν αρκεί να λέμε “Σ’ αγαπώ”. Στη συμβουλευτική γονέων, τονίζω συχνά τα τρία χαρακτηριστικά της αγάπης: αποδοχή, τρυφερότητα και εκτίμηση. Τα παιδιά μας έχουν ανάγκη να ζουν σε μια ατμόσφαιρα που τους δίνει τη σιγουριά ότι θα τα αποδεχόμαστε και θα αγαπούμε πάντα, ακόμα κι αν έχουν ελαττώματα. Αν αγαπηθούν μ’ αυτό τον τρόπο, θα μπορέσουν να ωριμάσουν και να αναπτύξουν την ικανότητά τους να αγαπήσουν.
Η Άνευ Όρων Αποδοχή Διδάσκει την Αγάπη
Εκφράζουμε την αγάπη μας στα παιδιά μας με χαμόγελα, αγκαλιές, φιλιά και χάδια, με τη θέρμη της τρυφερότητάς μας, καθημερινά, όλα τα χρόνια της παιδικής ηλικίας τους, αλλά και κατά την ενήλικη ζωή τους.
Όταν δεχόμαστε τα παιδιά μας άνευ όρων, παραιτούμαστε από οποιαδήποτε επιθυμία μας να αλλάξουμε τον βαθύτερο εαυτό τους. Για να το κάνουμε αυτό, μπορεί να χρειαστεί να παραιτηθούμε από μερικά από τα παλιότερα και πιο αγαπημένα μας όνειρα. Η μητέρα που η κόρη της προτιμά το διάβασμα από το μπαλέτο, και ο πατέρας που ο γιος του αποφασίζει ότι του αρέσει περισσότερο η χημεία από το μπάσκετ, αντιμετωπίζουν μια επιλογή, ως προς το τι είναι πιο σημαντικό: να ζήσουν τα όνειρά τους και τις προσδοκίες τους μόνο από τα παιδιά τους, ή να προσφέρουν στα παιδιά τους τη συναισθηματική υποστήριξη και αποδοχή που χρειάζονται, για να βρουν και να κυνηγήσουν τα δικά τους όνειρα. Από αυτή την οπτική γωνία, η επιλογή θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρη. Άλλωστε, όταν δίνουμε στις ελπίδες των παιδιών μας το περιθώριο να αναπτυχθούν, διευρύνουμε και εμπλουτίζουμε και τον δικό μας κόσμο.
Χρειάζεται, επίσης, να δώσουμε στα παιδιά μας να καταλάβουν ότι, για να τα αγαπάμε δεν είναι απαραίτητα τα επιτεύγματα ή η συμμόρφωσή τους με τις δικές μας απαιτήσεις. Η αγάπη πρέπει να δίνεται πάντα ελεύθερα, όχι να προσφέρεται σαν ανταμοιβή. Ποτέ δεν πρέπει να απειλούμε να τους στερήσουμε την αγάπη μας, ή να θέτουμε όρους λέγοντας, “Δεν θα σ’ αγαπάω αν δεν…”, ή “Θα σ’ αγαπώ όταν…”. Μερικοί γονείς φοβούνται ότι αν αγαπήσουν τα παιδιά τους ανεπιφύλακτα, εκείνα “δεν θα έχουν ποτέ κανένα λόγο να αγωνιστούν”. Τα παιδιά, όμως, έχουν ανάγκη να αγωνίζονται για στόχους και επιτεύγματα – και όχι για το θεμελιώδες δικαίωμα της αγάπης και της αποδοχής εκ μέρους των γονιών τους – αυτό το θεωρούν αυτονόητο.
Εντούτοις, η άνευ όρων αποδοχή των παιδιών μας δεν σημαίνει ανοχή στην ανάρμοστη ή ανεύθυνη συμπεριφορά από μέρους τους. Μπορούμε να αποδεχτούμε τα παιδιά μας, απορρίπτοντας συγχρόνως τις ανάρμοστες πράξεις τους και διατηρώντας κανόνες και όρια.
Ο εξάχρονος Τζέισον έχει αφήσει το ποδήλατό του στο δρομάκι πλάι απ’ το σπίτι – πάλι. Ο πατέρας του του έχει ζητήσει επανειλημμένα να το βάζει στη βεράντα, εξηγώντας του ότι φοβάται μήπως καμιά μέρα πέσει κατά λάθος πάνω του με το αυτοκίνητο. Ο Τζέισον, όμως, όλο το ξεχνάει. Τελικά, ένα βράδυ συμβαίνει το αναπόφευκτο, και ο μπαμπάς νιώθει κάτω από τις ρόδες του το τρίξιμο που φοβόταν.
Μπαίνοντας στο σπίτι είναι θυμωμένος, αλλά καταβάλει προσπάθεια να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Μην ξέροντας τι έχει συμβεί, ο Τζέισον τρέχει να προϋπαντήσει τον πατέρα του με μια αγκαλιά.
Ο μπαμπάς σκύβει και σηκώνει το γιο του. “Θέλω να σου δείξω κάτι”, λέει με σοβαρό ύφος. Πηγαίνει τον Τζέισον στο παράθυρο, απ’ όπου βλέπει το διαλυμένο ποδήλατο.
“Ωχ, όχι!”, αναφωνεί ο Τζέισον, καθώς συνειδητοποιεί τι συνέβη. Σφίγγεται περισσότερο στο λαιμό του πατέρα του, και χώνει το πρόσωπό του στον ώμο του.
“Άφησες το ποδήλατό σου στο δρομάκι”, λέει απλά ο μπαμπάς. Ο Τζέισον γνέφει καταφατικά. Ο πατέρας του συνεχίζει να τον κρατά, προσθέτοντας, “Αυτό ήταν που φοβόμουν”. Ο μπαμπάς αφήνει τον Τζέισον κάτω. Κοιτάζει το γιο του ίσια στα μάτια και λέει, “Καταλαβαίνεις ότι μπορεί να έχει καταστραφεί;”. Το αγόρι γνέφει δακρυσμένο. ‘Πάμε να το δούμε από κοντά;”, λέει ο μπαμπάς, προσθέτοντας, “μπορεί να καταφέρουμε να το φτιάξουμε”. Το μήνυμα που περνά ο μπαμπάς στον Τζέισον είναι: “Παρ’ όλο που δεν μου αρέσει πάντα η συμπεριφορά σου, σ’ αγαπώ πάντα και θα σε βοηθώ και θα σε στηρίζω”.