Κοίτα να δεις, δεν υπάρχουν καλούπια. Ηρέμησε.
Η πρώτη μου κόρη, ας πούμε, κράτησε την πιπίλα, σχεδόν, μέχρι τα επτά της. Η μικρή την πέταξε στριγγλίζοντας πολύ πριν χρονίσει, γεμάτη τσαντίλα που δεν μπορούσα να βρεθώ δίπλα της μέσα σε 1′. Η τρίτη την πάνα την έβγαλε στα 5, και σάμπως τι; Ξέρεις κάνα δεκάχρονο να φοράει πάμπερς κι ανησυχείς τόσο;
Θες κι άλλα;
Μία από όλες άργησε να περπατήσει. Η άλλη άργησε να μιλήσει. Η τρίτη, πάλι, για να κοιμηθεί μόνη της κόντεψε να τελειώσει το σχολείο.
Η μία έβγαλε δόντια στους επτά μήνες και η άλλη έφτασε τα δύο για να δούμε να σκάει το πρώτο. Και; Πόσα παιδιά στα δεκαοχτώ τους μένουν χωρίς δόντια;
Έχω κι άλλα: Η μία στο 37.1 παραμιλούσε, η δεύτερη με 42 πυρετό έτρεχε και κρυβόταν σ’όλο το σπίτι για να μην πιει πονστάν κι η τρίτη πέταγε κοκκινίλες ιλαράς αμέσως μετά το εμβόλιο.
Η μία ψήλωνε. Η άλλη όχι.
Η μία έτρωγε τα πάντα κι οι άλλες τίποτα. (Χρόνια με στοίχειωνε το φαγητό, αλλά πίστεψέ με: ζουν και οι τρεις τους.)
Η μία διάβαζε και η άλλη μουτζούρωνε. Η μία έφερνε δέκα και η άλλη οκτώ.
Ε, και;
Δεν τελειώνει ο κατάλογος. Ποτέ δεν τελειώνει.
Έχω τρεις κόρες και είναι όλες τους διαφορετικές. Κι ως τώρα κάνουν διαφορετικά πράγματα. Μπορεί κι αλλόκοτα. Πράγματα που δεν βρίσκεις στα βιβλία όλων των παιδιάτρων ή παιδοψυχολόγων του κόσμου. Και τι πρέπει; Να τρελαθώ; Ή να γυρνάω σε όλες τις ιατρικές ειδικότητες ανά τη χώρα;
Το έκανα. Μάλιστα, το έκανα. Γιατί, τώρα, μπορεί να το παίζω ψύχραιμη και πολύ cool, αλλά τότε δεν ήμουν. Και χτυπούσα αλαφιασμένη τις πόρτες των γιατρών ό,τι ώρα και να ήταν. Βρε, δεν χαμπάριαζα τίποτα σου λέω. Κι εκεί που εγώ τους παρουσίαζα, ολοφυρόμενη, την τραγωδία μου, έπαιρνα πάντα την ίδια απάντηση:
– Μην ανησυχείτε. Κάθε παιδί έχει τον δικό του ρυθμό.
Τον άκουσες;
Θα μου πει εμένα ο γιατρός ότι κάθε παιδί έχει τον δικό του ρυθμό;
Κι ότι το παιδί μου ΔΕΝ θα πεθάνει από ασιτία, επειδή δεν τρώει ολόκληρο πιάτο ψαρόσουπα, όταν η δίδυμη αδελφή της ζητάει και δεύτερο;
Ε, ναι. Μου το έλεγε. Και μου το ξανάλεγε. Και δεν βαρέθηκε να μου το λέει. Μέχρι που – ω, του θαύματος – με έπεισε. Και μια ωραία πρωία σταμάτησα να το ψάχνω τόσο πολύ.
[Σταμάτησα, που λέει ο λόγος δηλαδή, γιατί πάντα μάνα είσαι και κάθε γνήσια μάνα οφείλει να μένει πανικόβλητη μέχρι να διαλευκάνει την υπόθεση και να κάτσει να πιει ήρεμα τον καφέ της.]
Δέχτηκα, όμως, ότι έχω τρία διαφορετικά πλάσματα μέσα στο σπίτι μου. Διαφορετικά, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και απ’ όλα τα υπόλοιπα πλάσματα του κόσμου. Κι έτσι, κάθε φορά που κάτι μου φαινόταν αντίθετο από όσα είχα ακούσει ή διαβάσει, δεν με γέμιζε αγωνία.
Γιατί πράγματι, κάθε παιδί έχει τον δικό του ρυθμό για να μεγαλώνει.
Και θέλει τον δικό του χρόνο και χώρο. Κι όσο και να προσπαθείς, δεν μπορείς – παρά σ’ελάχιστα – να το στριμώξεις σε καλούπια, γιατί μετά θ’αρχίσουν τα πραγματικά προβλήματα.
Τα καλούπια, βλέπεις, είναι δική μας δουλειά, μανούλα. Εμείς τα φτιάχνουμε, άθελά μας, όταν ονειρευόμαστε ένα παιδί όμορφο, έξυπνο, ψηλό, με άψογους τρόπους. Να, ακριβώς σαν το παιδί της απέναντι δηλαδή. Κι όταν κάτι δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας, φωνάζουμε δεξιά και αριστερά ότι κάτι σοβαρό τρέχει με το δικό μας παιδί.
Δεν ψήλωσε, λοιπόν, φέτος όσο έπρεπε.
Ε και;
Κανένας κόσμος δεν θα γκρεμιστεί αν το παιδί σου μείνει κοντό.
Μόνο ο δικός του, αν υποψιαστεί κάτι απ’ όλα αυτά που σε βασανίζουν.