Σε ποιες συμπεριφορές πρέπει να θέτουν όρια οι γονείς; Οι τρεις “ζώνες” συμπεριφοράς

Για τα παιδιά, ιδίως τα μικρότερα, η επίλυση προβλημάτων έχει αφετηρία τους γονείς, οι οποίοι θέτουν όρια σε ανάρμοστες συμπεριφορές. Ένα παιδί για παράδειγμα, απογοητεύεται και εκφράζει αυτό το αρνητικό συναίσθημα με ανάρμοστο τρόπο: χτυπά ένα φίλο του, καταστρέφει ένα παιχνίδι του, βρίζει. Ο γονέας λοιπόν αναγνωρίζει το συναίσθημα πίσω από την κακή συμπεριφορά, βοηθά το παιδί να το κατονομάσει και στη συνέχεια του εξηγεί ότι ορισμένες μορφές συμπεριφοράς είναι ανάρμοστες και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.

‘Επειτα θα το καθοδηγήσει έτσι ώστε να σκεφτεί καταλληλότερους τρόπους να χειριστεί τα αρνητικά του συναισθήματα. «Είσαι θυμωμένος επειδή ο Φάνης σου πήρε το παιχνίδι», λέει ο γονέας. Και συνεχίζει: «Το ίδιο Θα ήμουν κι εγώ. Δεν είναι όμως σωστό να τον χτυπάς. Τι διαφορετικό θα μπορούσες να κάνεις;». ‘Η λέει: «Είναι λογικό να ζηλεύεις την αδελφή σου που πρόλαβε να καθίσει πριν από εσένα στο μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου, αλλά δεν είναι σωστό να λες αυτές τις άσχημες λέξεις. Μπορείς να σκεφθείς κάποιον άλλο τρόπο για να εκφράσεις τα συναισθήματά σου;».

‘Οπως δίδαξε και ο Ginott (εκπαιδευτικός, παιδοψυχολόγος, ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας συμβουλευτικών βιβλίων για γονείς, εισήγαγε την έννοια του «γονέα-ελικόπτερου» (helicopter parent) στο βιβλίο του «Γονείς και Έφηβοι»), είναι σημαντικό για τα παιδιά να καταλάβουν ότι το πρόβλημα δεν είναι τα συναισθήματά τους αλλά η κακή συμπεριφoρά τους. ‘Ολα τα συναισθήματα και όλες οι επιθυμίες είναι αποδεκτές, δεν ισχύει όμως το ίδιο και για όλες τις συμπεριφορές. Το καθήκον των γονέων λοιπόν δεν είναι να θέτουν όρια στις επιθυμίες, αλλά στις συμπεριφορές. Η παρατήρηση αυτή γίνεται απόλυτα κατανοητή αν σκεφτείτε ότι δεν είναι εύκολο για τα παιδιά να αλλάξουν αυτό που αισθάνονται για μια κατάσταση. Τα συναισθήματα θλίψης, φόβου ή οργής ενός παιδιού δεν θα εξαφανιστούν μόνο και μόνο επειδή ένας πατέρας ή μια μητέρα θα πει «Σταμάτα να κλαις» ή «Δεν πρέπει να αισθάνεσαι έτσι». Αν πούμε σε ένα παιδί πώς πρέπει να νιώθει, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να το κάνουμε να μην εμπιστεύεται αυτό που αισθάνεται, ωθώντας το στην αυτοαμφισβήτηση και στην απώλεια της αυτοεκτίμησής του. Από την άλλη πλευρά, αν πούμε σε ένα παιδί ότι έχει δικαίωμα να νιώθει έτσι όπως νιώθει, αλλά ότι υπάρχουν και καλύτεροι τρόποι να εκφράσει τα συναισθήματά του, βοηθάμε να διατηρηθούν στο ακέραιο τόσο ο χαρακτήρας όσο και το αίσθημα της αυτοεκτίμησής του. Το παιδί μαθαίνει ότι δίπλα του υπάρχει ένας ενήλικος ο οποίος δείχνει κατανόηση και το βοηθά να απελευθερωθεί από το συναίσθημα που το κατακλύζει προκειμένου να βρει κάποια λύση.

Όμως σε ποιες συμπεριφορές πρέπει να θέτουν όρια οι γονείς; Η απάντηση δεν είναι τόσο εύκολη. Το σίγουρο είνα πως τα όρια πρέπει να βασίζονται στις αξίες των γονιών. Υπάρχουν, ωστόσο, κάποιες κατευθύνσεις που αφορούν το επιτρεπτό και το μη επιτρεπτό, το οποίο ο Ginott ορίζει συνοπτικά ως “αποδοχή της παιδικότητας του παιδιού».

Οι γονείς πρέπει να δέχονται, για παράδειγμα, ότι «ένα καθαρό πουκάμισο σε ένα τυπικώς αναπτυσσόμενο παιδί δεν θα παραμείνει για πολύ καιρό, ότι το τρέξιμο και όχι το περπάτημα είναι ο φυσιολογικός τρόπος κίνησης, ότι τα δέντρα υπάρχουν μόνο και μόνο για να τα σκαρφαλώνει κανείς, ότι ένας καθρέφτης χρησιμεύει για να κάνουμε μπροστά του γκριμάτσες». Όταν επιτρέπουμε παρόμοιους τρόπους συμπεριφοράς, «εδραιώνουμε την εμπιστοσύνη και αυξάνουμε την ικανότητα του παιδιού να εκφράζει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του».

Η μεγάλη ανεκτικότητα, από την άλλη, σημαίνει ότι αποδεχόμαστε ανεπιθύμητες πράξεις, όπως είναι οι πράξεις καταστροφής. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποφεύγουμε γιατί «προκαλεί άγχος και έχει ως αποτέλεσμα τη διατύπωση όλο και περισσότερων αιτημάτων για προνόμια που δεν μπορούν να παραχωρηθούν».

Οι τρεις ζώνες συμπεριφοράς

Ο Ginott προτείνει επίσης στους γονείς ένα σύστημα κανόνων το οποίο βασίζεται σε τρεις «ζώνες» συμπεριφοράς: την πράσινη, την κίτρινη και την κόκκινη ζώνη.

Η πράσινη ζώνη ταυτίζεται με εγκεκριμένες και επιθυμητές συμπεριφορές. Είναι οι τρόποι με τους οποίους θέλουμε να συμπεριφέρονται τα παιδιά μας έτσι ώστε να τους προσφέρουμε ελεύθερα την έγκρισή μας.

Η κίτρινη ζώνη περιλαμβάνει μη εγκεκριμένες συμπεριφορές, τις οποίες ωστόσο επιτρέπουμε για δύο λόγους. Πρώτον, επιτρέπουμε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά για να δώσουμε στα παιδιά τον χρόνο να μάθουν. Ο τετράχρονος γιος μας δεν μπορεί να καθίσει ήσυχος στην προβολή μιας παιδικής ταινίας, αλλά πιστεύουμε ότι αυτό θα αλλάξει με τον καιρό. Δεύτερον, επιτρέπουμε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά για να δώσουμε στα παιδιά «περιθώρια σε δύσκολες εποχές». Η πεντάχρονη μικρή μας είναι κρυωμένη και έχει τα νεύρα της. ‘Ενας έφηβος αμφισβητεί την εξουσία της μητέρας του μετά το διαζύγιο των γονέων του. ‘Ισως δεν εγκρίνουμε παρόμοιες συμπεριφορές και το καθιστούμε σαφές στα παιδιά μας. Μπορούμε ωστόσο να τις παραβλέψουμε και να τις ανεχτούμε λέγοντάς τους ότι τις επιτρέπουμε εξαιτίας των ιδιαίτερων περιστάσεων.

Στην κόκκινη ζώνη ανήκουν συμπεριφορές που δεν πρόκειται να ανεχθούμε με κανέναν τρόπο, επειδή είναι επικίνδυνες για την ακεραιότητα και την υγεία τόσο των παιδιών μας όσο και των άλλων. Στη ζώνη αυτή εμπίπτουν επίσης συμπεριφορές που είτε είναι παράνομες είτε θεωρούνται ανήθικες, αήθεις ή κοινωνικά απαράδεκτες.

Ταυτόχρονα με τα όρια που θέτουν στις ανάρμοστες συμπεριφορές, οι γoνείς πρέπει να γνωστοποιήσουν στα παιδιά τους τόσο τις συνέπειες της παράβασης αυτών των ορίων όσο και τις συνέπειες της τήρησής τους. Το παιδί ανταποκρίνονται καλύτερα όταν οι συνέπειες είναι σταθερές, δίκαιες και συνδέονται με την εκδήλωση της κακής συμπεριφοράς τους.

Η «απομάκρυνση από το ερέθισμα» που προκαλεί την προβληματική συμπεριφορά είναι μια δημοφιλής μέθοδος, ιδιαίτερα όταν έχουμε να κάνουμε με μικρά παιδιά ηλικίας τριών έως οκτώ χρόνων. Η σωστή χρήση της λεγόμενης «απομάκρυνσης από το ερέθισμα» (οι ψυχολόγοι την αποκαλούν κα «τάιμ-άουτ») είναι η απομόνωση των παιδιών για σύντομο χρονικό διάστημα από τους συνομηλίκους τους και από τους ανθρώπους που τα φροντίζουν. Χρησιμοποιούμενη σωστά η «απομάκρυνση» μπορεί να αποδειχτεί ένας αποτελεσματικός τρόπος βοήθειας ώστε τα παιδιά να πάψουν να συμπεριφέρονται άσχημα, να ηρεμήσουν και να επανέλθουν με περισσότερο θετικούς τόνους. Δυστυχώς, πολλοί γονείς χρησιμοποιούν αυτή τη μέθοδο λανθασμένα. Τη συνδυάζουν με σκληρά λόγια και άδικη αντιμετώπιση, κάνοντας τα παιδιά να αισθανθούν απόρριψη και ταπείνωση. Ελάχιστα όμως μπορούν να επιτευχθούν με την ταπείνωση. Γι’ αυτό προτρέπω συχνά τους γονείς όταν χρησιμοποιούν την «απομάκρυνση» να το κάνουν με ευαισθησία.

Γενικότερα οι μέθοδοι θέσπισης ορίων που επιτρέπουν στα παιδιά να διατηρούν την αίσθηση αξιοπρέπειας, αυτοεκτίμησης και ισχύος τους επιτυγχάνουν καλύτερα αποτελέσματα. ‘Οταν τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με συγκεκριμένους κανόνες, τους οποίους κατανοούν, και ταυτόχρονα έχουν μια αίσθηση ελέγχου της ζωής τους, είναι λιγότερο πιθανό να συμπεριφερθούν άσχημα. Όταν μαθαίνουν να χειρίζονται τα αρνητικά τους συναισθήματα, η θέσπιση ορίων και η επιβολή πειθαρχίας από τους γονείς, γίνονται όλο και λιγότερο αναγκαίες. Και όταν η μαμά και ο μπαμπάς είναι δίκαιοι και αξιόπιστοι σύμμαχοι, τα παιδιά είναι περισσότερο δεκτικά στην από κοινού επίλυση των προβλημάτων.

John Gottman “Η συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών”

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network