Μπορεί κανείς να οδηγήσει ένα μικρό παιδί στην απόγνωση, χωρίς καν να το αντιληφθεί. Τις περισσότερες φορές, εμείς οι ενήλικες προγραμματίζουμε την καθημερινότητα χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τη γνώμη των παιδιών. Παρότι οι επιλογές μας επηρεάζουν αποφασιστικά και τις δικές τους ζωές. Η ένταξη των παιδιών στη ρουτίνα των ενηλίκων είναι, μάλλον, απίθανο να τα ευαρεστήσει. Εκτός κι αν αυτοί προωθήσουν άλλες μορφές συμμετοχικής, φυσικής δραστηριότητας. Η παρακολούθηση της μαμάς ενώ γράφει, διαβάζει ή ασχολείται με λογιστικές πράξεις δεν είναι διόλου ευχάριστη ενασχόληση. Ούτε βεβαίως αποτελεί δέλεαρ για τη συμμετοχή του παιδιού. Τα φαινόμενα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, απατούν. Μπορεί το μυθιστόρημα να’ναι συναρπαστικό. Αυτό, όμως, που εισπράττει το νήπιο είναι η εικόνα του πατέρα που κάθεται σε μια καρέκλα και χαζεύει ένα βιβλίο.
Ένα κλασικό παράδειγμα αντλούμε απ’τη συνήθεια των γονιών να παίρνουν μαζί τους τα παιδιά στις εξωτερικές δουλειές.
Το παιδί θα προτιμούσε να συνεχίσει αυτό που έκανε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κι όμως, αναγκάζεται – παρά τη θέλησή του – να διακόψει την ψυχαγωγική δραστηριότητα. Λίγες στιγμές, αργότερα, βρίσκεται καθηλωμένο στο ειδικό κάθισμα του αυτοκινήτου, με προορισμό ένα μέρος που δεν έχει επιλέξει. Υπάρχει, μάλιστα, η προσδοκία να επιδείξει “ωριμότητα” και να συντροφεύσει αδιαμαρτύρητα τον γονιό. Θα μας άρεσε, άραγε, αν συνέβαινε σ’ εμάς κάτι αντίστοιχο; Ασφαλώς όχι. Ούτε θα ζητούσαμε από έναν φίλο να μας κάνει παρέα στη διεκπεραίωση των καθημερινών υποχρεώσεων.
Το μικρό παιδί δεν αντιλαμβάνεται πως ωφελείται και το ίδιο από τη διευθέτηση της ρουτίνας. Ο μεγάλος, που είναι σε θέση να το καταλάβει, σπανίως προσφέρεται να συμμετάσχει. Για τα περισσότερα παιδιά, αυτές οι διαδικασίες είναι άχαρες/πληκτικές. Προϋποθέτουν μακρόχρονη αναμονή, στη διάρκεια της οποίας βρίσκονται καθηλωμένα στο κάθισμα του αυτοκινήτου. Μολονότι ένα νήπιο μπορεί να βρίσκει διασκεδαστικά τα ψώνια στο παντοπωλείο, μεγαλώνοντας θ’αξιώσει ανταλλάγματα-παιχνίδια/γλυκίσματα-προκειμένου να μας ακολουθήσει, γεγονός που αποτελεί σημείο προστριβής και πηγή νέων απογοητεύσεων.
Ορισμένοι γονείς έχουν το χάρισμα να παρασύρουν «αναίμακτα» τα παιδιά τους στα ψώνια. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η έξοδος συντελείται ομαλά, χωρίς δράματα. Για τους περισσότερους από εμάς, ωστόσο, το συγκεκριμένο θέμα παίρνει τον χαρακτήρα εξαντλητικής μάχης.
Προκειμένου ν’αποτραπεί ή τουλάχιστον, να ελαχιστοποιηθεί το ενδεχόμενο υλοποίησης του δυσμενούς σεναρίου, φροντίστε, αν μπορείτε βέβαια, να κάνετε τις εξωτερικές δουλειές σας όταν υπάρχει άνθρωπος να μείνει στο σπίτι με το παιδί.
Άλλη λύση είναι να συνταιριάσετε την έξοδο με τα ενδιαφέροντά του. Προγραμματίστε, ανάμεσα στα θελήματα, μια βόλτα στο πάρκο/παραλία ή μια επίσκεψη στο σπίτι της γιαγιάς.
Όταν η εργασία μας είναι πνευματική ή οι δραστηριότητές μας εμποδίζουν το παιδί να κάνει αυτό που θέλει/χρειάζεται, τότε αισθάνεται ανίσχυρο/καταπιεσμένο. Αισθάνεται ότι οδηγείται σε απόγνωση.
Όταν καταπνίγουμε τις ανάγκες του άλλου προκειμένου να ικανοποιήσουμε τις δικές μας, πληρώνουμε κάποιο τίμημα.
Η τάση ορισμένων γονέων να απαιτούν απ’το παιδί:
– να φέρεται όπως πρέπει,
– να μαθαίνει και να ενδιαφέρεται ή
– να’ χει κοινωνική δράση βάσει «κανόνων» και όχι της κλίσης του,
εντείνει την αίσθηση της αδυναμίας – το φέρνει σε απόγνωση. Έχω επανειλημμένως δεχτεί κλήσεις από αναστατωμένους γονείς που προβληματίζονται. Είτε με τη διαγωγή παιδιών τους στον συγχρωτισμό με φίλους είτε με τη συμπεριφορά που εκδηλώνουν σε δημόσιους χώρους.
Πολλά παιδιά δεν μπορούν να καθίσουν φρόνιμα. Αν όμως είχαν προηγουμένως την ευκαιρία να εκτονώσουν την ενέργειά τους, τότε ίσως να κάθονταν ήσυχα εκεί. Ή να σας ακολουθούσαν με μεγαλύτερη προθυμία.
Naomi Aldort “Αναθρέφοντας τα παιδιά, αναθρέφουμε τους εαυτούς μας”