Πού ήμασταν εμείς, μωρέ;
Πώς δεν πήραμε είδηση ότι κάτι το απασχολούσε; Πότε ήταν η τελευταία φορά που το ρωτήσαμε: Τι έχεις, παιδί μου; Και αν το κάναμε, πότε δώσαμε όλη μας την προσοχή στην απάντησή που μας έδωσε; Και ακόμα: πότε νοιαστήκαμε για το παιδί τού απέναντι όταν έφταναν στα αυτιά μας διάφορα; Πότε πιάσαμε μια άλλη μάνα να της πούμε ‘’Έι, ψιτ, κάτι συμβαίνει’’, όχι προς χάριν του κουτσομπολιού αλλά γιατί έτσι θα θέλαμε να μας ταρακουνήσουν κι εμάς; Τι νόημα έχει η καλή μαρτυρία στην τηλεόραση ‘’πέσαμε από τα σύννεφα’’ όταν κάτι είχε πάρει το αυτί μας;
Συγνώμη για το ύφος αλλά να μου επιτρέψετε να μας κράξω λίγο. Ούτως ή άλλως η επικαιρότητα των τελευταίων εβδομάδων είναι σοκαριστική και μας κράζει από μόνη της. Θυμηθείτε μερικά περιστατικά:
*Δεκαεξάχρονος πηδάει από γέφυρα στην Αττική Οδό λόγω ερωτικής απογοήτευσης.
*Φοιτήτρια Βιολογίας πέφτει από τον 9ο όροφο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου επειδή γυμνές φωτογραφίες της έχουν κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο.
*Δεκαεννιάχρονη κοπέλα συλλαμβάνεται στο Χονγκ Κονγκ για διακίνηση κοκαΐνης και κινδυνεύει με ισόβια κάθειρξη.
Και όλα δείχνουν το ίδιο πράγμα: ότι δεν είμαστε εκεί.
Κολλημένες με τις ώρες μπροστά σε μια οθόνη διαβάζουμε για πορνεία, διαβάζουμε για παιδεραστές, διαβάζουμε για επιτήδειους, για ψεύτικα προφίλ, για ναρκωτικά, για ροζ αγγελίες εφήβων, για αυτοκτονίες και για σάιτς που χρησιμοποιούν φωτογραφίες μικρών παιδιών. Των δικών μας παιδιών που –μη τυχόν και δεν δείξουμε πόσο όμορφα είναι- τα βγάζουμε φόρα παρτίδα στο instagram, έχοντας μόλις γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων μας την τελευταία προειδοποίηση της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
Και τι κάνουμε μετά; Ξεχνάμε αντί να ενημερώσουμε, παίζουμε παιχνίδια αντί να ελέγξουμε, κοιμόμαστε αντί να συζητάμε.
Δεν είμαστε εκεί.
Γι’ αυτό τα παιδιά μας μας χρειάζονται τώρα περισσότερο από ποτέ.
Γιατί τώρα;
Γιατί ζούμε σε μια εποχή που οι αντοχές όλων λιγοστεύουν, που τα νεύρα είναι διαρκώς τεντωμένα, τα προβλήματα συσσωρεύονται αντί να λυθούν και η κρίση μας γύρω από τις προτεραιότητες της ζωής θολώνει.
Λογικό; Φυσικά. Αναμενόμενο; Εννοείται. Αλλά.
Αλλά δεν δικαιολογείται. Δεν επιτρέπεται και δεν συγχωρείται.
Μπορεί να τα έχουμε κι εμείς χαμένα με τα όσα γίνονται γύρω μας αλλά τα παιδιά δεν πρόκειται, όπως ευχόμαστε, προσευχόμαστε ή απλώς νομίζουμε, να κάτσουν σε μια γωνιά ήσυχα να μας περιμένουν να αντιδράσουμε. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ΔΕΝ θα κάτσουν ήσυχα.
Γιατί περισσότερο;
Γιατί εμάς μπορεί να μας βρήκε μεγάλους και ώριμους αυτή η χαώδης εποχή αλλά τα παιδιά μας τα βρίσκει στην πιο ευαίσθητη και κρίσιμη ηλικία τους, τώρα που τα θέλουν όλα και τα θέλουν χθες.
Τι κάνουμε;
Δεν εξαγριωνόμαστε πάντως όταν, για παράδειγμα, το 18 του τριμήνου γίνεται ξαφνικά 15 και μετά 10.
Αναρωτιόμαστε. Ίσως κάτι σοβαρότερο να κρύβεται πίσω από τους αριθμούς ενός σχολικού ελέγχου: ένας απελπισμένος έρωτας, ένας εκβιασμός ή ένας ‘’φίλος’’ που υπόσχεται τον παράδεισο.
Παρατηρούμε, λοιπόν. Ακούμε. Και μιλάμε.
Μειώνουμε τις αποστάσεις, γεφυρώνουμε το περίφημο χάσμα των γενεών, έχουμε τους τρόπους. Χτυπάμε κλειστές πόρτες κι αν χρειαστεί, γινόμαστε αδιάκριτες, γινόμαστε δύσπιστες, γινόμαστε καχύποπτες. Και το σημαντικότερο:
Γινόμαστε φίλες τους.
Κερδίζουμε την εμπιστοσύνη τους και για μας και για εκείνα. Για να ξέρουμε, όσο αυτό είναι δυνατόν, τι μας γίνεται και τι τους συμβαίνει.
Υ.γ.: Δεν ξέρω πώς είναι να χάνεις ένα παιδί.
Αλλά ειλικρινά θα έδινα τα πάντα για να μάθω πώς να κερδίζεις ένα.