Ανήκω στη γενιά εκείνη των 45άρηδων που για διάφορους λόγους «ξενιτεύτηκαν» τα τελευταία χρόνια, σε μια χώρα του «δυτικού» κόσμου, στην Κεντρική Ευρώπη. Έχοντας ζήσει στο παρελθόν πάνω από 15 χρόνια στο εξωτερικό, η απόφαση να ξαναφύγω πριν από 5 χρόνια ήρθε πολύ φυσιολογικά, αλλά το ίδιο φυσιολογικά ήρθαν στη ζωή μου και δύο παιδιά που πλέον είναι 5 και 2 ετών και τα οποία μεγαλώνουν στην Ελλάδα.
Τα πρώτα χρόνια κύλησαν με την ψεύτικη ικανοποίηση που δίνει ένα μελλοντικό δίλημμα που έχει δύο απαντήσεις, φαινομενικά εξίσου, αρεστές, κι άλλωστε η χαρά της γέννησης δύο παιδιών δεν σε αφήνει να σκεφτείς κάτι παραπάνω από το «με είπε μπαμπά» ή «γυναίκα, πήγε από μόνο του στο γιογιό». Αλλά ο (κάποτε) σοφός, ελληνικός λαός έχει την παροιμία του και για αυτήν την περίπτωση: Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει. Λίγος καιρός έμεινε πριν από την πρώτη τάξη του Δημοτικού και κοσκίνισμα τέλος. Ώρα για ζύμωμα, λοιπόν και το θέμα είναι Μπαγκέτα ή Χωριάτικο (με προζύμι ή άνευ).
Η διαδικασία του να διαλέξεις εσύ ένα πιθανό μέλλον του παιδιού σου από την βρεφική ηλικία είναι μια ατελείωτη μάχη συναισθήματος και λογικής. Η εύκολη απάντηση, που και στο δικό μου μυαλό έρχεται συχνά πυκνά, είναι «άσε τα παιδιά εκεί που γεννήθηκαν, θα βρουν τον δρόμο τους». Η εύκολη απόφαση, συνήθως, είναι αυτή της «μη απόφασης», της αποφυγής διαταραχής της κανονικότητας και της φυσιολογικής ροής των πραγμάτων. Και καθώς, κάθε φορά, η βραχυπρόθεσμη παρουσία μου στην πατρίδα με την οικογένεια προλαβαίνει να με υπνωτίσει και να νοθεύσει τη λογική κι άλλωστε το χωριάτικο ψωμί κάνει καλύτερη παπάρα, είναι που επιστρέφω στην χώρα όπου εργάζομαι και συναναστρέφομαι παιδιά φίλων και συναδέλφων.
Τα οποία πάνε όλα σε δημόσια, δωρεάν σχολεία. Τα οποία λειτουργούν. Να φανταστείτε ότι το Χειμώνα κάνει ζέστη μέσα στις αίθουσες και την Άνοιξη μπαίνει δροσερός αέρας από τα παράθυρα. Κι οι γονείς των παιδιών αυτών, που έχουν, όμως, την οικονομική δυνατότητα να πάνε τα παιδιά τους και σε ιδιωτικό σχολείο, ούτε καν το σκέφτονται, γιατί, απλά, δεν μπορούν να βρουν ένα λόγο. Και μέσα στην τάξη βιώνεις από μπόμπιρας την πεμπτουσία της διαφορετικότητας. Παιδιά μαύρα, άσπρα, κίτρινα, ντόπια ή από άλλες χώρες.
Κι όταν θα έρθει το τέλος της ημέρας, τα παιδιά αυτά θα πάρουν, μάλλον, το λεωφορείο της γραμμής για τις 3-4 στάσεις μέχρι το σπίτι ή θα περπατήσουν και θα κάνουν ποδήλατο (σε ποδηλατόδρομους) αν είναι μεγαλύτερα. Κάποια από αυτά θα τα πάρουν οι γονείς τους με το αυτοκίνητο. Οι γονείς τους θα φορούν τη ζώνη τους, θα φροντίσουν να σταθμεύσουν νόμιμα το αυτοκίνητο περιμένοντας το παιδί τους και στο δρόμο θα σταματήσουν στις διαβάσεις για να περάσει ένας πεζός. Δεν το σκέφτονται, τους βγαίνει φυσιολογικά, σχεδόν μηχανικά. Άλλωστε οι δικοί τους γονείς αυτό έκαναν. Και το δικό τους παιδί τα βλέπει όλα αυτά. Και κάπως έτσι κτίζεται η κοινωνική συνείδηση.
Στην Ελλάδα είμαστε περήφανοι για μία λέξη που δεν μπορεί να μεταφραστεί σε καμία άλλη γλώσσα. Φιλότιμο. Στο εξωτερικό ανακάλυψα άλλη μία λέξη που δεν μπορεί να μεταφραστεί σε καμία άλλη γλώσσα. Φροντιστήριο.
Προσπάθησα, μάταια, να εξηγήσω ότι οι Έλληνες γονείς ξοδεύουν μια περιουσία για να πάνε τα παιδιά μετά το σχολείο σε κάποιο άλλο «σχολείο» για να τα βοηθήσει με τα μαθήματα του σχολείου, του άλλου του κανονικού, ενώ οι «πλούσιοι» κάνουν στα παιδιά τους «ιδιαίτερα». Στην ερώτηση, γιατί οι πλούσιοι κάνουν ιδιαίτερα, αφού λογικά θα τα πηγαίνουν στα καλά ιδιωτικά, τους αποτελείωσα με την απάντηση ότι και τα παιδιά που πάνε στα ιδιωτικά σχολεία πάνε στο ταπεινό φροντιστήριο ή κάνουν ιδιαίτερα… Και γυρίζω, συνήθως, την κουβέντα στο Φιλότιμο, που, μάλλον, είναι πιο εύκολο να εξηγηθεί τελικά.
Αν είσαι λάτρης των σπορ, όπως εγώ, διαπιστώνεις ότι σε κάθε γειτονιά, σχεδόν, υπάρχει χώρος άθλησης για παιδιά. Μικρά ποδοσφαιρικά γήπεδα, με χόρτο ή έστω πάρκα, γήπεδα μπάσκετ και χόκεϊ. Άσχετο, απλά ήθελα να το αναφέρω γιατί λατρεύω να βλέπω τους μπόμπιρες με αυτές τις μπαστουνάρες. Γενικά πράσινο, πολύ πράσινο. Πέρα απ’το προφανές θετικό του να μεγαλώνει ένα παιδί μέσα σ’ένα περιβάλλον υγιές και καθαρό, το παιδί μαθαίνει και να σέβεται το περιβάλλον. Είναι ο χώρος του, το παιχνίδι του. Το πιο πιθανό είναι αυτό το παιδί να μεγαλώσει αγαπώντας τη φύση. Να μεγαλώσει θέλοντας δημάρχους και πολιτικούς που θα προστατεύουν τον χώρο του. Όχι αυτόν που θα σβήνει τις κλήσεις του. Και με αυτόν τον τρόπο και τα δικά τους παιδιά θα συνεχίσουν να ζουν σε πόλεις καθαρές και πράσινες.
Όταν επιστρέψω σε λίγες μέρες στην Ελλάδα, η λογική θα νικηθεί πάλι από το συναίσθημα. Άλλωστε η παπάρα είναι χάλια με μπαγκέτα. Κι η λογική θα δώσει τη σκυτάλη στο θυμό. Θα ακούσω, πάλι, το γνωστό σύνθημα «εδώ είναι Ελλάδα». Θ’ακούσω τα συνήθη σχόλια για τις παραλίες, την ανεμελιά και τα καλαμαράκια μας (που κι αυτά κατεψυγμένα τα τρώμε πλέον).
Όμως, το μέλλον μιας χώρας είναι τα παιδιά της. Κι υπεύθυνοι γι’αυτά είμαστε εμείς, οι γονείς.
Την επόμενη φορά που θα ζητήσετε να σβήσετε μια κλήση, απλά σκεφτείτε το.
Κωνσταντίνος Βενετάκος