Μαμάδες, πολλές διαφορετικές, άλλες κουλ, άλλες αυστηρές, άλλες φιλελεύθερες. Δεν κρίνω. Κάθε μία ξέρει τι χρειάζεται το δικό της παιδί και αναλόγως πράττει. Εγώ θα έλεγα ότι δεν είμαι κουλ μαμά, ούτε φιλελεύθερη, ούτε και αυστηρή. Είμαι όμως “σφιχτή”. Δεν δίνω ελευθερίες έτσι άκοπα.
Και εξηγούμαι:
1. Αν το παιδί μου θέλει να μείνει στο σπίτι μίας φίλης του δεν θα το αφήσω αν δεν ξέρω τη φίλη και φυσικά τη μητέρα της φίλης. Δεν εννοώ να έχουμε πει τα σώψυχά μας, αλλά να την γνωρίζω, να ξέρω ποια είναι, πως είναι, να έχουμε ανταλλάξει πέντε κουβέντες και φυσικά να έχω το τηλέφωνό της, κινητό και σταθερό (από τη στιγμή που το παιδί μου θα κοιμηθεί σπίτι της).
2. Δεν επιτρέπω στο παιδί μου να μπαίνει ασυνόδευτο στο μετρό – από τα Νότια Προάστια – για να πάει στο κέντρο, ακόμα. Νομίζω πως η περιοχή μας έχει μέρη να εξερευνήσει κανείς, να πάει βόλτα και να ξελυσσάξει, δεν χρειάζεται από τώρα να βρεθεί στην άλλη άκρη της πόλης, όπου αν συμβεί το παραμικρό θα πρέπει να πετάξω.
3. Η απαρέγκλιτη ώρα επιστροφής από “βραδινή έξοδο” Παρασκευής ή Σαββάτου είναι 11.30 και από Χοροεσπερίδα σχολείου 12. Και στις δυο περιπτώσεις ο κανόνας είναι ότι εγώ πηγαίνω και “μαζεύω” το παιδί ή και τα παιδιά των άλλων αν χρειαστεί.
4. Δεν επιτρέπω να έρχονται παιδιά που δεν γνωρίζω στο σπίτι μας, εν τη απουσία μου γιατί επειδή πρόκειται για το σπίτι μου έχω την ευθύνη τους είτε λείπω είτε όχι.
Αυτοί είναι 4 πολύ βασικοί κανόνες τους οποίους έχω θέσει στην κόρη μου, πάντα με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα της, με τον οποίον έχουμε χωρίσει αλλά διατηρούμε άψογες σχέσεις.
Αυτούς τους κανόνες τους τηρώ ευλαβικά, και φροντίζω να είμαι συνεπής.
Το ίδιο και ο πατέρας της όταν την έχει εκείνος το ΣΚ.
Έλα όμως που πάντα μπαίνει το ζιζάνιο των άλλων παιδιών, που έχουν διαφορετικούς κανόνες στο σπίτι και αν είναι πιο ελαστικοί από τους δικούς μου αρχίζουν τα προβλήματα.
– Άσε με να κοιμηθώ στην φίλη μου την Ειρήνη, δεν την ξέρεις αλλά είναι πολύ καλό κορίτσι.
– Να την γνωρίσω πρώτα και μετά να σε αφήσω ευχαρίστως
– Έλα ρε μαμά πως κάνεις έτσι η μαμά της Ειρήνης την αφήνει να κοιμάται σε φίλες της και ας μην τις ξέρει
– Δεν με νοιάζει τη κάνει η μαμά της Ειρήνης, εγώ είμαι η δική σου μαμά.
– Μακάρι να είχα για μαμά τη μαμά της Ειρήνης που την αφήνει και να γυρνάει μόνη της από τη βόλτα και όχι από τις 11.30.
– Δεν έχεις τη μαμά της Ειρήνης όμως, έχεις εμένα, οπότε βολέψου με αυτό που έχεις.
– Όχι δεν βολεύομαι.
– Σκέψου ότι θα μπορούσες να έχεις για μαμά, την μαμά της Αναστασίας που δεν την αφήνει ούτε να βγαίνει Παρασκευή η Σάββατο ούτε να κοιμάται σε φίλες της
– Αυτή δεν είναι μαμά, αυτή είναι ο Χίτλερ, έχει πρόβλημα.
– Δεν έχει πρόβλημα, αυτοί είναι οι κανόνες στο δικό της σπίτι. Κάθε σπίτι έχει τους δικούς του.
– Ωραία, απαιτώ επανεξέταση των κανόνων.
– Θα κάνουμε του χρόνου, φέτος έχουμε αυτούς.
– Ώχου πια, δεν με καταλαβαίνεις…
Και κάπου εδώ τελειώνει η συζήτηση η οποία επαναλαμβάνεται με την πρώτη ευκαιρία.
Το θέμα δεν είναι πάντα η μαμά της Ειρήνης. Μπορεί να είναι η μαμά της Βιολέτας, ο μπαμπάς του Σπύρου και η γιαγιά της Χρυσάνθης. Για τα παιδιά μας πάντα θα υπάρχουν γονείς οι οποίοι αφήνουν πιο πολλές ελευθερίες και που, είναι επόμενο, τα παιδιά μας να ζηλεύουν. Το θέμα είναι ότι εμείς, ως γονείς, δεν πρέπει να “τσιμπάμε” στο τι κάνουν οι άλλοι γονείς, από τη στιγμή που θεωρούμε ότι αυτό που κάνουμε “δουλεύει”. Φυσικά και θα επανεξετάσουμε, και θα συζητήσουμε και θα σκεφτούμε. Οι άλλοι γονείς, όμως, δεν είναι οι γνώμονες για το πώς θα μεγαλώσουμε τα δικά μας παιδιά. Γιατί κάθε παιδί είναι διαφορετικό, οπότε κάθε γονιός κρίνει και πράττει ανάλογα με το παιδί που έχει.
Για την ιστορία, γνώρισα και τη μαμά της Ειρήνης, για να ησυχάσουμε και μ’αυτό το θέμα.
Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και την άφησα να κοιμηθεί στο σπίτι της. Την επομένη ήθελαν κι η Ειρήνη κι η δική μου να πάνε σε μια χοροεσπερίδα κι αντί για 12 να γυρίσουν 1. Ούτε εγώ ούτε και η μαμά της Ειρήνης το επιτρέψαμε. Τότε η Ειρήνη γύρισε και είπε στη μαμά της “Ναι αλλά η μαμά της, την Λυδία, την αφήνει”….
Σας είπα, δεν έχει τέλος αυτή η ιστορία…