Όταν αντιμετωπίζετε σοβαρά προβλήματα κακής συμπεριφοράς, μερικές φορές, είναι ανάγκη να επιβάλλετε κάποια μορφή πειθαρχίας, η οποία ξεπερνά την απλή θέσπιση ορίων. Αν το παιδί σας συμπεριφέρεται με τρόπο που σας εκνευρίζει κι αντιστρατεύεται τον ηθικό σας κώδικα, χρειάζεται να εκφράσετε την αποδοκιμασία σας. Μπορεί, βέβαια, να καταλαβαίνετε τα συναισθήματα που κρύβονται πίσω απ’την κακή του συμπεριφορά, δεν είναι, όμως, ώρα για ενσυναίσθηση.
Η αγωγή που θ’απευθύνεται στα συναισθήματα του παιδιού, τα οποία οδήγησαν στην κακή συμπεριφορά μπορεί ν’αναβληθεί. Εκείνη τη στιγμή πρέπει να εκφράσετε, χωρίς περιστροφές, αυτό που σκέφτεστε για τις ενέργειες του παιδιού σας, γιατί τις θεωρείτε λανθασμένες και γιατί αισθάνεστε άσχημα. Κι είναι σωστό να εκφράσετε τα αισθήματα θυμού κι απογοήτευσης (χωρίς ο τρόπος σας να είναι ταπεινωτικός), όπως είναι σωστό να μιλήσετε για τις αξίες σας.
Οταν το παιδι έχει τόσο ισχυρους δεσμούς με τους γονείς του, η απογοητευση, ο θυμός κι η στενοχώρια τους του προκαλούν αρκετό πόνο, ώστε να επιβάλει από μόνο του την πειθαρχία.
Μια παρόμοια ενέργεια, ίσως, αποδειχθεί δύσκολη για τους γονείς που είναι ευαίσθητοι κι αισθάνονται υπεύθυνοι για τους λόγους που τα παιδιά τους συμπεριφέρονται μ’αυτόν τον τρόπο. Αν, για παράδειγμα, βρίσκονται στα πρόθυρα διαζυγίου κι ανακαλύψουν ότι η δεκατριάχρονη κόρη τους απουσιάζει αδικαιολόγητα απ’το σχολείο, μπορεί να αισθανθούν αμηχανία και να μην ξέρουν πώς να αντιδράσουν. Κατανοώντας τη σύγχυση και τη λύπη της, ίσως, προτιμήσουν να μην την επιπλήξουν κι επιλέξουν ν’ασχοληθούν με τα συναισθήματα που προκαλεί στην κόρη τους το διαζύγιο.
Συγχωρώντας, όμως, την κακή συμπεριφορά της το μόνο που καταφέρνουν είναι να τη βλάψουν μακροπρόθεσμα.
Η καλύτερη προσέγγιση είναι ν’αντιμετωπίσουν χωριστά το θέμα των απουσιών και χωριστά τα συναισθήματα που προκαλεί στην κόρη τους το διαζύγιο.
Θ’αναφέρω ένα άλλο παράδειγμα, όπου οι συνθήκες ήταν λιγότερο ακραίες. Όταν η κόρη μου η Μόρια ήταν τριών ετών, φιλοξενήσαμε για αρκετές μέρες στο σπίτι μας έναν φίλο. Ένα βράδυ, μετά το δείπνο, ανακάλυψα τη Μόρια στο καθιστικό μ’έναν κόκκινο μαρκαδόρο στο χέρι. Μπροστά της, στο πλαϊνό μέρος του καινούριου μας καναπέ, χρώματος ροδακινί, υπήρχε ένα έντονο κόκκινο ιερογλυφικό. «Τι συνέβη εδώ;» ρώτησα εξαγριωμένος. Η Μόρια με κοίταζε με τα μάτια ορθάνοιχτα, κρατώντας πάντα τον μαύρο μαρκαδόρο στο χέρι. «Δεν ξέρω…», μουρμούρισε αόριστα.
Θαυμάσια, σκέφθηκα. Τώρα έχουμε ν’αντιμετωπίσουμε δύο προβλήματα: τον βανδαλισμό και τα ψέματα. Την ίδια στιγμή συνειδητοποίησα ότι η Μόρια τις τελευταίες 24 ώρες έδειχνε, μάλλον, δυστυχισμένη. Φαντάστηκα ότι είχε κουραστεί απ’την αλλαγή της καθημερινής της ρουτίνας που προκάλεσε η άφιξη του φιλοξενούμενού μας. Η διαίσθησή μου μου’λεγε ότι ζήλευε, επειδή εγώ κι η γυναίκα μου αφιερώναμε πολύ χρόνο κουβεντιάζοντας με τον φίλο μας αντί να παίζουμε μαζί της. Αυτό, ίσως, να εξηγούσε, γιατί ενήργησε έτσι με τον κόκκινο μαρκαδόρο. Μια συμπεριφορά που γνώριζε ότι ήταν ανάρμοστη. Όσο για το ψέμα, ήταν εύκολο να το καταλάβω. Προσπαθούσε ν’αποφύγει τον θυμό μου.
Ήξερα ότι μπορούσα ν’αντιδράσω με ενσυναίσθηση, λέγοντας, για παράδειγμα: «Μόρια, είσαι θυμωμένη, γι’αυτό έγραψες πάνω στον καναπέ, ε;».
Και να προσθέσω στη συνέχεια: «Καταλαβαίνω τον θυμό σου, αλλά δεν είναι σωστό να γράφεις πάνω στα έπιπλα».
Μ’όλ’αυτά, όμως, θ’απέφευγα να θίξω ένα μείζον ηθικό θέμα: το ψέμα της Μόρια.
Έτσι αποφάσισα ν’αναβάλω τη συζήτηση για τον θυμό και τη ζήλια της Μόρια. Απόψε θα μιλούσαμε για τη σημασία της ειλικρίνειας. Της είπα πως ήμουν θυμωμένος και στενοχωρημένος για τα σημάδια στον καναπέ κι ότι ήμουν ακόμη πιο στενοχωρημένος για το ψέμα που μου είπε, ότι, δηλαδή, δεν ήταν εκείνη που λέρωσε τον καινούριο μας καναπέ. Τελικά, αφού καθαρίσαμε τους λεκέδες, η Μόρια, η μητέρα της κι εγώ συζητήσαμε για τα συναισθήματα που οδήγησαν στο επεισόδιο.
Μαζί με τη γυναίκα μου ακούσαμε και προσπαθήσαμε να καταλάβουμε τον θυμό, τη μοναξιά και τη στενοχώρια της κόρης μας. Βρήκαμε κι εξετάσαμε κάποιους άλλους τρόπους με τους οποίους η Μόρια θα μπορούσε να εκφράσει τα συναισθήματά της. Όπως το να μας μιλήσει γι’αυτά και να μας ζητήσει να την προσέξουμε. Παρόλο που ακολούθησα τις αρχές της συναισθηματικής αγωγής, αμέσως, μετά το συμβάν, γνώριζα ότι ο συναισθηματικός δεσμός που είχα με την κόρη μου – αποτέλεσμα της προηγούμενης διαπαιδαγώγησής της – λειτουργούσε και στην προκειμένη περίπτωση. Όταν το παιδί έχει τόσο ισχυρούς δεσμούς με τους γονείς του, η απογοήτευση, ο θυμός κι η στενοχώρια τους του προκαλούν αρκετό πόνο, ώστε να επιβάλει από μόνο του την πειθαρχία.
Στόχος του παιδιού σας γίνεται τότε, η αποκατάσταση της σχέσης του μαζί σας κι η επιστροφή σε μια κατάσταση όπου αισθάνεται συναισθηματικά κοντά σας. Έτσι μαθαίνει ότι πρέπει ν’ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο κώδικα, προκειμένου να βιώσει αυτό το επίπεδο της συναισθηματικής ανακούφισης.
John Gottman “Η συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών”