Ο μύθος της “δεμένης οικογένειας”

 Η υπενθύμιση που ακούμε «Είμαστε πολύ δεμένη οικογένεια» κρύβει συχνά τη διευκρίνιση-απειλή «Κανένας μας από αυτή την οικογένεια δεν είναι έτοιμος (ώριμος) να αποχωριστεί κανέναν». Επομένως, κανείς από τα μέλη της δεν διατηρεί το δικαίωμα να σηματοδοτήσει την οντότητά του, εξατομικεύοντας το δικό του ψυχολογικό στίγμα με αποχωρισμό του δικού τους ψυχολογικού στίγματος. Υπογραμμίζεται έτσι η ερμηνεία μιας απόλυτα εχθρικής υπενθύμισης: «Όποιος πάψει να είναι δεμένος, θα τιμωρηθεί ανελέητα με την αποκοπή του από την «αγάπη» και τη φροντίδα».

Οι απόγονοι περίπου ανάλογων σε νοοτροπία οικογενειών διακατέχονται από αίσθημα εσωτερικής ερημίας, που επιδρά σε όλα τα επίπεδα των δραστηριοτήτων τους. Οι γονείς που δυσκολεύουν ή και απαγορεύουν τις διαπροσωπικές συναλλαγές των παιδιών τους με τα εκτός εστίας πρόσωπα χωρίζουν την πραγματικότητα της ζωής και των δύο πλευρών με αυθαίρετο τρόπο. Ένας σημαντικός όμως αριθμός από αυτά τα άτομα έχει ή αποκτά τα στοιχεία της προσωπικότητας ενός καταθλιπτικά οργανωμένου ανθρώπου.

Είναι αλήθεια πως στις οικογένειες αυτές υπάρχουν μυστικά. Αρκετές φορές κατά τη θεραπευτική επαφή μαζί τους αναρωτιέσαι αν τα μυστικά δημιουργούν το «δέσιμο» ή το «δέσιμο» δημιουργεί προϋποθέσεις μέσα από την ιδιαιτερότητα μιας επικοινωνίας που γεννά μυστικά. Όταν μια κρυφή διάσταση των σχέσεων ή των συνηθειών βγει στην επιφάνεια, κινδυνεύει η νοσηρή συνοχή της οικογένειας. Ο νόμος της σιωπής καλλιεργεί ορατές συνέπειες, ακριβώς ίδιες με αυτές που η διάθεση και η σκέψη της αλήθειας προετοιμάζουν. Χωρίς να αποτελεί στατιστικό δεδομένο, τα τελευταία δώδεκα χρόνια που παρακολούθησα έντεκα οικογένειες με αντίστοιχη ψυχοπαθολογία, στις δύο υπήρχε αιμομικτική σχέση.

Το οικογενειακό «δέσιμο» διαχέεται στις μύχιες ανάγκες των μελών και εξελίσσεται σε προκρούστη των απεξαρτητικών σχέσεων, που κόβει, ράβει και τους φέρνει όλους στα μέτρα του. Με ένα σχεδόν ιδεοψυχαναγκαστικό τρόπο, το «Εγώ» της οικογένειας αφιερώνεται στη νομοθετική κατοχύρωση των επίμονων και μη ηθελημένων σκέψεων προστασίας από την ανευλαβή εξάρτηση. Οι ενέργειες που δηλώνουν στην ασυνείδητη διάσταση τους την εξιλέωση αποκτούν υποστηρικτική βάση για την αυτοαγάπη των μελών.

Ας στραφούμε σε μία άλλη έκφανση της σημερινής πραγματικότητας. Πόσα χρόνια παραμένουν οι νέες γενιές κάτω από την πατρική-μητρική στέγη; Βαυκαλίζονται όλοι πως είναι πρακτικοί οι λόγοι που κρατούν ένα νέο άνθρωπο κολλημένο στην ηλικία των είκοσι πέντε, των τριάντα ή και τριάντα πέντε χρόνων στην πρώτη εστία. Οι γονείς αισθάνονται σιγουριά και ασφάλεια που έχουν κοντά τους (υπό τον έλεγχο τους) το γιο ή την κόρη τους. Δεν διακινδυνεύουν κανέναν αποχωρισμό και δεν συνταξιοδοτούνται από τον αρχικό τους ρόλο. Αυτό το σενάριο εξυπηρετεί.

Υποτίθεται πως οι γονείς αποκτούν παιδιά με αρχική πρόθεση να τους προσφέρουν επαρκή κάλυψη των υλικών και συναισθηματικών τους αναγκών. Όσο μεγαλώνουν όμως, χρειάζεται να μειώνουν (κατάλληλη ματαίωση) την φροντίδα και την προστασία τους προς αυτά, έτσι ώστε να δοκιμάσουν τα ίδια να φροντίσουν τον εαυτό τους. Αναφερόμαστε στην αντικατάσταση της αρχής της ηδονής (ευχαρίστησης) από την αρχή της πραγματικότητας. Δυστυχώς, ωριμότητα και προσκόλληση δεν ταιριάζουν.

Δεν μπορείς να υποστηρίζεις «Άντε να κάνεις γάμο να δούμε κι εμείς εγγόνια» και ταυτόχρονα να υποσκάπτεις τις επιλογές του παιδιού σου για εραστή ή ερωμένη. Ένας άνθρωπος εκπαιδεύεται να είναι ή εξαρτημένος ή ανεξάρτητος. Εκπαιδεύεται να εξελιχθεί ή αυτοκυβερνώμενος ή υποταγμένος. Βεβαίως είναι απαραίτητο να προσαρμοστεί το «Θέλω να ικανοποιηθούν όλες οι επιθυμίες μου εδώ και τώρα» στο «Κάποιες επιθυμίες μου, επειδή μπορεί να δημιουργήσουν δυσκολίες, ίσως να περιμένω πιο κατάλληλη στιγμή για να τις εκφράσω». Ο ρόλος του γονιού είναι εξισορροπητικός μεταξύ του «ικανοποιώ» και «ματαιώνω».

Εκείνοι οι άνδρες και εκείνες οι γυναίκες που μέσα από την ανώριμη εξέλιξή τους έχουν εναποθέσει – επειδή το καλλιεργούν οι γονείς – το λίκνισμα της ενήλικης ζωής στην βρεφική κούνια της παλιάς οικογένειας, κάποια στιγμή στη φάση της έντονης αμφιθυμίας, αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν γάμο! Σε αυτό το κομφούζιο της εσωτερικής διαταραχής που αναδεικνύεται σταδιακά, η γέννηση των παιδιών θεωρείται λύση και διέξοδος. Η απόκτηση παιδιών είναι η μόνη πράξη ζωής στον επερχόμενο δικό τους θάνατο και επιτρέπει μία συνέχεια βίου στους γεννήτορες. Φυσικά όμως, δεν λύνει τα προβλήματά τους. Αντίθετα τα φορτώνει στο μέλλον των παιδιών. Στην αρχή του γάμου και ιδιαίτερα με την απόκτηση παιδιών, είναι περισσότερο από ποτέ απαραίτητο, να αποεπενδύσουν από τον πατρικό-μητρικό χώρο και να επενδύσουν στο νέο χώρο (συζυγικό).

Η πρώτη οικογένεια παρουσιάζει τον «εαυτό» της ως ομάδα που δεν μπορεί να θέλει το κακό του παιδιού της. Είναι μία «αγία» οικογένεια. Άρα η «κακότητά» της δεν είναι υπαρκτή. Τα αίτια των περιορισμών και της απουσίας εμπιστοσύνης προς αυτούς που δεν ανήκουν στην στενή οικογένεια ονομάζονται «προστασία από την εχθρότητα των ξένων».

Τα υποχθόνια συναισθήματα με την έντονη επιθετικότητα ανήκουν στους ξένους, σε αυτούς που η οικογένεια εμπιστεύθηκε (πχ για φίλο ή σύζυγο) το παιδί της. Πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα που με την παρουσία τους βάζουν σε κίνδυνο το δέσιμο της τριάδας. Όπως έχουμε διαπιστώσει, το «δεμένο» με την παλαιά οικογένεια μέλος αποδίδει τους «δαίμονες» στη νέα του οικογένεια. Σαν τον κακοποιημένο που, μόλις βρει ευκαιρία, θα κακοποίηση και καραδοκεί να εφαρμόσει τη γνώριμη σε εκείνον συμπεριφορά.

«Κατοχυρώνει» τα παιδιά του φροντίζοντας να μην αποκτήσουν ποτέ αυτοπραγμάτωση και συναισθηματική απελευθέρωση. Φροντίζει δηλαδή να αφομοιώσουν τόσο πολύ το σχεσιακό μοτίβο της οικογένειας ώστε «δεμένοι» πλέον με αυτή να φοβούνται οποιαδήποτε αποστασιοποίηση. Και όταν τούτο συμβαίνει για λόγους ενορμητικούς, κοινωνικής συνήθειας ή άλλους, γίνεται με τόσο οδυνηρό τρόπο που το ανθρώπινο συναίσθημά τους χάνει κάθε αυτονομία και δημιουργικότητα. Μετατρέπεται σε απλή αναπαράσταση ενός οικογενειακού αρχείου ή πρωτοκόλλου με παθητική ακρόαση του προσωπικού τους Είναι.

Επειδή αποπλανητικά οι γεννήτορες χρόνια έχτιζαν εξαρτητική σχέση με το παιδί, αυτό νιώθει ότι με τον γάμο του τους προδίδει. Αιτία της «προδοσίας» βαφτίζεται ο/ή σύζυγος. Διαθέσεις εχθρικές έναντι εκείνου που τους «έκλεψε» από τη μητρική/πατρική αγκαλιά οριοθετούν το είδος σχέσης με τον επιλεγμένο σύντροφο.

Παράδειγμα:

Τριαντοχτάχρονος δικαστικός, μοναχοπαίδι και με τους δύο γονείς εν ζωή, πραγματοποίησε γάμο πριν από 13 χρόνια. Απέκτησε 4 παιδιά μετά από επαναλαμβανόμενη και πιεστική επιθυμία της συζύγου του. Ενώ είναι ευγενικός και γλυκομίλητος, ο λόγος του όποτε αναφέρεται στη γυναίκα του – αν και λέει θετικές κουβέντες για αυτή – αποπνέει μία «θυμωμένη αίσθηση». Φέρεται ικανοποιημένος που οι γονείς του διατηρούν ακόμη το δωμάτιό του όπως το άφησε πριν νυμφευθεί. Αγοράζει βιβλία, διακοσμητικά αντικείμενα και μικροέπιπλα που τα πηγαίνει στο πατρικό σπίτι, αν και γνωρίζει πως μετά το θάνατο των γονιών του τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να μεταφερθεί στη συζυγική του κατοικία για πρακτικούς λόγους, όπως ο ίδιος διευκρινίζει. Αρκετές φορές πηγαίνει και κοιμάται με τους γονείς του. Δεν μπορεί να σκεφθεί, και ιδιαίτερα για τη μητέρα του, ότι μπορεί να πεθάνουν. Κουβεντιάζοντας σε συνεδρία τη δυσκολία του να «σηκώσει το πόδι» από την αρχική οικογένεια σχολίασε: «Μέχρι σήμερα, όταν προσεύχομαι να δίνει ο Θεός στα δικά μου πρόσωπα υγεία, χρησιμοποιώ την εξής σειρά: στη μητέρα μου, στον πατέρα μου, σε εμένα, στα παιδιά μου και στη γυναίκα μου. Λέτε η ιεράρχηση να έχει σχέση με αυτή τη δυσκολία μου;»

Πράγματι, η ανάγκη να διασφαλιστεί η υγεία αυτών που αγαπάμε είναι ένα γεγονός που πιστοποιεί έντονο δεσμό μαζί τους. Έτσι, αποτυπώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο στη μεταφυσική (θρησκευτική) έκφραση του «παρακαλώ και ζητώ» ως επιθυμία να υπάρχουν. Παρενθετικά, η συνήθης πορεία που θα υποδήλωνε και θρησκευτικά και ψυχολογικά μία μορφή ωρίμανσης ακολουθεί περίπου την πιο κάτω διαδρομή: «Να είναι καλά οι γονείς μου κι εγώ» όταν είναι παιδί. «Να είναι καλά ο/η σύντροφός μου, οι γονείς μου κι εγώ» όταν έχει ξεκινήσει την «απόσυρση» από την πρώτη οικογένεια και έχει αρχίσει να επενδύει στη συζυγική του σχέση. «Να είναι καλά τα παιδιά μου, ο/η σύντροφός μου, οι γονείς μου κι εγώ» όταν είναι πλέον γεννήτορας και ιεραρχικά κυριαρχεί μέσα του η δεύτερη οικογένεια.

Τα παιδιά των «δεμένων πρωταρχικών τριγώνων» δεν χαίρονται που απαλλάσσονται από το σώμα της πρώτης τους οικογένειας και φυσικά ούτε και οι γονείς τους, για να συμμετάσχουν συνεργατικά με το συντροφικό άτομο στο χτίσιμο μιας άλλης οικογένειας. Εκδηλώνουν θυμό για το δήθεν βίαιο απογαλακτισμό τους. Βιώνουν πανικό στη δοκιμή να αλλάξουν ρόλο και από παιδιά να λειτουργήσουν ως εραστές και γεννήτορες. Εισπράττουν τεράστιο φόβο για έναν αποχωρισμό που μακριά από τους γονείς μοιάζει με θάνατο. … το παιδί επιθυμεί και πιστεύει να μείνει αιωνίως προσκολλημένο.

Αν προσπαθούμε να ξεφύγουμε από το άγχος του αποχωρισμού και από το άγχος του θανάτου μένοντας γαντζωμένοι απεγνωσμένα στους γονείς μας, απλώς θα μας πετάξουν έξω άσπλαχνα…. Μονάχα βγαίνοντας στον κόσμο μπορεί ο ήρωας του παραμυθιού (το παιδί) να βρει τον εαυτό του και με αυτό τον τρόπο θα βρει επίσης να βρει τον άλλο με τον οποίο θα μπορεί να ζήσει ευτυχισμένα….

Αυτή η άρνηση μετάβασης από τη μία οικογενειακή μονάδα στην καινούργια είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δυσκολεύονται να φτάσουν στο σημείο να κρατά ο ένας με εμπιστοσύνη το χέρι του άλλου. Η βρεφική πλευρά της προσωπικότητας των συζύγων ζητά επιτακτική ικανοποίηση. Στο γάμο πλέον, δεν διαπραγματεύονται οι ενήλικες. Ζουν μαζί δύο βρέφη διεκδικώντας το ένα από το άλλο υποχρεωτική ευχαρίστηση. Έτσι μιλούν για ασυμφωνία, οικονομικές διαφορές ή απιστία.

Ωστόσο, η διερεύνηση του ασυνειδήτου έχει πιο ειλικρινείς απαντήσεις για το δρόμο προς τη διάσταση και την κρίση των ανθρώπινων σχέσεων και των «δεμένων» οικογενειών.

Απόσπασμα από psychiatrosonline.gr

Ακολούθησε το TheMamagers στο Instagram

Διαβάστε περισσότερα

Best of network