Σε λίγο θα φύγω, θα πάω να δω τη μικρή Μάρω που σήμερα γίνεται δέκα ημερών! Δεν το πιστεύουμε πως έγινε κιόλας τόσο μεγάλη.
Ήδη και πριν φτάσω να την πάρω αγκαλιά, το αισθάνομαι το μικρό κεφαλάκι μέσα στη χούφτα μου, το μεταξένιο ποδαράκι στα χείλη μου. Ένα ένα λες και τα ψηλαφώ, δέκα τέλειες μινιατούρες τα δαχτυλάκια. Το γλυκό της γόνατο. Τα ξαφνικά χαμόγελα που σκάει απροειδοποίητα, σαν πρώιμα ανυπόμονα μπουμπούκια.
Το μωρό είναι τόσο πολλή αίσθηση, τόσο συγκινητική, τρυφερότατη αίσθηση! Σε διδάσκει τις δυνατότητες της αφής σου, της όρασης, της όσφρησης, της ακοής σου. Σε διδάσκει πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η τρυφερότητα, ακόμη και να εξοριστεί, τόσο μακριά προκειμένου να χαϊδέψει κάποιον. Με τρόπο έτσι λεπτό ν’αγγίξει, τόσο λεπτό και διεισδυτικό –θα’ταν από αιώνες ξεχασμένος αν δεν υπήρχαν τα μωράκια–, που σε σφάζει σε φετούλες-φετούλες.
Το μωρό είναι έτσι όμορφο, έτσι συγκινητικό, έτσι αθώο, ανήμπορο και μαγνητικό, ώστε να τείνουν αυτόματα να το προστατέψουν οι μεγάλοι. Ακόμη και τα γατάκια, τα κουτάβια, τα κοτόπουλα, τα νεογέννητα γαϊδουράκια που τρέμουν στα λιγνά τους πόδια, και όλα τα ζώα τα τόσα δα. Σαν από ένστικτο, ή ίσως και γνήσιο ένστικτο αυτό καθαυτό, ορμάς να το σώσεις, να το παρηγορήσεις, να του δώσεις χαρές.
Η σοφία του Θεού έπλασε τα μικρούλια της γης πεντάμορφα, τρυφερά, άδολα, ελκυστικά, τόσο μοναδικά που κάνουν λιώμα και τον πιο σκληρόκαρδο. Τα άφησε αβοήθητα, έτσι σπαραχτικά αβοήθητα κι αγνά που μας υπνωτίζουν να τα σηκώσουμε προστατευτικά στην αγκαλιά μας. Να τα λυτρώσουμε. Από τι; Από το ότι θα χαθούν αν δεν τα πάρουμε εμείς στην αγκαλιά μας. Έχουν, βλέπεις, και τα μωρά τα όπλα τους, τα μεγάλα, τα τεράστια, ισχυρά τους όπλα. Σε στοχεύουν, σε σκλαβώνουν, και σε κάνουν μικρά μικρά κομμάτια και σκλάβο τους.
Ύστερα όμως…
Ύστερα όμως, και κόντρα στη μελαγχολία, φτάνουν εκείνα τα μυστηριώδη χαμόγελα. Τα σύντομα, τα απερίγραπτα μελένια, τα αιφνίδια χαμόγελα του βρέφους σου και ψάχνεις: Γιατί; Σε ποιον; Πότε κι από ποιον πήρε μαθήματα ταχείας εκμαθήσεως στις σωστές αντιδράσεις; Τι αισθάνεται; Πού έμαθε την κίνηση του χαμόγελου στα χειλάκια, την κίνηση του χαμόγελου στα φρυδάκια τα σχεδόν ανύπαρκτα; Τι μνήμες μπορεί να έχει αποθηκεύσει και τι μπορεί να ονειρεύεται για να παίρνει τέτοια μορφή, τέτοια αγαλλίαση στο δέρμα, στις ακρούλες στο στόμα του; Τι μνήμες που ξεχωρίζουν το ευχάριστο, το ενοχλητικό; Είναι μονάχα ένστικτα; Πώς γίνεται; Να σου λέει με τον πειστικότατο τρόπο του:
Ζήτω η ζωή, τι καλά, τι ωραία που ήρθα! Τι ωραία η ζωή! Τι ωραία που ήρθα!
Υπάρχει για έναν φυσιολογικό γονιό μεγαλύτερη αποζημίωση από το να βλέπει να χαίρεται το παιδί του;
Για μένα ποτέ και καμιά άλλη δεν είναι ως τώρα μεγαλύτερη. Ούτε ομορφιές, ούτε επιτυχίες, ούτε χρήματα, ούτε καλές σπουδές, ούτε, ούτε… Το πρόσωπο του παιδιού μου να δείχνει χαρά, για οτιδήποτε όμως χαρά, και όλα τα άλλα τα στέλνω στο πι και φι από εκεί όπου ήρθαν.
Γι’ αυτό, και εκεί που λες, κοιτώντας το μωράκι μας, πόσο ταλαιπωρήθηκε στον πολύ δύσκολο, πολύωρο τοκετό μαζί με την Αλέσια και το ίδιο, που έκλαψε με πόνο ανεξήγητο και αχαρακτήριστο βγαίνοντας έξω στο φως, βλέπεις τώρα τούτη τη χαρούμενη μουρίτσα να στέλνει πρόωρα χαμόγελα χαράς, κεφιού σχεδόν, και πάει η καρδιά σου στη θέση της.
Αξίζει! Μακάρι να λέμε συχνά: αξίζει η ζωή! Αξίζει η ζωή μου! να λέει. Ποια μεγαλύτερη ευχή να της ευχηθώ; Γιατί το έχουμε πολλές φορές πει, όσοι τουλάχιστον πιστεύουμε στην άλλη, τη μετά τον θάνατο συνέχεια:
Ο Παράδεισος, για να τον βρεις και να μπεις από την πύλη του μετά, πρέπει να αρχίζει για σένα από τώρα, από εδώ κάτω. Στα εδώ, στα γήινα.
Να τη λοιπόν τυλιγμένη μ’ένα άσπρο μπουρνούζι της κλινικής, τεράστιο μπουρνούζι, που θα χωρούσε να τυλίξει δυο τρία νεογέννητα ακόμη. Να τη με τα μαλλιά όρθια απ’το πρόσφατο λούσιμο και τις γροθίτσες μενεξεδιές απ’τον δικό της μόλις αγώνα, που χαμογελά. Λένε ότι είναι αντανακλαστικά τα γελάκια της· δεν το πιστεύω. Όχι, όχι, δεν το πιστεύω, το πρόσεξα! Είναι αληθινά, είναι φανερή η χαρά της. Μου το επιβεβαιώνει εξάλλου με τους μήνες όσο διαμορφώνεται ο πολύ χαρούμενος χαρακτήρας της. Ένας ευλογημένος χαρακτήρας που χαίρεται εύκολα, ενθουσιάζεται με το ελάχιστο, ναι, ήταν αληθινά τα νεογέννητα χαμόγελά της.
Δεν μπορεί, θα θυμάται τον παράδεισο.
Το τυχερό αυτό πλασματάκι μπορεί ακόμη και θυμάται τον παράδεισό του, το δείχνει ο τρόπος που γλυκογελά και –αντανακλαστικά ή όχι– μας αποσβολώνει. Γιατί εμείς δεν μπορούμε να τον θυμηθούμε τον παράδεισο όπως ετούτη, η ελάχιστη επιβάτιδα, η μόλις αφιχθείσα από πάνω. Μας τσακίζει αυτή η ανημποριά μας να επιστρέφουμε, παράλληλα με την ανίκητη νοσταλγία. Νόστος και άλγος και τα δυο μας παιδεύουν, μας εκπαιδεύουν, μας μαθαίνουν το από πού και το προς τα πού μας. Κάτι αόριστο που πότε πιστεύουμε, πότε όχι. Δεν είναι δυνατόν να πλησιάσουμε μόνοι μας. Κολλάμε στο χαμόγελο των μωρών. Και ελπίζουμε.
Δεν ξαναείδα τέτοιο χαμόγελο σε άνθρωπο ενήλικο ποτέ. Ίσως σε έναν μόνο. Κάποτε. Το κατανοώ τώρα όπως κοιτώ στα μαξιλάρια τη μικρένια, τη μικρούσκα, το μικράκι να γελά κατά τη μεριά του αγγέλου της. Τέτοιο χαμόγελο το ερωτεύεσαι γιατί θυμίζει την καταγωγή μας, την ωραιότητα των αθώων μας κήπων. Ό,τι χάσαμε, αλλά και τα έσχατα που μας αναμένουν όπως μας βεβαιώνει η πίστη μας· ενός παρελθόντος, ενός υποσυνειδήτου, ενός ασυνειδήτου που διασώζει ό,τι δεν πρέπει επ’ ουδενί να ξεχαστεί. Αν ξεχαστεί αδειάζει η ύπαρξη, το σώμα γίνεται σακί χωρίς περιεχόμενο, θλίβεσαι και πλήττεις αβάσταχτα. Τι να την κάνεις την κάθε μέρα σου; Για τι να προσπαθήσεις; Η αίσθηση ματαιότητας είναι ανυπόφορη, και καλά κάνει. Είναι ανυπόφορη γιατί είναι εσφαλμένη.
Νομίζεις πως ξέχασες, αλλά δε συμβαίνει έτσι. Ξέχνα το ότι ξέχασες κάποια πράγματα… Καλώς ή κακώς εγκαταστάθηκαν μέσα σου μέχρι τον θάνατο και ακόμη πιο πέρα.
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη «Το βιβλίο της εγγονής μου» εκδόσεις Ψυχογιός