Για τα μικρά παιδιά, ο γονέας έχει όλες τις απαντήσεις.
Τα διάφορα ‘γιατί’ των παιδιών μπορούν να πιάσουν τους γονείς απροετοίμαστους και να τους φέρουν σε αμηχανία. Τις προάλλες, σε ένα μου σεμινάριο, πολλοί γονείς με ρωτούσαν τι να απαντήσουν στα παιδιά τους όταν στην ερώτηση που τους τίθεται δεν έχουν απάντηση.
Τι να πω στην μικρή μου που με ρωτά γιατί πεθαίνουμε όταν ο ίδιος δεν ξέρω ; με ρώτησε ένας μπαμπάς σε πρόσφατο σεμινάριο. Και άνοιξε ο ασκός του Αιόλου. Πολλοί άλλοι γονείς ακολούθησαν με τα δικά τους παραδείγματα ερωτήσεων στις οποίες δεν είχαν απάντηση να δώσουν. Καλοπροαίρετα μεν, αλλά λανθασμένα εφεύρισκαν απαντήσεις προκειμένου να καλυφθεί η απορία του παιδιού.
Μεγαλώσαμε με το μήνυμα ότι το «δεν ξέρω» δεν είναι αποδεκτή απάντηση. Στους γονείς λέγαμε «δεν ξέρω» για να μην πούμε την αλήθεια για κάποια αταξία μας και αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες. Στο σχολείο, το «δεν ξέρω» στις ερωτήσεις των εκπαιδευτικών σήμαινε ότι ήμασταν αδιάβαστοι, ασυνεπείς και η βαθμολογία έπαιρνε την κατιούσα (αφού τα ακούγαμε για μερικά λεπτά ή μας έριχναν το επικριτικό τους βλέμμα). Λογικά, λοιπόν, σε πολλούς από εμάς δεν αρέσει να παραδεχόμαστε ότι απλά δεν ξέρουμε.
Κι όμως, το «δεν ξέρω» στην προκειμένη περίπτωση είναι μια πολύ καλή απάντηση.
Η αλήθεια είναι ότι το «δεν ξέρω» συνδέεται με αυτοπεποίθηση και ωριμότητα. Για παράδειγμα, ο γιατρός που θα μου πει δεν ξέρω σε κάποια απάντηση που θα του κάνω (και θα με παραπέμψει σε άλλη ειδικότητα ή θα ερευνήσει το θέμα) είναι ο ιατρός που εμπιστεύομαι. Δεν θα ήθελα να με αναλάβει ένας ειδικός που λόγω προσωπικής ανασφάλειας θα αποκρύψει ότι δεν ξέρει και θα γίνω πείραμα. Δεν αφαιρεί από την αξία σας όταν λέτε «δεν ξέρω». Αντιθέτως.
Υπάρχουν δύο είδη «δεν ξέρω».
Το ένα είναι σε ερωτήσεις γνώσεων. Πείτε στα παιδιά ή στους μαθητές σας ότι δεν γνωρίζετε την απάντηση και ότι θα την ψάξετε. Μπορείτε να την ψάξετε, βέβαια, μαζί με το παιδί.
Το δεύτερο είναι στις περιπτώσεις εκείνες που πραγματικά δεν θεωρείτε ότι υπάρχει απάντηση, όσο και να ψάξετε. Με ρωτάει μια μαμά η οποία έχασε τον σύζυγο της σε αυτοκινητιστικό ατύχημα όταν ήταν έγκυος.
«Τι να πω στο παιδί μου όταν μεγαλώσει και με ρωτήσει, γιατί δεν έχει μπαμπά; Τον έχω βάλει στην ζωή της από τώρα, της έχω δείξει φωτογραφίες και θέλω να ξέρει πόσο επιθυμητή ήταν, αλλά τι να της πω αν με ρωτήσει γιατί πέθανε; Δεν ξέρω τι να πω»
Ήδη έχει απάντηση. Μπορεί να την αγκαλιάσει και να της πει ότι δεν ξέρει… ότι κι εκείνη θα ήθελε πολύ να ήταν εδώ..
Υπάρχει όφελος να λέμε «δεν ξέρω» όταν πραγματικά δεν ξέρουμε.
1) Χτίζουμε μια σχέση με βάση την ειλικρίνεια.
2) Μαθαίνουμε στο παιδί ότι δεν είναι κακό να μην ξέρουμε και ότι είναι μια καλή ευκαιρία να ψάξουμε να μάθουμε (σε θέματα που μπορεί να βρεθεί μια απάντηση).
3) H προσωπική μου γνώμη, το μεγαλύτερο όφελος είναι ότι θα μάθουν από μικρά να αποδέχονται ότι δεν θα βρίσκουν πάντα όλες τις απαντήσεις στα ερωτήματα που έχουν και είναι Oκ αυτό. Θα μάθουν να προχωρούν χωρίς να πρέπει σώνει και καλά να έχουν όλες τις απαντήσεις. Είτε αυτό είναι στα μεγάλα ζητήματα της ζωής είτε στα καθημερινά μας θέματα (π.χ. χωρισμός, απόρριψη). Και είναι λυτρωτικό αυτό.