Είναι γεγονός ότι όταν τα παιδιά μας δεν κάνουν αυτό που θέλουμε, ταραζόμαστε, απογοητευόμαστε και νιώθουμε ανίκανοι να αντιδράσουμε. Συχνά αναρωτιόμαστε τι έχουμε κάνει λάθος και προσπαθούμε να βρούμε λύσεις είτε διαβάζοντας ψυχολογικά άρθρα, είτε συζητώντας με άλλους γονείς, είτε καταφεύγοντας σε ειδικούς. Όλα αυτά είναι χρήσιμα και κανείς δεν μπορεί να πει το αντίθετο. Ωστόσο ποτέ δεν έχουμε αναλογιστεί ότι όταν ένα παιδί αντιδρά έντονα και “αδικαιολόγητα” μπορεί στην συμπεριφορά του να αντανακλάται η κατάσταση που επικρατεί στο σπίτι μας, δηλαδή μέσα στην οικογένεια την οποία ζει.
Όταν το παιδί ζει σε μια οικογένεια όπου οι γονείς αντιμετωπίζουν ένα οικονομικό πρόβλημα, ένα θέμα υγείας ή περνάνε κρίσεις στις σχέση τους με καυγάδες και εντάσεις, το παιδί απορροφά σαν σφουγγάρι όλη αυτή την “ενέργεια” και δεν “ξέρει τι να την κάνει”, δηλαδή δεν έχει ιδέα πώς να τη διαχειριστεί. Καθώς, λοιπόν, τα παιδιά δεν έχουν την ικανότητα ακόμα να αναλύουν τα συναισθήματά τους, ούτε να τα εκφράσουν με λέξεις, γίνονται επιθετικά και νευρικά. Κι εκδηλώνουν μια “πρωτόγνωρη” συμπεριφορά με αποτέλεσμα οι γονείς να αναρωτιόμαστε “μα τι έπαθε στα καλά καθούμενα”.
Όμως, όλα αυτά δεν έχουν συμβεί μέσα του στα “καλά καθούμενα”. Το παιδί συσσωρεύει ανικανοποίητες ανάγκες του και ξεσπά. Κι όταν λέμε ανάγκες που δεν έχουν ικανοποιηθεί δεν μιλάμε για τροφή, ύπνο αλλά για τον χρόνο μας, το χάδι μας, την καλή μας την κουβέντα. Πολλές φορές, εμείς οι γονείς χαμένοι μέσα στο κυκεώνα της καθημερινότητας, βρισκόμενοι διαρκώς σε ένα αέναο κυνήγι του χρόνου, τρελαμένοι από την κόπωση αναβάλουμε για αύριο το παιχνίδι και το χρόνο με το παιδί μας. Γιατί φυσικά δεν έχουμε κουράγιο, όμως, εκείνο μέσα στο μυαλό του το καταγράφει και βάζει “απουσίες”. Η αναμονή του και η λαχτάρα του για το πότε θα ασχοληθεί ουσιαστικά μαζί του η μαμά και ο μπαμπάς ματαιώνεται συχνά. Κι έτσι οδηγείται σε ξεσπάσματα θυμού, επιθετικές συμπεριφορές και “γκρίνια” για το τίποτα.
Οι γονείς αδυνατούν να κάνουν τον συσχετισμό αιτίας και αποτελέσματος στη συμπεριφορά του παιδιού τους. Για αυτό και νομίζουν ότι το παιδί έχει κάποιο πρόβλημα που συνήθως αναζητούν σε εξωτερικούς παράγοντες. Π.χ αν συνέβη κάτι στο νηπιαγωγείο, στον παιδικό σταθμό, στη βόλτα ή στο σπίτι με τη γιαγιά που ενδεχομένως τα προσέχει όταν εκείνοι λείπουν. Το αποτέλεσμα είναι να φορτώνουν το παιδί τους με χαρακτηρισμούς όπως “ανυπόμονη, στραβόξυλο, ευέξαπτη, πεισματάρα” κ.λ.π που πολλές φορές δεν ισχύουν και αδικούν το παιδί.
Καλό θα ήταν, λοιπόν, πριν επισκεφτούμε κάποιον ειδικό ή πριν βιαστούμε να βάλουμε μια ταμπέλα στο παιδί μας, να αναλογιστούμε την κατάσταση του σπιτιού μας και της οικογένειά μας κάνοντας έναν απολογισμό από τα πιο σοβαρά θέματα (υγείας, διαζύγιο, μετακόμιση, οικονομικά προβλήματα, ανεργία) που μπορεί πραγματικά να επηρεάσει ένα παιδί μέχρι τα φαινομενικά πιο απλά (φόρτος εργασίας, πολλές υποχρεώσεις, έλλειψη χρόνου).
Δεν είναι τυχαίο που στην παραμικρή αλλαγή στη συμπεριφορά ενός παιδιού ένας εκπαιδευτικός ή ένας ψυχολόγος το πρώτο που θα ρωτήσει τους γονείς είναι αν έχει αλλάξει κάτι στο σπίτι ή γενικά πως λειτουργεί στην καθημερινότητά της η οικογένειά μας.