Ιστορικά, η ενσυναίσθηση θεωρούνταν κάτι που ξεχώριζε τους ανθρώπους από τα ζώα. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι τα ζώα και τα πρωτεύοντα θηλαστικά δεν δείχνουν ενσυναίσθηση, αλλά ο διάσημος ειδικός στα θηλαστικά Frans De Waal δείχνει στο βιβλίο του “Η εποχή της ενσυναίσθησης” ότι η ενσυναίσθηση απαντάται σε όλα τα είδη των ζώων.
Υπάρχουν ευρήματα ερευνών που υποδηλώνουν την ύπαρξη της ενσυναίσθησης σε ποντίκια, μαϊμούδες, γορίλες, δελφίνια, ελέφαντες και άλλα ζώα, αλλά το ευρύ κοινό δεν το γνωρίζει. Αυτό συμβαίνει επειδή πολλές από τις πολιτικές μας στηρίζονται στην πεποίθηση ότι η φύση είναι μάχη για την ζωή και ότι πρέπει να χτίζουμε τις κοινωνίες μας πάνω στον ανταγωνισμό και τον εγωισμό, αντί για όλα εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν την ανθρώπινη φύση.
Από εξελικτική σκοπιά, η ενσυναίσθηση είναι μια πολύτιμη παρόρμηση που μας βοήθησε να επιβιώσουμε μέσα σε ομάδες. Οι άνθρωποι δεν θα είχαν επιβιώσει χωρίς ενσυναίσθηση και αλληλεγγύη. Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση, οι περισσότεροι νοιαζόμαστε για το καλό των άλλων. Απλώς, η έμφυτη αυτή τάση μας συχνά δεν εκδηλώνεται επειδή δεν εστιάζουμε σε αυτήν.
Οι άνθρωποι συνήθιζαν να θεωρούν ότι τα μωρά γεννιούνται χωρίς ενσυναίσθηση, αλλά αυτό τελικά δεν ισχύει. Είμαστε όλοι προγραμματισμένοι για ενσυναίσθηση, απλώς πρέπει να μάθουμε πως να την εκδηλώνουμε λειτουργικά.
Η ενσυναίσθηση εδρεύει στο στεφανοειδές σύστημα του εγκεφάλου που ελέγχει την μνήμη, τα συναισθήματα και τα ένστικτα. Είναι ένα πολύπλοκο νευρολογικό σύστημα που περιλαμβάνει κατοπτρικούς νευρώνες και την έλικα του προσαγωγίου. Αυτό που πολλοί δεν συνειδητοποιούν είναι ότι έχουμε βιολογική προδιάθεση να συνδεόμαστε με άλλους. Αυτό γίνεται εφικτό μέσα από πολλά νευρωνικά συστήματα που βρίσκονται στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου και οι κατοπτρικοί νευρώνες είναι σημαντικό κομμάτι τους. Δεν είμαστε μια ατομική οντότητα αλλά μια συσχετιστική κατασκευή.
Ο Daniel Siegel καθηγητής ψυχολογίας στο UCLA, λέει:
“Η ενσυναίσθηση δεν είναι μια πολυτέλεια για τα ανθρώπινα όντα είναι μια αναγκαιότητα. Δεν επιβιώνουμε επειδή έχουμε γαμψά νύχια, ούτε επειδή έχουμε μεγάλους κυνόδοντες. Επιβιώνουμε γιατί μπορούμε να επικοινωνούμε και να συνεργαζόμαστε”.
Η ενσυναίσθηση διευκολύνει τη σύνδεσή μας με τους άλλους. Αναπτύσσεται στη διάρκεια της νηπιακής ηλικίας μέσα από τη σχέση με το άτομο με το οποίο υπάρχει προσκόλληση. Ένα παιδί πρώτα μαθαίνει να συντονίζεται με τα συναισθήματα και τις διαθέσεις της μητέρας του και μετά με τα συναισθήματα των άλλων. Αυτό που αισθάνεται η μητέρα θα το αισθανθεί το παιδί, θα καθρεφτιστεί σε αυτό. Για αυτό πράγματα όπως η βλεμματική επαφή, οι εκφράσεις του προσώπου και ο τόνος της φωνής είναι τόσο σημαντικά στην αρχή της ζωής. Μέσα από αυτά, το μωρό αποκτά ασφαλή προσκόλληση με τη μητέρα κι αρχίζει να εκπαιδεύεται στην ενσυναίσθηση.
Έχει παρατηρηθεί ότι κάποιες φορές ένα μωρό μπορεί να προσπαθήσει να ηρεμήσει ένα άλλο μωρό που κλαίει με μια πιπίλα ή με ένα χνουδωτό παιχνίδι. Τα μωρά αντιδρούν στο κλάμα των άλλων μωρών με φόβο κι άγχος, μερικά αρχίζουν ακόμα και να κλαίνε τα ίδια. Μπορεί να μην καταλαβαίνουν τον λόγο που κλαίνε ή το συναίσθημα πίσω από το κλάμα, αλλά με το πέρασμα του χρόνου και την εμπειρία θα μάθουν.