Όλοι έχουμε ανόσιες φαντασιώσεις, κάνουμε σκέψεις πονηρές ή, για την ακρίβεια, θεωρούμε τους εαυτούς μας ανόσιους ή πονηρούς επειδή οι γονείς μας δεν μας είπαν ποτέ ότι είχαν τις ίδιες.
Ούτε εμείς όμως, γιατί έτσι μάθαμε, ούτε τα παιδιά μας, μιλάνε για τους φόβους τους, τα μυστικά όνειρά τους ή τις επιθυμίες τους. Για τη μοναξιά τους, την απογοήτευσή τους, τη ζήλια τους, ή ακόμα για τον έρωτα ή τον πόθο τους. Το συμπέρασμα είναι απλό: αυτό που συμβαίνει μέσα τους θεωρείται ύποπτο, αλλόκοτο. Καλύτερα να σωπάσει.
Πολλοί πιστεύουν ότι η καταστολή των παρορμήσεων είναι χρήσιμη στην κοινή ζωή και πως αν όλοι “άκουγαν τον εαυτό τους” δεν θα μπορούσαν να ζήσουν πια μαζί. Ας δούμε την πραγματικότητα. Τα ποσοστά βίας, σήμερα, μας δείχνουν ότι ο δρόμος της καταστολής δεν είναι καλός. Όταν αρνιόμαστε τα συναισθήματά μας, όταν δεν τα υπολογίζουμε, όταν δεν τα ακούμε, είναι σαν να τα κλείνουμε σε μια χύτρα ταχύτητας. Όταν οι ασφαλιστικές δικλείδες γίνονται ανεπαρκείς, το καπάκι τινάζεται στον αέρα.
Είναι αλήθεια πως αν κάναμε πράξη τις παρορμήσεις μας να χτυπήσουμε, να στραγγαλίσουμε, να σκοτώσουμε, να βασανίσουμε, κάθε φορά που θα είχαμε μια τέτοια φαντασίωση, η ζωή θα ήταν ανυπόφορη. Ή μάλλον θα έσβηνε γρήγορα. Θα αλληλοσκοτωνόμαστε σύντομα. Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, για να μην σκοτώσουμε τον άλλο, είναι να εξαφανίσουμε τον θυμό μας; Δεν μπορούμε να αναγνωρίζουμε τα συναισθήματά μας χωρίς να μας εξουσιάζουν; Όταν αναγνωρίζει κανείς τα συναισθήματά του, όταν μαθαίνει να τα αντέχει χωρίς να φοβάται ότι θα τον συντρίψουν, όταν τα λέει με το όνομά τους, μπορεί να έχει συνείδηση ολόκληρης της ύπαρξής του χωρίς να χρειάζεται να τα κάνει πράξεις.
Είναι σημαντικό να δείξουμε στο παιδί ότι η αναγνώριση κι η λεκτική έκφραση των πιο βίαιων παρορμήσεών του δεν καταστρέφουν τη σχέση, ούτε κανέναν. «Καταλαβαίνω ότι είσαι θυμωμένος, αλλά εγώ σ’ αγαπώ το ίδιο».
Αν οι γονείς δεν επιτρέπουν την έκφραση του θυμού του, το παιδί θα τον απωθήσει, νιώθοντας ταυτόχρονα ενοχή κι ανησυχία. Αν η μητέρα του ξεσπάει σε δάκρυα, θα δημιουργήσει τη φαντασίωση ότι μπορεί να καταστρέψει τη μητέρα του. Αν το ξυλοφορτώσουν, μπορεί να τρομοκρατηθεί με τη σκέψη ότι θα το αφανίσουν, ιδίως αν είναι μικρό και δεν μπορεί να κάνει τον διαχωρισμό μεταξύ του εαυτού του και του άλλου, γιατί εκλαμβάνει τα χτυπήματα τον γονιού του ως φυσική συνέχεια του θυμού του.
Όταν το παιδί (κι αργότερα ο ενήλικας, αν δεν έχει λύσει αυτήν την αγωνία κατά την παιδική ηλικία) απωθεί τον θυμό του, ίσως φοβάται ότι θα καταστραφεί ενδόμυχα από αυτόν. Συγκρατεί την οργή αποφασιστικά, γιατί αν την άφηνε να εκφραστεί θα κινδύνευε να γίνει κομμάτια! Φοβάται ότι θα χάσει τη συνείδηση των ορίων τον εαυτού του, του σώματός του. Ενώ η έκφραση του δίκαιου θυμού του θα του επέτρεπε να έχει την αίσθηση των ορίων του. Θα επιβεβαίωνε την ταυτότητά του.
Όταν οι γονείς παραμένουν αναίσθητοι απέναντι στο συναίσθημα του παιδιού, όταν το στέλνουν στο δωμάτιό του να κλάψει ή να «ξεσπάσει αλλού τον θυμό του», όταν δεν ασχολούνται πια μαζί του, το παιδί είναι απελπισμένο. Καταλαβαίνει ότι τα συναισθήματά του απειλούν τη σχέση. Δεν έχει επιλογή. Δεν πρέπει να επιτρέψει στον εαυτό του να σπάσει τον δεσμό, παίζεται η επιβίωσή του. Οι γονείς του το προστατεύουν, το τρέφουν. Για να είναι μαζί τους, για να επιβιώσει, δηλαδή, πρέπει να εξαφανίσει τον συναισθηματικό του κόσμο, να γίνει αναίσθητο.
Το παράδειγμα με τους “κάλους”
Ο ψυχολόγος Χάρολντ Μπέσελ χρησιμοποιεί μια πολύ εύγλωττη εικόνα. «Όταν κάνει κανείς χειρωνακτική εργασία, στα χέρια του βγαίνουν κάλοι. Τα προστατεύουν κι έτσι δεν γεμίζουν φουσκάλες. Όταν πληγωθούν τα αισθήματά του, φτιάχνει κάτι που μοιάζει με κάλο, κάτι που προστατεύει τους ιστούς ενάντια στον προσεχή ερεθισμό. Αλλά προφανώς, όπως οι κάλοι των χεριών, αυτό το κάτι δεν είναι το ίδιο ευαίσθητο. Ούτε τόσο ευλύγιστο όσο το πραγματικό δέρμα. Ένας άνθρωπος που θα’ταν ολόκληρος καλυμμένος με συναισθηματικούς κάλους, δεν θ’αντιλαμβανόταν τον κόσμο πλήρως, σ’όλη του την έκταση. Ούτε καν με ικανοποιητικό τρόπο».
Αυτό ακριβώς συμβαίνει. Δημιουργούμε συναισθηματικούς κάλους στην παιδική ηλικία που αλλοιώνουν την αντίληψή μας για τον κόσμο και μας προκαλούν πολλά προβλήματα. Αυτοί οι κάλοι, η προστασία μας ενάντια στην ανάδυση των συναισθημάτων της παιδικής μας ηλικίας, δεν μας αφήνουν να είμαστε τόσο ευαίσθητοι όσο θα μπορούσαμε σε αυτό που βιώνουν τα παιδιά μας. Για να βοηθήσει ένα παιδί να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του, ο ενήλικας πρέπει, αν όχι να είναι εντελώς απαλλαγμένος από «ψυχικούς κάλους», να είναι τουλάχιστον τόσο συνειδητοποιημένος ώστε να μπορεί να μπει στη θέση του παιδιού, χωρίς ωστόσο να προβάλλεται πάνω του, και να νιώθει τα συναισθήματά του χωρίς να τα φιλτράρει ή να τα ερμηνεύει.
Τα κλάματα, οι λυγμοί, η έκφραση των συναισθημάτων είναι θεραπευτικά. Το πρόβλημα δεν είναι να μην πληγώσουμε ποτέ ή να μη φερθούμε άδικα σε ένα παιδί. Το ζήτημα είναι να το αφήσουμε να «μιλήσει». Να του δώσουμε χώρο να ζήσει συναισθηματικά και να ελευθερωθεί απ’τις εντάσεις που προκαλούνται απ’τα τραύματα ή την αδικία.
Isabelle Filliozat “Στην καρδιά των συναισθημάτων του παιδιού”