Έζησα σε ένα σπίτι γεμάτο αγάπη, φροντίδα και εμπιστοσύνη. Λεφτά δεν είχαμε ποτέ αρκετά. Δυσκολίες πολλές. Ο πατέρας μου ήταν υπάλληλος σε τράπεζα, ταμίας για την ακρίβεια, με έναν πενιχρό μισθό και πολλή τιμιότητα. Η μητέρα μου είχε επιλέξει να μείνει στο σπίτι για να μας μεγαλώσει, εμένα και την αδερφή μου. Και το έκανε με τον καλύτερο τρόπο.
Ήταν, και είναι, μια εξαιρετική μάνα που διάβαζε πολύ, που μας έλεγε ιστορίες από μέρη στα οποία είχε ταξιδέψει μέσα από τις σελίδες των βιβλίων της, για την Αθήνα της δικτατορίας, για τα παιδικά της χρόνια σε ένα νησί που το είχε ξεχάσει ο θεός, για την αγάπη της για τον πατέρα μου, για το πώς τον γνώρισε και γιατί τον αγαπούσε ακόμα.
“Γιατί μαμά;” ρωτούσαμε και οι δυο με κάτι μάτια ορθάνοιχτα “γιατί δεν σε αφήνει να κάνεις αλλιώς”.
Ο πατέρας μου επέστρεφε στο σπίτι αργά το απόγευμα ίσα να φάει και μετά καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, χωμένος σε χαρτιά και νούμερα γιατί είχε αναλάβει τα λογιστικά κάποιων καταστημάτων για έξτρα χρήματα. Ήταν, άλλωστε, πάντα καλός με τους αριθμούς. Εμείς δεν τον αφήναμε σε ησυχία, συνέχεια τιτιβίζαμε δίπλα του, σκαρφαλώναμε σαν μαϊμουδάκια στους ώμους του και εκείνος έλεγε γλυκά “άντε ρε παιδιά, αφήστε με να δουλέψω”. Δεν ξέρω αν θύμωνε ποτέ ο πατέρας μου, εγώ πάντως δεν τον είχα δει ποτέ να βγαίνει από τα ρούχα του.
Η ζωή μας δεν ήταν σαν διαφήμιση βουτύρου, αλλά η γεύση που μου άφηνε στο στόμα κάθε φορά που σκεφτόμουν εκείνα τα χρόνια ήταν μια γλύκα που λίγωνε τα σωθικά μου.
Μια αγάπη που με τύλιγε και που με ακολούθησε σε όλη μου τη ζωή και ήταν αναμμένη πάντα μέσα μου σαν μια μικρή φωτίτσα.
Οι γονείς μας, μας έδωσαν μια αγάπη, όπως αυτή στα παραμύθια, ανιδιοτελή, απέραντη που δεν ζητούσε, που δεν καταπίεζε, που δεν είχε όρους. Υπήρχε εκεί, ανεξάντλητη, σαν μια πηγή που ανανεωνόταν διαρκώς και που δεν θα στέρευε ποτέ. Αυτή η αγάπη, αυτό το πηγαίο δόσιμο που είχαν οι δυο τους και που προφανώς τους ένωσε τόσο μοναδικά και τους κράτησε μαζί τόσα χρόνια, ήταν η κληρονομιά που είχαν παραλάβει από τους δικούς τους γονείς. Είχαν γευτεί κι αυτοί χάδια, φιλιά, αποδοχή, ειλικρίνεια και όλα αυτά τα σπουδαία στοιχεία που έφτιαξαν δυο “χορτάτους” ενήλικες που με τη σειρά τους δημιούργησαν δυο “χορτασμένα” παιδιά.
Και τι θα πει “χορτασμένο” παιδί…
Θα πει ότι έχει κάβα, απόθεμα, όπως θες πες το, για να δώσει σ’άλλους. Ν’ανοίξει τον κήπο της καρδιάς του και ν’αφήσει τους ανθρώπους γύρω του να περιδιαβούν μέσα σ’αυτόν. Θα πει ότι δεν φοβάται μην πληγωθεί, γιατί κι αν συμβεί, που θα συμβεί, η τόσο “υγιής” καρδιά του θα γίνει γρήγορα καλά και θα συγχωρέσει. Δεν θα κρατήσει αρνητικές σκέψεις κι ανοιχτές πληγές, γιατί έχει μάθει ν’αγαπά έτσι απλά, χωρίς τι και γιατί. Κι αυτό είναι μια επιλογή που γίνεται, σχεδόν, ασυνείδητα κι όχι θυματοποίηση, όπως πολλοί, ίσως, θα σκεφτούν.
Τους “χορτασμένους” ανθρώπους να μην τους φοβάσαι. Γιατί δεν έχουν απωθημένα. Δεν γαντζώνονται πάνω σε ανθρώπους για να νιώσουν λίγη αγάπη, ούτε τη δίνουν με το σταγονόμετρο – πώς άλλωστε; αφού έχουν “τόνους” στα αμπάρια της καρδιάς τους.
*Τα “χορτασμένα” παιδιά μην τα φοβάσαι, γιατί έχουν μεγαλώσει μ’ενθάρρυνση κι έχουν μάθει να πιστεύουν στον εαυτό τους. Έχουν μάθει να εκτιμούνται οι προσπάθειές τους γι’αυτό κι εκτιμούν αυτές των άλλων. Έχουν πάρει αποδοχή γι’αυτό κι αγαπούν τον εαυτό τους. Έχουν πάρει αναγνώριση γι’αυτό κι έχουν στόχους. Κι ακόμα, έχουν μάθει να μοιράζονται, γι’αυτό είναι γενναιόδωρα. Έχουν νιώσει “ασφαλή” γι’αυτό έχουν πίστη στον εαυτό τους και στο τι θα τους φέρει η ζωή. Έχουν μάθει τι θα πει φιλία, γι’αυτό πιστεύουν ότι ο κόσμος είναι ένα ωραίο μέρος να ζει κανείς κι έχουν ζήσει μέσα στην ηρεμία γι’αυτό και νιώθουν “ειρήνη” μέσα τους.
Τα “χορτασμένα” παιδιά μην τα φοβάσαι. Γιατί είναι αυτά που μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.
Γράφει η Αποστολία Καζάζη
*Απόσπασμα από ποίημα της Dorothy Law Nolte