“Να κοιμηθεί” να ξεκουραστώ. Το είπα δεκάδες φορές, δεν ξεκουράστηκα ποτέ. Και με τον καιρό κατάλαβα ότι η νύχτα είναι αυτή που είμαι πιο “απαραίτητη”.
Τότε που πέφτει το σκοτάδι, που τα πάντα ησυχάζουν, που η φασαρία του δρόμου κοπάζει. Τότε που δεν “ακούει” τη μαμά να πηγαινονέρχεται, τότε που η ασφάλεια των θορύβων του σπιτιού δεν υπάρχει. Τότε που όλα κοιμούνται “ξυπνά” η ανησυχία και η ανάγκη “θέλω τη μαμά” γίνεται πιο επιτακτική.
Ατελείωτα ξενύχτια, όχι με κλάμματα και πυρετούς. Δεν θα πω γι’ αυτά. Με παρέα, αγκαλίτσες, αστειάκια, χάδια. Με “;άναψέ μου το φως”, “είδα μια σκιά”. Με παιδικά ξυπόλητα ποδαράκια να σουλατσάρουν στο διάδρομο, στο πάτωμα, για να βρουν την αγκαλιά.
Τότε “ξυπνάνε” και όλες οι “φανταστικές” ανάγκες για νερό, γάλα, λιγουρίτσα. Τότε έρχονται κάτι παράξενες ιδέες και περίεργες ερωτήσεις που εμφανίστηκαν στο μυαλό μέσα από παραμύθια και ιστορίες την πιο “ακατάλληλη” ώρα για τους μεγάλους, την πιο κατάλληλη για τα μικρά. Τώρα που οι γονείς δεν έχουν “δουλειές”, είναι διαθέσιμοι. Τώρα που δεν μπορούν να πουν “πρέπει να τελειώσω αυτό”, “μιλάω στο τηλέφωνο”, “θα μου καεί το φαγητό”, “πρέπει να φύγω”, “όχι τώρα”, “σε λίγο”. Τώρα που όλες οι «δικαιολογίες» έχουν χαθεί κάτω από το πέπλο της νύχτας. Τώρα μας θέλουν.
Είναι κουραστικό, το ξέρω. Είναι εξαντλητικό, κι αυτό το ξέρω. Αλλά έρχομαι στη θέση τους. Τότε που κι εγώ μέσα στη νύχτα ξυπνούσα με το αρκουδάκι μου αγκαλιά για να σκαρφαλώσω στο κρεβάτι των γονιών μου. Τότε που φώναζα “μαμάααα” 10 φορές για να είμαι σίγουρη ότι θα έρθει ό,τι κι αν γίνει. Τότε που το μικρό φωτάκι που μου άφηνε αναμμένο δεν με κάλυπτε και όλα μέσα στο μαύρο έπαιρναν μια άλλη μορφή, πιο απειλητική. Νόμιζα ότι θα ζωντανέψει η κούκλα, πως κάποιος ήταν πίσω από την κουρτίνα. Και ας μου είχε πει η μαμά μου χιλιάδες φορές ότι δεν έχω λόγο να φοβάμαι, και ας με είχε αποκοιμήσει με παραμύθια που είχαν όμορφο τέλος. Θυμάμαι ότι τίποτα από αυτά δεν μου έφτανε. Την ήθελα εκεί, δίπλα μου, άγρυπνο φρουρό.
Αυτά θυμάμαι. Εμένα μικρή και έρχομαι στη θέση τους. Δεν ξέρω αν αυτό είναι ενσυναίσθηση. Μάλλον είναι κι αυτό. Να μπαίνεις στα παπούτσια του άλλου. Κι αυτό κάνω. “Μπαίνω” σε αυτά τα μικρά παπουτσάκια με τα λουλούδια και τα ζωάκια και γίνομαι παιδί. Και νιώθω αυτή την ανάγκη. Γι’ αυτό και σπεύδω να παρηγορήσω, να κάνω παρέα, να αγκαλιάσω, να μιλήσω, να ανάψω έναν φακό κάτω από το σεντόνι. Θέλω να ξέρει ότι οι ανάγκες της θα καλυφθούν, θέλω να νιώθει ότι θα είμαι εδώ – και αυτές οι νύχτες τελικά μας φέρνουν πιο κοντά και μας δένουν όσο τίποτα.
Και όχι δεν πιστεύω ότι φτιάχνω κακομαθημένα παιδιά. Φτιάχνω παιδιά που νιώθουν ασφάλεια, που ξέρουν πως ό,τι κι αν συμβεί κάποιος θα τρέξει στο δωμάτιό τους. Και κρατάω αυτές τις στιγμές μέσα μου για να φωτίζουν το μέλλον όπου οι όροι θα αντιστραφούν. Τις κρατάω για τότε που πια θα θέλω να μπω εγώ στο δωμάτιο αυτό, να χαιδέψω ένα κεφάλι ή να ακούσω μια αναπνοή, αλλά η πόρτα θα είναι κλειστή, ενδεχομένως με ένα τεράστιο προειδοποιητικό αυτοκόλλητο “απαγορεύεται η είσοδος”. Το λένε εφηβεία. Κάπως έτσι θα την περάσω κι αυτή. Με τις αναμνήσεις των γλυκών αγρυπνιών του παρελθόντος. Τότε που ήξερα ότι, τελικά, τη μέρα το παιδί σε θέλει λιγότερο. Η νύχτα, είναι που μετράει.