Πολυαγαπημένη μου Μαρίλια,
Έχω σκεφτεί πολλές φορές να σου γράψω για όλα όσα με έκαναν να φύγω από την Ελλάδα. Ξέρω ότι κάποια στιγμή θα με ρωτήσεις γιατί αποφασίσαμε με τον μπαμπά σου να εγκαταλείψουμε το σπίτι μας, συγγενείς και φίλους και ν’αναζητήσουμε την τύχη μας στο Λουξεμβούργο.
Θα μπορούσα να σ’απαντήσω λακωνικά πως ήταν η οικονομική κρίση που μας ώθησε – όπως και πολλούς άλλους – σ’αυτό το εγχείρημα. Θα μπορούσα επίσης να σου αναλύσω με όσες γνώσεις και πληροφόρηση διαθέτω για το τι θεωρώ ότι έφταιξε και έφτασε η πατρίδα μας ως εδώ. Θα προτιμούσα, όμως, να μην αναλωθώ σε τέτοιου είδους κουβέντες μαζί σου. Αφήνω λοιπόν τις κοινωνικές/οικονομικές /πολιτικές αναλύσεις σε πιο ειδήμονες από μένα και επιλέγω να σου περιγράψω ό,τι ένιωσα αφήνοντας την Ελλάδα και μετακομίζοντας σε μια ουσιαστικά και όχι κατ’ όνομα ευρωπαϊκή χώρα.
Δεν σου κρύβω ότι πολλά χρόνια πριν γνωρίσω τον πατέρα σου φλέρταρα με την ιδέα να εγκατασταθώ μόνιμα στο εξωτερικό. Σε κάθε ταξίδι μου σε κάποια οργανωμένη και ευνομούμενη χώρα της Ευρώπης, ένιωθα πως οι συνθήκες ζωής ήταν καλύτερες απ’τη δική μου πατρίδα. Τα καλοδιατηρημένα ιστορικά κτίρια στις μητροπόλεις, τα πεντακάθαρα και προσβάσιμα σε όλους πεζοδρόμια, η ευγένεια και η αισθητική των κατοίκων. Η αίσθηση της ασφάλειας που παραδόξως είχα σε αυτές τις χώρες που αν και ξένες διαισθανόμουν ότι θα με κάλυπταν σε οτιδήποτε απρόοπτο προέκυπτε στο ταξίδι μου. Όλα αυτά με έκαναν να σκέφτομαι την πιθανότητα να εγκαταλείψω την Ελλάδα και να ξενιτευτώ.
Όταν λοιπόν τελικά εγκατασταθήκαμε στο Λουξεμβούργο συνειδητοποίησα ότι αυτές οι ‘’υποψίες’’ μου ήταν πέρα για πέρα αληθινές. Βρεθήκαμε σε μια χώρα όπου το να’σαι ξένος δεν σε βάζει αυτόματα σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους ντόπιους. Ούτε σε δαιμονοποιεί, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα. Καταλάβαμε επίσης ότι εδώ δεν υπάρχουν καλοί ή κακοί ξένοι (ανάλογα με τη χώρα προέλευσης τους και τον πλούτο της). Όλοι, με βάση κάποιες νόμιμες και τυπικές προϋποθέσεις, μπορούν να έχουν ίσες ευκαιρίες σε μόρφωση, δουλειά και κοινωνική πρόνοια. Αντιληφθήκαμε ακόμη ότι ως ξένοι δεν ήμασταν απλά φτηνό επιστημονικό προσωπικό για την χώρα υποδοχής. Αντιθέτως μας αντιμετώπιζαν ως εν δυνάμει Λουξεμβουργιανούς πολίτες με το να μας καλούν κατά καιρούς σε διάφορες εκδηλώσεις ένταξης και γνωριμιών για να μην νιώσουμε μοναξιά και κοινωνικό αποκλεισμό.
Διάβασε τη συνέχεια στην επόμενη σελίδα